frear

Μαρίας Παπαγιάννη “Εκεί και πάντα αλλού” – της Ανθούλας Δανιήλ

Μαρία Παπαγιάννη
Εκεί και πάντα αλλού
Μυθιστόρημα
Εκδ. Πατάκη, 2014

Η πολυβραβευμένη Μαρία Παπαγιάννη μετά Το δέντρο το μονάχο ξαναβγαίνει στη βιτρίνα των βιβλιοπωλείων με το μυθιστόρημα, Εκεί και πάντα αλλού. Η έφηβη ηρωίδα της, η Βιολέτα, παραδίδει τη σκυτάλη στην ενήλικη Δώρα, η οποία αφήνοντας κατά μέρος τον νεανικό της ενθουσιασμό, προσγειώνεται, ευτυχώς όχι και πολύ ανώμαλα, στη πραγματική ζωή που δεν μοιάζει να είναι η ζωή της, τουλάχιστον δεν μοιάζει να είναι αυτό που νόμιζε πως ήταν και θα ήθελε να είναι για πάντα. Μεγάλη κουβέντα το «για πάντα» και χρειάζεται αρκετή ψυχανάλυση για να αποδεχτεί κανείς τα όρια της λήξης του, αφού όλα τα όνειρα, οι έρωτες και οι προσδοκίες μ’ αυτή τη βούλα πιστοποιούνται. Ε, γι’ αυτό είπαμε πως χρειάζεται ψυχανάλυση, όταν καταλάβεις πως «για πάντα» τίποτα δεν διαρκεί και κυρίως ο έρωτας. Η Δώρα λοιπόν, περνά τη φάση της ψυχολογικής της ενηλικίωσης, πράγμα που συνεπάγεται τη λήψη καθοριστικών αποφάσεων. Προϊούσης της ανάγνωσης του βιβλίου ωριμάζει και ο χρόνος που θα φέρει τη ρήξη με το παρελθόν σαν ώριμο σύκο.

Μία από τις συνθήκες που δεν διαρκούν για πάντα είναι τα νιάτα. Στα σαράντα της η Δώρα δεν θέλει ο άντρας της να της επαναλαμβάνει ότι μεγάλωσε, ενώ εκείνος, πενηντάρης πια βγάζει καλύτερο ισοζύγιο ηλικίας για τον εαυτό του, γλεντώντας με τις μικρούλες που σαν τονωτικές ενέσεις τον ανανεώνουν. Είναι άλλωστε σαφές πως η πραγματική ηλικία δεν ταυτίζεται με την ψυχολογική και ορισμένα άτομα, ιδίως οι ρομαντικές γυναίκες, παραμένουν προσκολλημένες σε ό,τι καλώς ονειρεύτηκαν κάποτε. Βγαίνοντας όμως από την εφηβεία, οδεύοντας από την πρώτη νιότη προς τη δεύτερη και ωριμάζοντας βιολογικά, μάλλον δεν θέλουν να παραδεχτούν πως ο πανδαμάτωρ χρόνος που όλα τα αλλάζει περιλαμβάνει και αυτές. Ή, πάλι, πιστεύουν πως όλα μπορεί να επανέλθουν, ή πως έτσι είναι η ζωή, αλλά δεν την πετάς και στα σκουπίδια, ή… βρίσκουν τρόπους να αποδέχονται κάτι που δεν τους αρέσει αλλά και δεν έχουν το θάρρος να το αλλάξουν.

Με τον ασαφή του τίτλο το βιβλίο μοιάζει να μας λέει πως, ενώ το «εκεί» παραμένει σταθερό σημείο αναφοράς, το «πάντα αλλού» είναι ένα ουτοπικό ασαφές και ονειρικό σημείο, του οποίου αγνοούμε το στίγμα, υφίσταται, ωστόσο, αντιστικτικά στο δυναστικό «εκεί». Ε, αυτό το «εκεί» φαίνεται πως ήρθε η ώρα του να εκθρονιστεί και να πάρει τη θέση του το «αλλού».

