Μιχάλης Μακρόπουλος, …άμμος, Κίχλη, Αθήνα 2025.
…Άμμος είναι ο τίτλος της νέας νουβέλας του Μιχάλη Μακρόπουλου, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κίχλη. Η «άμμος» ως υλικό σημαινόμενο λειτουργεί ως πολυσήμαντο σύμβολο: παραπέμπει στην παροδικότητα και την εφήμερη φύση του χρόνου και της ζωής, στην αέναη ροή και μεταβολή, στη ρευστότητα αλλά και στην απεραντοσύνη που συνδέεται με την αφάνεια και την ανωνυμία· στην ερημιά και την απομόνωση, στην απώλεια, αλλά και –σε αντιστικτική διάσταση– στην ελπίδα και την υπόσχεση της αναγέννησης. Παράλληλα, υπαινίσσεται τη μικρότητα του ανθρώπου απέναντι στη φύση και τις δυνάμεις της. Το μοτίβο αυτό αποτελεί τον κεντρικό άξονα γύρω από τον οποίο αρθρώνεται η καθημερινότητα και η υπαρξιακή εμπειρία των ηρώων και των ηρωίδων της νουβέλας, ενώ ταυτόχρονα αναδεικνύει ευρύτερες αλήθειες για την ανθρώπινη περιπέτεια και τον ατέρμονα αγώνα της απέναντι στον χρόνο και το άγνωστο.
«Το σεντόνι μ’ έγδερνε, το ’νιωσα να τρίβεται σαν γυαλόχαρτο πάνω στο δέρμα μου. Κόκκοι άμμου ήταν σκορπισμένοι παντού πάνω του» (σ. 18), «Όταν άνοιξε μ’ ορμή την πόρτα, έτριξε η άμμος που ήταν πιασμένη στη χαραμάδα από κάτω», «Μετά σκουπίσαμε. Μαζέψαμε τρία γεμάτα φαράσια άμμο. Ήταν περισσότερη απ’ ό,τι χθες» (σ. 24) «κι άμμος τρύπωνε μες στα παπούτσια μου» (σ. 41). Η «άμμος» του Μιχάλη Μακρόπουλου δεν είναι απλώς ένα υλικό στοιχείο που παρεισφρέει στη ζωή των ηρώων∙ είναι το υπόγειο φιλοσοφικό σχόλιο της νουβέλας, το απτό ίχνος του αοράτου χρόνου. Διαπερνά τον χώρο και τον χρόνο της ιστορίας, τα μικροπράγματα της οικογενειακής ζωής του αφηγητή-πατέρα, τις προσωπικές αλλά και τις συλλογικές στιγμές, ακόμη και τις φιλοσοφικές αναζητήσεις. Είναι αυτός ο «μικρός κόκκος» που υπενθυμίζει στον/στην αναγνώστη/-στρια το ρευστό και το αβέβαιο της ύπαρξης, το «πάντα ῥεῖ» του Ηράκλειτου, αλλά και τη γνώση του αναπόφευκτου τέλους, το σιωπηλό «memento mori», μια υλική ανάκληση του θανάτου εντός του καθημερινού. «Αλλά πάντα θα ’μενε λίγη άμμος εδώ, λίγη εκεί, σαν memento mori που τρίζει σιγανά, κρυμμένη ως και σε μια μέρα ευτυχίας μες στις ζάρες του σεντονιού, στη ράγα του συρταριού, στα σκέλη του ψαλιδιού, από μέσα στη μύτη του παπουτσιού, στον μεντεσέ και στο ανάμεσο δύο σελίδων βαθιά, εκεί που τσακίζει η ράχη του βιβλίου» (σ. 34).
