Μέχρι το τέλος (2014)
Τόμι Λι Τζόουνς
Τέλη του 19ου αιώνα η Μαίρη Μπι Κούντι αναλαμβάνει να μεταφέρει τρεις τρελές γυναίκες με μια άμαξα από κάποιο χωριό της Νεμπράσκα, προς τα σύνορα και την Ανατολή. Το σινεμά του Τόμι Λι Τζόουνς είναι βαθύ και γεμάτο μελαγχολία. Η ποιητική ματιά του πάντα θλιμμένη και νοσταλγική. Η φόρμα του γουέστερν, η ιστορικά συνεπής καταγραφή μιας κοινωνίας σκληρής και de facto μοναχικής, ο σταθερός θρησκευτικός συμβολισμός (η Αμερική ως στοιχειωμένη Γη της Επαγγελίας —τοπος φαντασματων) και το ξερό φυσικό τοπίο της Νεμπράσκα τον εξυπηρετούν απόλυτα στην αφήγηση ουσιαστικά μιας πνευματικής και εσωτερικής περιπλάνησης. Ο αέρας του μύθου που διαπότιζει το κλασικό αμερικανικό γουέστερν της περιόδου του Τζον Γουέην αντικαθίσταται εδώ από τη θλίψη μιας απομυθοποίησης.
Δυο δυνάμεις κινούν την αφήγηση. Η μάταιη ελπίδα της λύτρωσης και ο φόβος της τρέλας και της μοναξιάς. Οι ήρωές του, σε αντίθεση με τις πιο αισιόδοξες, παραδοσικές στην απεικόνισή τους, μορφές του Ίστγουντ, έχουν βαθιά συνείδηση της απελπισίας γύρω τους και μέσα τους κι αυτό τους καθιστά τραγικά πρόσωπα.
Στις υπέροχες Τρεις ταφές του Μελκιάδες Εστράδα, την προηγούμενη ταινία του Τζόουνς σε σενάριο του πάντα ποιητικού Γκιγιέρμο Αριάγα, σταθερού συνεργάτη και του Αλεχάντρο Γκονζάλες Ινιαρίτου, μόνη ελπίδα του πρωταγωνιστή, ενός πρόσφυγα Μεξικανού στο σύγχρονο Τέξας, ήταν η επιστροφή στην πατρίδα, ακόμα και μετα θάνατον ως σώμα για να θαφτεί —ο νόστος . Ένα χωριό που, στο συγκλονιστικό φινάλε, θα αποδειχτεί ότι δεν υπήρξε ποτέ, παρά μόνο ως επινόηση και φαντασίωσή του. Στο homesman (που ανόητα μεταφράστηκε Μεχρι το τέλος στα ελληνικά) και πάλι η επιθυμία για εύρεση σπιτιού, χώρου, πατρίδας και ερωτικού συντρόφου είναι ο βαθύτερος πόθος τόσο της γεροντοκόρης Χίλαρυ Σουάνκ, όσο και του ίδιου του Τζόουνς, συγκλονιστικού στο ρόλο του δραπέτη που τη συνοδεύει όταν του σώζει τη ζωή, ανάμεσα σε περιοχές άγονες, ινδιάνους, επίδοξους βιαστές και παράξενα πρόσωπα. Δεν είναι τυχαίο ότι στην πρώτη σκηνή που τον γνωρίζουμε, ένας όχλος θέλει να τον λυντσάρει επειδή κατέλαβε ένα άδειο σπίτι, ενώ στην τελευταία σκηνή του έργου χορεύει μόνος και καθαρά απελπισμένος σε μια βάρκα.