Μια γυναικοπαρέα, ανάμεσα στις οποίες είναι και η Δώρα, συναντιέται, χωρίς συζύγους —γυναικοπαρέα είπαμε— και, όπως είναι φυσικό, ανταλλάσσει απόψεις πάνω στα συμβαίνοντα στη ζωή της καθεμιάς. Θα έλεγα πως είναι μια παραλλαγή του γνωστού σίριαλ Sex and the city, αλλά χωρίς τόσο sex, με όλα τα γνωστά στη συμπεριφορά του παραδοσιακού Έλληνα συζύγου. Ο Γρηγόρης, αυτός είναι ο σύζυγος της Δώρας, αδιάφορος και αραχτός στον καναπέ, μπροστά στην τηλεόραση, δίνει προσταγές με «τρυφερό» τρόπο, κάνε αυτό, φέρε εκείνο, «Αγάπη μου, πιάνεις μια μπύρα;», «Μωρό μου τι θα γίνει με τη μακαρονάδα μου;», και μάλιστα στο παρά πέντε της εξόδου της συζύγου με τις φίλες της. Και όταν εκείνη γυρίζει, μούτρα εκείνος και: «μπα βρήκες το δρόμο;». Και το σπουδαιότερο, έχει δεσμό στον οικείο περίγυρο, πέρα από τις αντιγηραντικές μικρούλες.

Και το ερώτημα είναι: Τόσο τυφλή είναι η Δώρα και δεν αντιλαμβάνεται τίποτα; Ή, μετά από τόσα χρόνια έγγαμου βίου (η κόρη τους είναι πια φοιτήτρια) δεν το συνήθισε; Ή αντιδρά σαν έφηβη σε κάτι που έπρεπε να το έχει ξεπεράσει προ πολλού; Ή είναι ακόμα «εκεί», ενώ θα έπρεπε να είναι «αλλού»; Σε όλα αυτά τα «ή» θα δώσει απάντηση η Παπαγιάννη διερμηνεύοντας τη ζωή. Η Παπαγιάννη ξέρει καλά το παιχνίδι και τους κανόνες του. Ξέρει και την παροιμία» αγαπάει ο Θεός τον κλέφτη αλλά αγαπάει και τον νοικοκύρη» και κάποια ώρα ο νοικοκύρης -η Δώρα- θα πάρει είδηση, θα αναστατωθεί, θα θρηνήσει πάνω στα ερείπια, θα φύγει, θα σκεφτεί, θα οργιστεί, θα αναρωτηθεί «γιατί», θα μετανιώσει, θα στοχαστεί: «Ένα φευγαλέο όνειρο, είμαι ευτυχισμένη λες και μόλις ανοίξεις τα μάτια σου πάει στράγγιξε η χαρά. Κι όμως εγώ κάποτε ήμουνα ευτυχισμένη. Στ’ όνειρο ήτανε. Ξέρεις τι λέω εγώ; Ένα λευκός φρεσκοβαμμένος τοίχος, αυτό είναι η ζωή. Βάλτου εσύ παράθυρα και μια πόρτα. Στόλισέ τον με φωτογραφίες και πίνακες. Διάλεξε όποιον θέλεις. Εκείνο με τη θάλασσα, να βλέπεις μακριά τα καράβια να περνάν».

