frear

Για την «Κεφαλή του Τσατσγουέρθ» της Κωνσταντίας Σωτηρίου – γράφει η Ελένη Πατσιατζή

Κωνσταντία Σωτηρίου, Η κεφαλή του Τσατσγουέρθ, Πατάκης, Αθήνα 2025.

Η Κωνσταντία Σωτηρίου μας έχει συνηθίσει στη συγγραφή πολυεπίπεδων μυθιστορημάτων στα οποία η οπτική του φύλου συνδέεται με όψεις της ιστορίας της Κύπρου. Στα έργα της η ιστορική μνήμη γίνεται πηγή άντλησης υλικού για τη συγγραφή λογοτεχνίας ενώ, παράλληλα, η λογοτεχνική της γραφή συνιστά μέσο διατήρησης της μνήμης. Είναι εμφανής στα κείμενά της η μελέτη αρχειακού υλικού και η επιλογή της να δίνει ορατότητα, μέσω της γραφής, στις μικροϊστορίες που στην επιστήμη της προφορικής ιστορίας συλλέγονται μέσω των εναλλακτικών, συλλογικών αφηγήσεων και δίνουν «φωνή» σε όσες κοινωνικές ομάδες (εργάτες, γυναίκες, μετανάστες κ.ά.) δεν καταγράφει η επίσημη ιστοριογραφία. Αυτό το υλικό γίνεται η έμπνευση για τη λογοτεχνική αφήγηση. Στο νέο της έργο οι διαθλάσεις της ιστορίας του νησιού συνυφαίνονται με τη γνώριμή της έμφυλη προσέγγιση, ενώ θίγονται παράλληλα και ζητήματα φυλετικού και ηλικιακού ρατσισμού. Η Σωτηρίου, όμως, δεν γράφει ιστοριογραφία ή κοινωνιολογικές προσεγγίσεις ούτε καταγράφει προφορικές μαρτυρίες. Γράφει, πρωτίστως, λογοτεχνία. Σε μια ρέουσα, κρυστάλλινη, κυπριακή διάλεκτο.

Εκκινώντας από το πολύ ενδιαφέρον εξώφυλλο του νέου της βιβλίου (αντλημένο ως πρωτογενές υλικό από το Γραφείο Τύπου και Πληροφοριών της Κυπριακής Δημοκρατίας) παρατηρούμε γυναίκες εργάτριες, με τις παραδοσιακές φορεσιές τους, στον αρχαιολογικό χώρο της Σαλαμίνας, έναν χώρο που πλέον, μετά τη διαίρεση του νησιού, ανήκει στα κατεχόμενα εδάφη ενώ στο παρελθόν, ιδίως στα τέλη του 19ου αιώνα, είχε συληθεί επανειλημμένα. Οι γυναίκες κοιτάζουν προς τον φακό, ενώ πιθανότατα εργάζονται στις ανασκαφές που γίνονται στον χώρο στα τέλη της δεκαετίας του ʼ60 . Κάποιος άνδρας στο βάθος, σε ύψωμα, εποπτεύει τον χώρο. Ο τίτλος του βιβλίου μάς παραπέμπει στην εξαίρετη χάλκινη κεφαλή Chatsworth («Chatsworth Head»), που αποδίδεται στον Απόλλωνα, έργο της κυπροκλασικής εποχής (πιθανότατα 460 π.Χ.) που βρέθηκε κοντά στην αρχαία Ταμασσό και εκτίθεται στο Βρετανικό Μουσείο. Η ανακάλυψη και η διάσωση του γλυπτού ήταν μυθιστορηματική (περ. Αρχαιολογία, τχ. 6, σ. 78). Ανακαλύφθηκε ακέραιο το 1836 από χωρικούς που δεν μπορούσαν να αντιληφθούν την αξία του, διαμελίσθηκε και μέρη του πωλήθηκαν ως μεταχειρισμένο μέταλλο, ενώ άλλα αγοράσθηκαν από αρχαιοκάπηλους. Λίγα χρόνια μετά η κεφαλή κατέληξε στον Λόρδο Chatsworth. Οι αποικιοκράτες Βρετανοί ήταν σε θέση να αντιληφθούν την ιστορική και αισθητική σημασία του έργου, σε αντίθεση με τους εξαθλιωμένους γηγενείς που σε αυτό έβλεπαν μόνο τη χρηστική αξία του μετάλλου. Επομένως, ήδη από το εξώφυλλο και τον τίτλο η Σωτηρίου κάνει νύξεις τόσο για την ταξική θέση των ηρωίδων της όσο και για το ιστορικό παρελθόν, τη σχέση του με το παρόν αλλά και τις υπόγειες διαδρομές που συνδέουν τις ατομικές υπάρξεις με την ιστορική συγκυρία.