Η ηρακλείτεια κοσμολογία συμπληρώνεται από τη διακειμενική αναφορά στο «Πόπολ Βου, το ιερό κείμενο των Κιτσέ Μάγια» (σ. 57), το οποίο αφηγείται την αέναη διαδικασία καταστροφής και αναδημιουργίας του κόσμου, καθώς και την επίπονη αναζήτηση του νοήματος και της τάξης μέσα από το χάος. Η ρευστότητα της άμμου, που διαχέεται και αναδιαμορφώνεται συνεχώς, παραπέμπει στην αέναη διαδικασία του Πόπολ Βου, όπου η καταστροφή δεν είναι οριστική, αλλά προϋπόθεση για μια νέα γέννηση· ένα διαρκές παιχνίδι νοήματος, φθοράς και ανανέωσης που αναδεικνύεται ως η πιο βαθιά συνθήκη της ανθρώπινης ύπαρξης.
Η άμμος, άλλοτε υλική και απτή, άλλοτε μεταφορική και σχεδόν αόρατη, λειτουργεί ως υπόγειο σύμβολο φθοράς και συνέχειας, μνήμης και λήθης, ευτυχίας και αναπότρεπτης απώλειας. Δεν είναι μόνο σκηνικό, αλλά μια αίσθηση που επιμένει, ένα ίχνος που εισβάλλει αθόρυβα στην καθημερινότητα, για να θυμίσει ότι τίποτα δεν μένει ανέγγιχτο από τον χρόνο. Η άμμος, στην αέναη και αθόρυβη διείσδυσή της, υπονομεύει την ασφάλεια του οικείου χώρου όπως το περιγράφει η θεωρία της ετερότητας του Blanchot, και εγγράφει την εγγενή αβεβαιότητα της ύπαρξης, θέτοντας υπό αίρεση κάθε προσδοκία διάρκειας. Έτσι, η νουβέλα λειτουργεί ως υπαρξιακή αλληγορία: η μικροφυσική του κόκκου καθίσταται μεταφορά για το άπειρο και για την αδιάλειπτη διαπλοκή φθοράς και συνέχειας, ενώ η επιμονή της άμμου μετατρέπει την αφήγηση σε στοχασμό πάνω στον χρόνο, το είναι και το αναπότρεπτο τέλος.
Εάν η άμμος, ως κυρίαρχο μοτίβο, υποβάλλει διαρκώς την αίσθηση της φθαρτότητας, λειτουργώντας ως memento mori, η λογοτεχνία έρχεται να προσφέρει την αναγκαία αντίστιξη, επαναφέροντας την αξίωση της ζωής, το memento vivere. Στη νουβέλα του Μακρόπουλου, η επιθυμία για ανάγνωση εγγράφεται ως πράξη αντίστασης απέναντι στη λήθη και στο αναπόφευκτο του τέλους: «Επιθύμησα να διαβάσω λίγες λέξεις, ένα memento vivere. Έστριψα την καρέκλα μισή στροφή, άπλωσα το χέρι, έπιασα το βιβλίο και τ’ άνοιξα τόσο, ώστε να χαραχτεί στη ράχη του μια τσάκιση σαν σούφρα στο κούτελο του γέρου, εκεί όπου ένα ξερό φύκι ήταν βαλμένο σαν ξεχασμένος σελιδοδείχτης» (σσ. 34-35). Η αναγνωστική πράξη αναδεικνύεται σε τελετουργία ζωής, σε «ξόρκι» απέναντι στην αδήριτη παρουσία του θανάτου: «Πάλι, κόκκοι άμμου έτριξαν εκεί όπου έσμιγαν οι σελίδες: memento mori. Έτσι, διάβασα όπως θα διάβαζα ένα ξόρκιˑ απλώνοντας τις λέξεις πάνω στη βοή της θάλασσας και στ’ άηχο καμπάνισμα του αέρα, που έμπαιναν απ’ το παράθυρο» (σ. 35). Η παλινδρόμηση ανάμεσα στο memento mori και στο memento vivere προσλαμβάνει μορφή εκκρεμούς, σηματοδοτώντας τη θεμελιώδη ανθρώπινη συνθήκη: η συνείδηση της θνητότητας συνεπάγεται την ανάγκη για ζωή, όπως διατυπώνεται και από τον Camus στη φιλοσοφία του παραλόγου. Ο θάνατος δεν ακυρώνει την επιθυμία· την καθιστά πιο επιτακτική.