Η φαντασία αναδεικνύεται καλός διακοσμητής, αλλά δεν αρκεί. Η Δώρα είναι γιατρός και αφοσιωμένη στο λειτούργημά της. Δεν διστάζει να προσθέσει τον ελεύθερο χρόνο της στο χρόνο της δουλειάς, να αναβάλει ό,τι την ευχαριστεί για να κάνει το χρέος που επιβάλλει το επάγγελμά της. Όχι το χρέος, επειδή έχει δώσει τον όρκο του Ιπποκράτη, αλλά το χρέος που πηγάζει από τον ανθρωπισμό. Είναι μια γυναίκα με ψυχή, αρχές και αισθήματα, θέλει να δώσει απάντηση στο αίνιγμα της ζωής, δεν παραιτείται, το παλεύει. Είναι μια ολοκληρωμένη προσωπικότητα. Από τις πρώτες σελίδες γίνεται αντιληπτή η διαφορά χαρακτήρων και συμπεριφορών. Η Δώρα διαφέρει και από τις φίλες της που βλέπουν πιο ρεαλιστικά τα πράγματα και από τον Γρηγόρη, ο οποίος έχει όλα τα χαρακτηριστικά του «τυπικού» συζύγου. Η Παπαγιάννη όμως στέκεται στο πλάι της γυναίκας, και όχι από αλληλεγγύη προς τη γυναίκα, αλλά από αγάπη προς την αλήθεια και τη δικαιοσύνη. Εφόσον λειτουργεί σαν αφηγητής θεός, ξέρει τα πάντα για τους ήρωές της και δεν αντέχει να αφήσει τα πράγματα έρμαια στο δρόμο. Θέλει να τους αποδώσει την αληθινή ουσία τους, να διορθώσει τα λάθη, να αποκαλύψει τον κάλπη και να προσφέρει μια ακόμα ευκαιρία στο καλό να αποκατασταθεί. Η Δώρα θα γνωρίσει τη Σαπφώ, μια καθοριστικής σημασίας άρρωστη που σε πολλά θα της ανοίξει τα μάτια για να μπορέσει να ακούσει «το τραγούδι των Σειρήνων», να δει «το φεγγάρι, αγκαλιά ολοστρόγγυλη…, φωτεινή καμπούρα στη σκοτεινή νύχτα» και λίγο πιο πέρα την παλίρροια. Εκεί που τα νερά πάνε κι έρχονται «θα λάβουνε τα όνειρα εκδίκηση» που λέει και ο ποιητής, θα θριαμβεύσει η λογική και θα ληφθεί η μεγάλη απόφαση. Η Δώρα Θα πει το μεγάλο Όχι στον Γρηγόρη. Ο Γρηγόρης θα μετανιώσει αλλά έχει απομακρυνθεί προ πολλού από ταμείο και το λάθος πια δεν αναγνωρίζεται.

Η αφήγηση είναι άνετη. Η συγγραφέας βρίσκεται κοντά στους ήρωες, μπαίνει στο μεδούλι της ουσίας, ψυχαναλύει την ελληνική οικογένεια, ρίχνει φως στην ψυχή της Ελληνίδας, αλλά και κάθε γυναίκας. Κάπως έτσι δεν τα λέει, άλλωστε (αλλά πιο στεγνά) και η Αλίς Μονρό στο διήγημά της «Να φτάσει στην Ιαπωνία» (Ακριβή ζωή μου, εκδ. Μεταίχμιο, 2014) γιατί εκεί, στην Ιαπωνία, φαίνεται πως ανατέλλει για την Μονρό το «αλλού» της Παπαγιάννη.

Το βιβλίο έχει ένα μεγάλο ατού. Διαβάζεται με ενδιαφέρον, συγκινεί γιατί πιάνει ο σφυγμό της πραγματικότητας, γιατί λέει αλήθειες και γιατί προσφέρει ανάσα, δεν ξεπέφτει σε φτηνούς φεμινιστικούς ανταγωνισμούς, δεν μας αφήνει με την πίκρα μιας χαραμισμένης ζωής. Η ζωή είναι «μέγα αγαθό και πρώτο» και ως τέτοιο πρέπει η Δώρα —Δώρο του Θεού— να τη διαφυλάξει.


[Φωτογραφία: Robert Mapplethorpe.]

Σε λίγο καιρό κοντά σας με νέο ηλεκτρονικό τεύχος στο mag.frear.gr

Mag.frear.gr – Τα ηλεκτρονικά μας τεύχη