Στο μυθιστόρημα αυτό είναι έντονο το ιστορικό αποτύπωμα των περιπετειών του νησιού, σε συνάρτηση όμως με τον φυσικό πλούτο του που έλκυε διαρκώς κατακτητές. Υπενθυμίζουμε εδώ ότι η Κύπρος έχει συνδέσει άρρηκτα το όνομά της (Cyprus) με τον χαλκό (Cuprous).Τα μεταλλεία, άλλωστε, μέχρι τα μέσα του 20ού αιώνα ήταν η σημαντικότερη βιομηχανία της Κύπρου και συνέβαλε ουσιαστικά στη σύγχρονη οικονομική της ανάπτυξη. Τα κεφάλαια του βιβλίου, καθόλου τυχαία, λοιπόν, έχουν ονόματα μετάλλων (Σιδηροπυρίτης, Χαλκός, Σίδερος, Κασσίτερος).

Ηρωίδα και κεντρική αφηγήτρια είναι μια ηλικιωμένη γυναίκα που έχασε πολύ νέα τον μεταλλωρύχο σύζυγό της, τον Νικολή, από αργό και επώδυνο θάνατο από πνευμονοκονίαση, λόγω της μακροχρόνιας επαφής του με τη θανατηφόρα σκόνη των μεταλλείων. Αναγκάζεται, επομένως, να μεγαλώσει μόνη τα ανήλικα παιδιά της, εργαζόμενη χωρίς ωράριο και χωρίς καμία κρατική ή άλλη πρόνοια. Μια «αόρατη», από επίσημους θεσμούς, εργάτρια που προσπαθεί να κατανοήσει έναν ραγδαία μεταβαλλόμενο κόσμο. Ακόμη και οι αλλαγές στις νοοτροπίες, η εμφάνιση συνδικαλιστικών διεκδικήσεων δεν μπορούν να αλλάξουν σημαντικά τον καταπιεστικό τρόπο διαβίωσής αυτής και των υπολοίπων γηγενών.

«Ζωντανός νεκρός, είναι ζωντανός νεκρός, είχε πει ο γιατρός για τον άντρα μου, είσαι ζωντανός νεκρός, Νικολή, του είπε, σε λίγο θα πεθάνεις, δεν ξέρω πότε αλλά θα πεθάνεις, το είχαμε πει τότε, την πρώτη φορά που αρρώστησες, που καταλάβαμε πως γέμισαν τα πνευμόνια σου σκόνες και πυρίτιο και βγάλαμε τις πλάκες στο στήθος, το είχαμε πει τότε πως έπαθες πνευμονοκονίαση και πως χαλάσανε οι πνεύμονες στα είκοσι τοις εκατό, είχαμε πει τότε, μην πας ξανά στα μεταλλεία να δουλέψεις, σας δουλεύει ο Εγγλέζος, σας περιπαίζει η Εταιρεία, σας αφήνουν να μπαίνετε στις γαλαρίες και να καταπίνετε σκόνη, τι κατάλαβες τώρα, δεν υπάρχει περίπτωση να αναπνεύσεις» (σελ. 21-22).

Χαρακτηριστικό του έργου είναι ότι όλα τα κεφάλαια είναι γραμμένα στην ολοζώντανη ντοπιολαλιά (πώς αλλιώς θα εκφραζόταν με τρόπο αληθοφανή η ηρωίδα;), ενώ οι συχνές επαναλήψεις φράσεων τονίζουν όχι μόνο το ιδιαίτερο ηχόχρωμα αλλά και τη μουσικότητά του. Μια μουσικότητα που συχνά παραπέμπει σε μοιρολόι προκειμένου να εκφράσει τη διάχυτη θλίψη για το συνεχές των κοινωνικών αδικιών και των προσωπικών απωλειών.

