frear

Για τη συλλογή «Άδης απαλώς» της Κωνσταντίνας Σιαχάμη – γράφει η Νίκη Μισαηλίδη

Μεταξύ ζωής και θανάτου: Η ποιητική της μετάβασης στον Άδη απαλώς
Κωνσταντίνα Σιαχάμη, Άδης απαλώς, Κίχλη, Αθήνα 2023.

Η ποιητική συλλογή Άδης απαλώς της Κωνσταντίνας Σιαχάμη, που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Κίχλη το 2023, συνιστά μια συνεκτική και βαθιά υπαρξιακή κατάθεση, η οποία δομείται πάνω στο εννοιολογικό δίπολο έρωτας-θάνατος. Η ποιήτρια ανατέμνει το βίωμα της απώλειας και της μνήμης, αναδεικνύοντας τον έρωτα ως κινητήρια δύναμη ζωής, αλλά και ως μέσο συμφιλίωσης με τον θάνατο και προτείνει μια νέα ποιητική σύλληψη, όπου το τέλος και η αρχή, η μνήμη και το σώμα, το φως και η απώλεια, συνυπάρχουν σε μια μεταφυσική ισορροπία που υπερβαίνει την ανθρώπινη λογική.

Η συλλογή αποτελείται από πέντε ενότητες: «Χους εγώ», «Να και ο βαρκάρης», «Τόποι είναι», «Δυο ποιήματα με τον τρόπο της Γ.Μ.» και «Αντί παρόντος, παρελθόν». Η εσωτερική συνοχή των ενοτήτων οικοδομείται πάνω στην έννοια της κυκλικότητας του βίου και στην εναλλαγή παρουσίας-απουσίας, ένα σχήμα που παραπέμπει στην αρχαιοελληνική και ορφική παράδοση της μετενσάρκωσης και της διαρκούς αναγέννησης (Eliade, 1959).

Αγαπημένα οικογενειακά πρόσωπα, –πατέρας, μητέρα, παππούς– συν-ομιλούν με την ποιητική φωνή μ’ έναν τρόπο ανοίκειο, μεταφυσικό κι έντονα υπαρξιακό, όπου η μνήμη, το όνειρο και η απουσία συντίθενται σε μια νέα ποιητική πραγματικότητα. «Συχνά τους βλέπω να μου σφίγγουν το χέρι. Να φωτίζουν ή να ψιθυρίζουν κάτι ζωντανό από το ανοίκειο πηγάδι τους. Οι νεκροί. Γυναίκα, βάλε τα μεταξωτά σου να θροΐζουν όπως το αεράκι δίπλα στη θάλασσα – και τότε το αίμα μου ξαναρχίζει» (σ. 9).

Η ποιητική φωνή στη συλλογή Άδης απαλώς διατηρεί έναν στενό, σχεδόν σωματικό δεσμό με τα πρόσωπα της οικογενειακής μνήμης· ο δε πατέρας αναδεικνύεται σε κεντρική μορφή, ως άξονας συναισθηματικής και υπαρξιακής αναφοράς. Η απώλειά του δεν βιώνεται μέσα από πένθος και παραίτηση, αλλά μεταπλάθεται ποιητικά σε δυνατότητα συνέχειας και η ποίηση λειτουργεί ως ο χώρος για «Μελλοντικές συναντήσεις» (σ. 26):

«Τώρα που σχίζεται η μορφή σου, τώρα που τρίβεται και πέφτει, θα έχουμε πολλές συναντήσεις. Θα μου λες ιστορίες και εγώ θα ακούω. […] Και τον κορμό σου ονειρεύομαι, δεν θέλω να σαπίσει. Να φύονται φύλλα θέλω και πάνω τους να λιάζομαι σαν γάτα».

Έτσι, ο θάνατος δεν ισοδυναμεί με σιωπή ή απώλεια, αλλά γίνεται το έδαφος μιας νέας μορφής επικοινωνίας, ενός ανανεωμένου δεσμού ζωής. Η ποιητική φωνή δεν πενθεί αλλά αντίθετα αναδημιουργεί. Ο θάνατος, σύμφωνα με τη λογική του έργου, δεν συνιστά απουσία αλλά μεταφορά ενέργειας, μια ποιητική μεταμόρφωση που επανασυνδέει τη ζωή με την πηγή της (Jung, 1964).