Την υπαρξιακή αυτή διαλεκτική φωτίζουν και τα ποιήματα της Εύης Λιακέα, από την ανέκδοτη συλλογή Μήνες. Η ποίηση λειτουργεί ως τέχνη της εγρήγορσης: «Άνοιξη πια – /απ’ το μισάνοιχτο παράθυρο/τα πουλιά δεν μ’ αφήνουν/να κοιμηθώ», η οποία θέτει σε πνευματική και φιλοσοφική εγρήγορση και επαγρύπνηση τον αφηγητή. Εδώ η ποίηση, ως «τέχνη του memento vivere», αναλαμβάνει να αφυπνίσει, να κινητοποιήσει την αίσθηση της παρουσίας και της διάρκειας, έστω και στιγμιαίας, απέναντι στην ερημιά που υπαγορεύει η άμμος. Η λογοτεχνία δεν καταργεί το τέλος· το καθιστά ορατό, για να το υπερβεί μέσω της μορφής.
Σε αυτό το πλαίσιο της φθαρτότητας και του χρόνου, όπου η Τέχνη –και ειδικά η λογοτεχνία– λειτουργεί ως αντίδοτο στο memento mori, αναδεικνύοντας το memento vivere, ο Μ. Μακρόπουλος προσφέρει μια ενδιαφέρουσα σύγχρονη αναλογία: το ψηφιακό παιχνίδι «Terraria» (σ. 46). Στον ψηφιακό κόσμο του Terraria, η άμμος δεν είναι απλώς υλικό· γίνεται σύμβολο της αέναης ροής, της δημιουργίας και της καταστροφής που συνυπάρχουν σε έναν μικρόκοσμο χωρίς σταθερότητα. Όπως η άμμος που γλιστρά ανάμεσα στα δάχτυλα, έτσι και ο κόσμος του Terraria χτίζεται και ξαναχτίζεται. Έτσι, το παιχνίδι μεταμορφώνεται σε μια ζωντανή υπενθύμιση του memento vivere –της ανάγκης να ζεις τη στιγμή, να δημιουργείς και να βρίσκεις νόημα παρά τη ρευστότητα και την παροδικότητα που χαρακτηρίζουν την ύπαρξη.
Στην …άμμο το αντιθετικό δίπολο θανάτου- ζωής συμπληρώνεται και με μια ακόμη συμβολική αντίστιξη: νοτιάς-βοριάς. Οι δύο άνεμοι δεν είναι απλώς μετεωρολογικά φαινόμενα· μετατρέπονται σε φορείς υπαρξιακών νοημάτων, σε κώδικες που ερμηνεύουν τον εσωτερικό κόσμο των ηρώων. Η επέλαση και η επικράτηση του νοτιά στη ζωή των χαρακτήρων της νουβέλας σηματοδοτεί την απώλεια της διαύγειας, της καθαρότητας –υλικής και πνευματικής. Ο νοτιάς εισάγει μια αίσθηση αποδιοργάνωσης, μιας θαμπάδας που αγκαλιάζει τα πράγματα και τους ανθρώπους. Υπενθυμίζει το μεταβαλλόμενο της ζωής, την αστάθεια των μορφών, το θολό τοπίο που μπορεί να κυριαρχήσει όταν οι σταθερές καταρρέουν: «Φυσούσε νοτιάς εκείνες τις μέρες στεγνώνοντας τα πάντα, ξεραίνοντάς τα, κάνοντας κάθε χρώμα να ξεθωριάζει σαν της ίριδας σε γέρικο μάτι με καταρράκτη. Ο ουρανός ήταν θολός, τα φύλλα στα δέντρα κρέμονταν άψυχα. Η θάλασσα, από τα παράθυρα ψηλά στην πλαγιά, ήταν μια θαμπή μεμβράνη που απλωνόταν μέχρι λίγο παραμέσα κι έπειτα έσβηνε, ανακατωνόταν με τον ουρανό και γίνονταν ένα, μια βαριά αχλύ.» (σ. 