Λουίς Μπουνιουέλ, Η τελευταία μου πνοή, μτφρ. Θάνος Σαμαρτζής, Δώμα, Αθήνα 2024.
«Έχω πολλές φορές φανταστεί ένα τελευταίο αστείο για την ώρα που θα πλησιάζει η τελευταία μου πνοή. Καλώ σπίτι μου όσους παλιούς μου φίλους είναι αμετάπειστοι άθεοι όπως εγώ. Θλιμμένοι, παίρνουν θέση γύρω απ’ το κρεβάτι μου. Τότε έρχεται ένας παπάς που εγώ έχω ζητήσει να τον φωνάξουν. Μπροστά στους σκανδαλισμένους φίλους μου, κάνω την εξομολόγηση μου, ζητώ άφεση για όλες μου τις αμαρτίες, ο παπάς με διαβάζει. Κι έπειτα γυρνάω στο πλάι, και πεθαίνω.»
Παιγνιώδης, καυστικός, αψύς, ανυπόκριτος, θρασύς, αυτο-σαρκαστικός. Ο πατέρας του σουρεαλισμού στον κινηματογράφο (γιατί όχι και η μητέρα, θα αντέτεινε), πέραν από μείζον κινηματογραφιστής (ένας εκ των σημαντικότερων του 20ού αιώνα), ήταν ένας μοναδικός δημιουργός και ένας παντοδύναμος ξεμασκαρευτής.

Η ημι-αυτοβιογραφία του (ημι καθώς είχε τη βοήθεια του πολύχρονου συνεργάτη του Λε Καριέρ στη συγγραφή της), η οποία κυκλοφόρησε πρόσφατα στα ελληνικά από τις εκδόσεις Δώμα συνιστά ένα πολύ ενδιαφέρον ανάγνωσμα. Ο Μπουνιουέλ μας προσφέρει ένα υπέροχο κολάζ αναμνήσεων από τους κύριους «σταθμούς» της ζωής του στον πολύχρωμο 20ό αιώνα. Μαθαίνουμε έτσι για την παιδική ηλικία στην «μεσαιωνική» Αραγονία, το σχολείο των «Αδελφών της Ιεράς Καρδιάς του Ιησού», όπου η απειθαρχία και οι αταξίες αντιστάθμιζαν τις εξαιρετικές επιδόσεις, το πρώτο σινεμά και τη μαγεία που του ασκούσε έκτοτε η σκοτεινή αίθουσα, την ανέμελη φοιτητική ζωή και τη φιλία με τον νεαρό και άσημο Σαλβαντόρ Νταλί (πριν μεταμορφωθεί σε Avida Dollars) και τον παθιασμένο Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα, την επαφή με σημαντικούς διανοητές της εποχής, όπως ο Εουχένιο ντ’ Ορς, ο Ουναμούνο και ο Ραφαέλ Αλμπέρτι, το Παρίσι και την ένταξη στην ομάδα των Σουρεαλιστών, τις πρώτες σκηνοθετικές προσπάθειες και το σκάνδαλο που προξένησαν, τον Ισπανικό Εμφύλιο και το χάος του μεγάλου πολέμου που ακολούθησε, το ταξίδι στην Αμερική και τα στούντιο στο Χόλιγουντ, τη μετοίκηση στο Μεξικό και τις ταινίες που έκανε εκεί, την επιστροφή στην Ευρώπη όπου θα σκηνοθετήσει τα κορυφαία του έργα και τέλος, το λίγο πριν την έξοδο ‘τρισκατάρατο’ γήρας.
Σε όλη αυτή την – όχι πάντα γραμμική – διαδρομή, ο Μπουνιουέλ δίχως στόμφο ή προσφυγή σε κάποιο ιδιόλεκτο (κάτι που μισούσε όπως δηλώνει κι ο ίδιος), και με τον ανάλαφρο βηματισμό ενός άφοβου και αψύ σαλτιμπάγκου και την ευπρόσδεκτη σαφήνεια ενός πυροβολισμού αναφέρεται σε ό,τι θεωρεί σημαντικό.
Μιλά για τους ανθρώπους που γνώρισε, την αγάπη του για τα μοναχικά μπαρ και την αξία της αλκοολικής περισυλλογής, τη λατρεία του για το τζιν και τη συνταγή για την παρασκευή του κοκταίηλ Μπουνιουελόνι, δικής του σύλληψης, τα ανοιξιάτικα μπουγέλα ως φοιτητής, τον υπνωτισμό, την chuleria και τον machismo, το μπουντουάρ, τα μπουρδέλα και τη λατρεία του Ντε Σαντ, την αξιοζήλευτη –για τη ζεστασιά της– σόμπα των υπαξιωματικών στη μονάδα που έκανε τη στρατιωτική του θητεία, την αδυναμία του στα έντομα, στον έρωτα, στο κάπνισμά και στην ποίηση, τη μανία του για τα όπλα και ιδίως τα περίστροφα, την αγάπη του για το σκάνδαλο, το μυστήριο, το ρεμβασμό και τα όνειρα, στον ύπνο ή στον ξύπνιο.