Η αναδρομική αφήγηση της ηρωίδας εκκινεί από το αφηγηματικό παρόν καθώς η ίδια, υπέργηρη πλέον, διαβιοί μαζί με την αλλοδαπή οικιακή βοηθό της, μια φροντίστρια ηλικιωμένων, που παρακολουθεί εναγώνια τις εξαφανίσεις και τις δολοφονίες άλλων αλλοδαπών γυναικών, το 2019, φοβούμενη ότι πιθανόν να είναι μία από αυτές στο μέλλον. Η γνωστή περίπτωση των γυναικοκτονιών αλλοδαπών εργατριών από τον αξιωματικό «Ορέστη» σόκαρε εκείνη τη χρονιά το νησί καθώς ο δράστης ομολόγησε τις αποτρόπαιες δολοφονίες όχι μόνο πέντε γυναικών, αλλά και 2 μικρών κοριτσιών. Αξίζει στο σημείο αυτό να θυμίσουμε ότι η Κύπρος θέσπισε ως ιδιώνυμο αδίκημα τη γυναικοκτονία, λίγα χρόνια μετά, το 2022. Το γεγονός των γυναικοκτονιών γίνεται ο καμβάς πάνω στον οποίο η Σωτηρίου αριστοτεχνικά κινείται μεταξύ παρόντος και παρελθόντος για να αναδείξει το συνεχές της βίας και της σκληρότητας. Ο κατά συρροήν δολοφόνος πετούσε τα πτώματα των θυμάτων του σε φρεάτια των μεταλλείων και σε λίμνες που το νερό τους είχε γίνει κόκκινο από τα μεταλλεύματα και την τοξικότητά τους. Το σκηνικό των παράλληλων αφηγήσεων είναι επομένως το ίδιο. Οι ντόπιοι μεταλλεργάτες (όπως ο Νικολής, ο σύζυγος της αφηγήτριας), είχαν οδηγηθεί στον θάνατο στην ίδια περιοχή, λόγω της ανυπαρξίας μέτρων ασφάλειας από τους αποικιοκράτες Βρετανούς ιδιοκτήτες. Εκτός από αυτούς και το φυσικό περιβάλλον με τα ποικίλα οικοσυστήματά του οδηγήθηκε στην καταστροφή λόγω της τοξικής σκόνης από τις εκρήξεις στα μεταλλεία και της υπερεκμετάλλευσης του υπεδάφους. Στην παράλληλη ιστορία που αριστοτεχνικά υφαίνει η Σωτηρίου, στον ίδιο χώρο, αυτόν περιμετρικά των μεταλλείων, ανασύρονται νεκρές οι γυναίκες, που ίσως να είχαν σωθεί αν δεν υπήρχε ολιγωρία από τις κυπριακές αρχές στην έρευνα για την ανεύρεσή τους, μια ολιγωρία που οφειλόταν κυρίως στην εθνική τους καταγωγή. Τόσο ο αποθανών σύζυγος της αφηγήτριας και οι συνάδελφοί του όσο και οι σύγχρονες εργάτριες έρχονται αντιμέτωποι/-ες με συνθήκες απάνθρωπης εκμετάλλευσης, εμπεδώνοντας σταδιακά ότι η ύπαρξή τους είναι πράγματι αναλώσιμη και χωρίς αξία. Έχουν αποδεχτεί το αναπότρεπτο των κοινωνικών ανισοτήτων, της κρατικής εγκατάλειψης αλλά και την έλλειψη διεξόδων . Η αφήγηση κινείται διαρκώς μεταξύ των δύο αυτών χρονικών επιπέδων (παρελθόν/ δολοφονίες εργατών – παρόν/ δολοφονίες εργατριών), κοινός άξονας των οποίων είναι οι μνήμες αλλά και η καθημερινότητα της ηλικιωμένης ηρωίδας που ως μόνη παρέα, στη δική της εγκατάλειψη από τα παιδιά της, έχει την οικιακή βοηθό και φροντίστριά της.

Φωτογραφία: Άννα Μαρινάκη

Δύο διαφορετικοί κόσμοι με πολλαπλές ομοιότητες αναδύονται, λοιπόν, μέσα από τη λογοτεχνική πένα: Αφενός, στο μικροεπίπεδο, ο κόσμος της αφηγήτριας και αφετέρου ο κόσμος της φροντίστριας. Στο μακροεπίπεδο, ο κόσμος της αποικιοκρατίας και ο κόσμος της παγκοσμιοποίησης. Κοινό σημείο τους; Η υποτέλεια. Η διαρκής εκμετάλλευση των αδυνάτων, των ευάλωτων, ιδίως των γυναικών, αλλά και η δική τους αναπαραγωγή της αποδοχής αυτής της κατάστασης, βρίσκεται στον πυρήνα του προβληματισμού. Τα νήματα που συνδέουν τις σύγχρονες μορφές υποτέλειας καθώς και η πολλαπλή ετερότητα των θυμάτων (ως προς το φύλο, τη φυλή, τη θρησκεία, την κοινωνική τάξη), άρα και οι πολλαπλές μορφές διάκρισης που υφίστανται, συνιστά αυτό που στην Κοινωνιολογία του Φύλου ονομάζεται Intersectionality (κομβικότητα). Το πολλαπλό «στίγμα» που φέρουν οι Φιλιππινέζες οικιακές βοηθοί λειτουργεί ως κόμβος που παράγει επάλληλες διακρίσεις, δηλαδή παράγει σχέσεις εξουσίας και ανισότητας. Αλλόφυλες, αλλόθρησκες, αλλοεθνείς, φτωχές γυναίκες που διαβιούν εντός του πλαισίου μιας κοινωνίας που, παρά τις αλλαγές της στο οικονομικό επίπεδο, παραμένει παραδοσιακή, άρα ανδροκρατούμενη.