Η ίδια αυτή ποιητική του θανάτου αποκτά ιδιαίτερο βάθος στην τελευταία ενότητα της συλλογής, «Αντί παρόντος, παρελθόν», αφιερωμένη στους δύο παππούδες της ποιήτριας:

«Στον εκ πατρός παππού μου, που πολέμησε στον Σαγγάριο και αγάπησε παράφορα την Ελένη. Και στον εκ μητρός παππού μου, που πολέμησε στην Αλβανία και η ματιά του σκοτείνιασε όταν έκαψαν ζωντανό τον αντάρτη ανιψιό του Σίμωνα» (σ. 57).

Ο θάνατος αποκτά ιστορική και συλλογική διάσταση· μεταβαίνει από την ιδιωτική σφαίρα της απώλειας στην εθνική και υπαρξιακή μνήμη. Οι δύο μορφές των παππούδων, πολεμιστών σε κρίσιμες στιγμές της ελληνικής ιστορίας, λειτουργούν ως φορείς ενός παρελθόντος που δεν έχει παρέλθει. Η ποιήτρια δεν τους ανακαλεί με νοσταλγία, αλλά με σεβασμό και ευγνωμοσύνη, αποδίδοντας την τραγικότητα της ανθρώπινης μοίρας μέσα από το βλέμμα τους.

Ο έρωτας στην ποιητική συλλογή είναι άμεσα συνυφασμένος με την αίσθηση της αφής. Ιδιαίτερη θέση κατέχει το μοτίβο των χεριών, που υποκαθιστά το βλέμμα και καθίσταται το κατεξοχήν όργανο ερωτικής μνήμης: «[….] Τα χέρια σου – ρίχνουν μια πρέζα τσαγιού στον ύπνο μου, με διαπλέουν, μου χαρίζουν ιπποτικούς θριάμβους. Χέρια δόρατα, δόρατα που σφυρίζουν» (σ. 12). Σε άλλα, πάλι, πεζοποιήματα τα χέρια και τα δάχτυλα συμπλέκονται με τα μάτια και ο μηχανισμός της μνήμης έρχεται να ανασύρει το ερωτικό συναίσθημα, όπως αποτυπώνεται από την ποιήτρια στο ποίημα με τίτλο «Με τον τρόπο των γραφών» (σ. 46):

«Α μπε μπα μπλομ και βγήκες. Του κείθε μπλομ σ’ αγάπησα. Με τον τρόπο των γραφών ως την πόρτα του κελιού μου. Για τα ωραία σου δάχτυλα. Όχι πως ξεχνώ τα μαύρα σου μάτια. Από κοντά μύριζες χώμα, χώμα και βορινό παράθυρο.[…]».

Σε αρκετά ποιήματα, η Σιαχάμη αναδεικνύει την υπεροχή της αφής έναντι της όρασης, μετατοπίζοντας το επίκεντρο της ερωτικής εμπειρίας από την απόσταση της θέασης στην εγγύτητα της σωματικής επαφής. Η ερωτική έλξη αποκτά έτσι υλική υπόσταση, εκφρασμένη μέσα από τη δυναμική των χεριών, που γίνονται φορείς μνήμης, πάθους και παρουσίας:

«[…] Οκτώ χρόνια αργότερα, όταν με ρώτησε ο ποιητής τι χρώμα έχουν τα μάτια σου, εγώ του είπα για τα φίνα δάχτυλά σου, πάνω μου. Που ακόμα τρέχουν, με ταχύτητα μεγαλύτερη κι απ’ το φως»./Τα μάτια σου δεν τα πρόσεξα ποτέ». (σ. 49)

Η μεταπλαστική δύναμη του έρωτα, η ικανότητά του δηλαδή να υπερβαίνει το αισθητό και να αναβαθμίζεται σε ποιητική ουσία, αποτυπώνεται χαρακτηριστικά στο ποίημα «Αφροδίτη» (σ. 37). Εδώ, ο έρωτας προσωποποιείται και ταυτίζεται με την ίδια την ποιητική πράξη. Η ερωτική σχέση ανάγεται σε μεταποιητική διαδικασία, όπου το υποκείμενο μεταμορφώνεται μέσα από την εμπειρία του πόθου σε γλωσσικό και ποιητικό σώμα. Η Αφροδίτη δεν είναι πλέον θεότητα της σάρκας αλλά συμβολική μορφή της έμπνευσης, που «αρωματίζει» και «χρωματίζει» τον λόγο, καθιστώντας τον φορέα μιας υπερβατικής αισθητικής συγκίνησης:

«Με ακολουθείς. Με τη φωνή Ανατολίτη προγόνου. Μου αρωματίζεις τα βλέφαρα, μου ψηλώνεις τις γάμπες. Λες και οι ανθρώπινες ομορφιές περνούν μονάχα από δω. Εντέλει, έγινες αφήγημα. Υπέροχη βαφή. Πρέζα παχύρρευστού πρωινού. Τρύπα βελόνης όπου πέρασε η κάμηλος».