9). Η περιγραφή, με τη δύναμη της εικονοπλασίας, αναδεικνύει πώς ο νοτιάς καταργεί τα περιγράμματα και οδηγεί σε ένα σχεδόν προ-αποκαλυπτικό τοπίο: ουρανός και θάλασσα χάνουν την αυτοτέλειά τους, ανακατώνονται, γίνονται ένα. Αυτή η σύγχυση μορφών λειτουργεί ως υπαινιγμός για την αποδιάρθρωση των βεβαιοτήτων, για τη διάχυση των ορίων ανάμεσα στη ζωή και στην απώλεια. Απέναντι σε αυτή τη θολότητα, ο βοριάς εμφανίζεται ως αντίθετη δύναμη: «[…] είχαν τα περιγράμματα όλα μια καθαρότητα, και τα χρώματα μια λάμψη, κι ο ουρανός ήταν ουρανός και η θάλασσα θάλασσα» (σ. 9). Εδώ, η γλώσσα επιστρέφει στη σαφήνεια, στη διάκριση, στην αποκατάσταση της μορφής. Ο βοριάς λειτουργεί σαν πνοή λύτρωσης· ξαναδίνει στον κόσμο τις γραμμές του, στο φως τη λάμψη του, στα πράγματα την οντολογική τους βεβαιότητα. Είναι ο άνεμος που ξορκίζει τη διάχυση, που αποκαθιστά τη διάκριση μεταξύ ουρανού και θάλασσας, ζωής και φθοράς. Η αντίστιξη νοτιά-βοριά, επομένως, υπερβαίνει το επίπεδο της φυσικής περιγραφής και προσλαμβάνει υπαρξιακή διάσταση. Είναι μια μεταφορά της διαρκούς παλινδρόμησης του ανθρώπου ανάμεσα στη σύγχυση και την καθαρότητα, στο σκοτάδι και στο φως, στον θάνατο και στη ζωή.
Η Άμμος του Μιχάλη Μακρόπουλου είναι μια νουβέλα για τον χρόνο, τη φθορά και την αναζήτηση νοήματος μέσα στη σκόνη των ημερών. Η άμμος, οι άνεμοι, τα μικροπράγματα της καθημερινότητας, συνθέτουν μια ποιητική του εφήμερου, όπου η συνείδηση του τέλους δεν οδηγεί στη σιωπή αλλά στην ανάγκη για λέξεις, για ποίηση, για τέχνη. Αυτό το παιχνίδι ανάμεσα στο memento mori και στο memento vivere δεν έχει τελική λύση· είναι η ίδια η ανθρώπινη συνθήκη. Ο θάνατος παραμένει, όπως και η άμμος, «κρυμμένος ως και σε μια μέρα ευτυχίας»· αλλά και η λογοτεχνία, το βιβλίο με την τσακισμένη ράχη, μένει ως υπόσχεση ζωής. Ίσως εδώ να βρίσκεται το ουσιώδες μήνυμα της νουβέλας: δεν μπορούμε να σταματήσουμε την άμμο, αλλά μπορούμε να διαβάζουμε, να γράφουμε, να αγαπάμε, όσο αυτή τρίζει ανάμεσα στις σελίδες μας.
Βιβλιογραφία
Blanchot, M. (1969). L’entretien infini. Paris: Gallimard.
Camus, Α. (2007). Ο μύθος του Σισύφου. Δοκίμιο για το παράλογο. Μτφρ. Νίκη Καρακίτσου-Ντουζέ & Μαρία Κασαμπάλογλου-Ρομπλέν. Αθήνα: Καστανιώτης. Τίτλος πρωτοτύπου: Le mythe de Sisyphe (Paris: Gallimard, 1942).
⸙⸙⸙
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Φωτογραφία: ©Ηarry Gruyaert. Δείτε τα περιεχόμενα του δέκατου έκτου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]