Με τη λογοτεχνική της γραφή, η Σωτηρίου συνδέει αριστοτεχνικά όλα τα παραπάνω πολυσύνθετα ζητήματα που αφορούν στερεότυπα, μεταβλητές της υποτέλειας, εξουσιαστικούς μηχανισμούς, αλλά και τις αμήχανες προσπάθειες επιβίωσης των υποκειμένων ενώ ο κλοιός στενεύει διαρκώς γύρω τους, σε μια αφήγηση ρέουσα χωρίς να φοβάται να αναμετρηθεί με πρόσφατες δυσανεξίες γύρω από θεματικές, ιδίως όσες αφορούν στην έμφυλη προσέγγιση ή στη μη αποδοχή της χρήσης ιδιωμάτων / διαλέκτων.

Εμβόλιμες μεταξύ των κεφαλαίων, όπου η αφηγηματική φωνή ανήκει στην ηρωίδα, εκτείνονται ιδιαίτερα ενδιαφέρουσες αφηγήσεις. Αρχικά η Γένεσις (μια λαϊκή παράφραση, με έντονο το στοιχείο της προφορικότητας, του ομότιτλου πρώτου βιβλίου της Παλαιάς Διαθήκης που καταλήγει, όμως, στη δημιουργία της Κύπρου), έπειτα Τα τέσσερα γένη του ανθρώπου (σαφής διακειμενική αναφορά στα ησιόδεια ανθρώπινα γένη και ιδιαίτερα στο χαλκούν και στο σιδερένιο, δηλαδή στα αφοσιωμένα στην επιβίωση γένη, σε έναν κόσμο όλο και πιο άδικο που μετατρέπει τον άνθρωπο σε ανδράποδον) και Η κεφαλή του Τσατσγουέρθ (βασισμένη στις μαρτυρίες για τη ανεύρεση του σημαντικού χάλκινου γλυπτού και την αδυναμία των εξαθλιωμένων εργατών/τριών να κατανοήσουν τη σημασία της ανακάλυψης). Ακολουθούν Τα πήλινα πλοία του Αγαμέμνονα (που έχει διακριθεί ως κείμενο στο εξωτερικό και έχει μεταδοθεί ως θεατρικό έργο από το BBC, το 2022), ενώ το μυθιστόρημα ολοκληρώνεται με το εξαιρετικό Κοστέσσερα πεθερά και ο χαμός της κορούς, μια ελεγεία για τη πανάρχαιη απώλεια/θυσία των κοριτσιών που συνομιλεί εύστοχα με το motto του βιβλίου το οποίο είναι απόσπασμα από τον Αγαμέμνονα του Αισχύλου και αναφέρει:

Στο στερνό του ήλιου προσεύχομαι το φως,
όσοι θα ʼρθουνε του αφέντη εκδικητές, να ξεπληρώσουν και τον δικό μου φόνο
στους εχθρούς μου, που σκότωσαν μια σκλάβα,
εύκολη πράξη.

Το σχήμα του κύκλου που παρατηρείται ανάμεσα στο motto και στο ελεγειακό καταληκτικό κεφάλαιο τονίζει το συνεχές των γυναικοκτονιών, από τους πανάρχαιους χρόνους έως και σήμερα, και συνδέεται με το συνεχές των ανθρωποθυσιών στον βωμό του κέρδους. Ιδιαίτερη μνεία αξίζει η δομή του βιβλίου καθώς κατορθώνει να υφάνει αριστοτεχνικά τα πολλαπλά νήματα των ποικίλων αφηγήσεων και των πολλαπλών επιπέδων ανάγνωσης.

Η Σωτηρίου σε κάθε νέο βήμα της ανεβάζει διαρκώς τον συγγραφικό πήχη κερδίζοντας το προσωπικό της στοίχημα όχι μόνο της κατάθεσης έργου πάνω σε ενδιαφέρουσα και σύνθετη σύγχρονη θεματική αλλά και το στοίχημα της υψηλής καλλιτεχνικής δημιουργίας χωρίς να συμβιβάζεται σε εκπτώσεις στην ποιότητα της γλωσσικής της έκφρασης.

⸙⸙⸙

[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Φωτογραφία: ©Bruce Davidson. Δείτε τα περιεχόμενα του δέκατου έκτου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]

Σε λίγο καιρό κοντά σας με νέο ηλεκτρονικό τεύχος στο mag.frear.gr

Mag.frear.gr – Τα ηλεκτρονικά μας τεύχη