Η ποιητική φωνή στην ποιητική συλλογή Άδης απαλώς συνδιαλέγεται ενεργά με ένα ευρύ φάσμα λογοτεχνικών, εικαστικών και πολιτισμικών αναφορών, συγκροτώντας ένα πολυεπίπεδο πεδίο διακειμενικότητας και διακαλλιτεχνικού διαλόγου. Η Σιαχάμη εντάσσει έργα τέχνης και δημιουργούς σε ένα δυναμικό «συμβάν» συνάντησης, όπου ο έρωτας, ο θάνατος και το σώμα αναπλάθονται μέσα από την αφή, τη μνήμη και τη φαντασία. Από τον εξπρεσιονιστή ζωγράφο Χαΐμ Σουτίν και τη «Γυναίκα σε πράσινο» (σ. 47) έως το Τσάι στη Σαχάρα (σ. 35), τα Ανεμοδαρμένα ύψη (σ. 38), τις Νύχτες της Καμπίρια του Φελίνι (σ. 55) και τις Λευκές νύχτες του Ντοστογιέφσκι (σ. 55) η ποιήτρια οικοδομεί μια διαπολιτισμική συνομιλία που διαχέει την υποκειμενικότητα της ποιητικής φωνής μέσα σε αλλότριες μορφές και καλλιτεχνικές γλώσσες. Παράλληλα, η συνοδοιπορία με τον Άρθουρ Ρεμπώ (σ. 15), την Αν Σέξτον (σ. 17) και την Αχμάτοβα σηματοδοτούν μια τολμηρή μορφή ενσώματης διακειμενικής μεταμόρφωσης. Η επινόηση της επιστολικής συνομιλίας μεταξύ της Νατάλιας Κωνσταντίνοβα και του Ντοστογιέφσκι (σσ. 28-31), όπως και ο διάλογος με τη Μάτση Χατζηλαζάρου (σ. 43), αναδεικνύουν έναν ποιητικό εσωτερικό μηχανισμό, μέσω του οποίου η Σιαχάμη συνομιλεί όχι μόνο με τα έργα αλλά και με τις εσωτερικές βιογραφίες των δημιουργών τους. Οι επιρροές από την ελληνική μυθολογία «Είσαι Στυξ που σβήνει και λάμπει. Είσαι η Άτροπος τη λάθος στιγμή – και εγώ βουτάω ανάμεσά σας κρατώντας την ανάσα μου σαν δύτης» (σ. 23) και τη δημοτική ποίηση («[…] έξω ο Μαύρος τον αέρα σπιρουνίζει») (σ. 25) συμπλέκονται στο ποιητικό σύμπαν της συλλογής. Έτσι, ο Άδης απαλώς μετατρέπεται σε χώρο όπου οι τέχνες αλληλεπιδρούν με τη μνήμη και τη σωματικότητα, συγκροτώντας ένα πολυσύνθετο δίκτυο πολιτισμικών αντηχήσεων που φωτίζουν εκ νέου τα υπαρξιακά μοτίβα της συλλογής.

Η γραφή της Κωνσταντίνας Σιαχάμη χαρακτηρίζεται από λιτότητα και πύκνωση. Ο τίτλος Άδης απαλώς εμπεριέχει ένα οξύμωρο: ο Άδης, κατεξοχήν τόπος σκότους, μετασχηματίζεται σε τόπο φωτός, όπου η ποίηση απαλύνει την τραχύτητα της απώλειας και της φθοράς. Η ποιήτρια, μέσα από μια διακριτική μεταφυσική αισθητική, επιτυγχάνει να συμφιλιώσει το αναπόφευκτο με το τρυφερό, τον θάνατο με τη μνήμη, τον έρωτα με την ανάσταση της εμπειρίας.

«Αύγουστος. Χρυσό φως και συκόγαλα. Βραδιάζει κι εσύ ετοιμάζεσαι. Έναστρο χώμα, σου λέω. Έναστρο χώμα, επιμένω» (σ. 24)

Βιβλιογραφία

Eliade, Mircea (1959). Cosmos and History. The Myth of the Eternal Return. New York: Harper Torchbooks.

Jung, Carl Gustav (1964). Man and His Symbols. New York: Doubleday.

⸙⸙⸙

[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Φωτογραφία: ©André Gelpke. Δείτε τα περιεχόμενα του δέκατου έκτου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]

Σε λίγο καιρό κοντά σας με νέο ηλεκτρονικό τεύχος στο mag.frear.gr

Mag.frear.gr – Τα ηλεκτρονικά μας τεύχη