Με πνεύμα, χιούμορ και δίχως περιστροφές, ο Μπουνιουέλ ομνύει στην τυχαιότητα, τη «μεγάλη αφέντρα όλων των πραγμάτων». Αποδέχεται πως δεν είναι παρά μια σκιά στη λάσπη, αναφωνώντας «Δόξα τω Θεώ, είμαι άθεος». Αποδέχεται (εκείνο που του είπε λίγο πριν πεθάνει ο Μπρετόν): «Είναι θλιβερό, αγαπητέ μου Λουίς, αλλά το σκάνδαλο δεν υπάρχει πια.» Τολμά και φωνάζει: «ζήτω η λήθη», βρίσκοντας αξιοπρέπεια μόνον στο μηδέν». Υποστηρίζει ότι η ελευθερία δεν είναι παρά ένα φάντασμα που «διατρέχει τον κόσμο μέσα σε έναν ομιχλώδη μανδύα» και όσο κι αν «θέλεις να την πιάσεις», πάντα σου ξεφεύγει» και «το μόνο που σου μένει είναι ένα ίχνος υγρασίας στα δάχτυλα». Επιμένει ότι για να φτάσεις στην ομορφιά, είναι αναγκαίες τρεις προϋποθέσεις: η ελπίδα, ο αγώνας και η κατάκτηση. Διατρανώνει δίχως περιστροφές ότι ο έρωτας είναι το πάν (και ότι «μια ταινία δεν πρέπει ποτέ να προκαλεί πλήξη»).
Συγκεφαλαίωση. Εκείνος: «Μέσα σε αυτήν τη μηχανική και λεπτομερώς προγραμματισμένη ύπαρξη, το γράψιμο αυτού του βιβλίου, με τη βοήθεια του Καρριέρ, αποτέλεσε μια εφήμερη επανάσταση. Δεν διαμαρτύρομαι. Μου επιτρέπει να μην κλείσω τελείως την πόρτα.» Εμείς: Το βιβλίο είναι συναρπαστικό. Διαβάζεται απνευστί (με ή χωρίς αναπνευστήρα). Κι αξίζει κανείς να το πάρει στα χέρια του, ακόμη κι αν δεν έχει δει καμία από τις ταινίες του Μπουνιουέλ. Ακόμη –δηλαδή– κι αν δεν έχει καν ακούσει για τον Ανδαλουσιανό Σκύλο, τη Χρυσή Εποχή, τη Βιριδιάνα, την Κρυφή γοητεία της μπουρζουαζίας (αν και σίγουρα θα τις έβρισκε ενδιαφέρουσες).

Κατακλείδα. Λίγο πριν «κλείσει την πόρτα», ο Μπουνιουέλ μας χαρίζει τη δυνατότητα να αισθανθούμε (πιθανά υπομειδιώντας) τη ζείδωρη οργή μιας φαντασίας ανήμερης και τη φευγαλέα κι εφήμερη χαρά μιας αθόρυβης (μα γενναιόδωρης) νίκης, ωσάν υπόσχεση κι απαντοχή. «Για ένα πράγμα μόνο λυπάμαι: που δεν θα μαθαίνω πια τι θα συμβαίνει. Να εγκαταλείπεις έναν κόσμο που μεταβάλλεται ραγδαία είναι σαν να αφήνεις ένα φτηνό μυθιστόρημα στη μέση».
⸙⸙⸙
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Δείτε τα περιεχόμενα του δέκατου έκτου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]








