Σύνθεση και πυκνότητα
Μιχάλης Μοδινός, Η υπόθεση της Ερυθράς Βασίλισσας, εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα 2025.
Προσπαθώντας να γράψω δυο λόγια για το βιβλίο του Μιχάλη Μοδινού Η υπόθεση της Ερυθράς Βασίλισσας δυσκολεύτηκα με την ιδέα πως πρέπει να μιλήσω, να περιγράψω, έναν τόσο σύνθετο και πολυσχιδή συγγραφέα, ο οποίος κι εδώ, αλλά και σε όλα τα προηγούμενα βιβλία του, έχει μια μεγάλη γεωγραφική και θεματική γκάμα και, συγχρόνως, και φυσικά αυτό είναι το σημαντικότερο, έχει ένα τελείως ιδιοσυγκρασιακό και αναγνωρίσιμο ύφος, το οποίο δίνει μια ιδιαίτερη υπόσταση σε κάθε φράση του, ένα ύφος με τη σφραγίδα Μοδινός, θα έλεγα. Πόσο εύκολο λοιπόν είναι να περιγράψεις αυτό το ύφος;
Παλιότερα έχει γράψει σπουδαία μυθιστορήματα και τώρα, με αυτή τη δεύτερη συλλογή, φαίνεται να εγκαθίσταται για τα καλά στο διήγημα. Διαβάζοντας βέβαια τις αφηγήσεις του έχει κανείς την εντύπωση πως θα μπορούσαν να αποτελέσουν τη βάση, το προσχέδιο για κάτι μεγαλύτερο. Πάντως το διήγημα είναι ένα είδος που μάλλον του επιτρέπει να γίνει λίγο πιο προσωπικός, κι εδώ νομίζω πως είναι πιο προσωπικός από ποτέ, εστιάζοντας σε μικρές καθημερινές στιγμές των ηρώων του, δίνοντας υπόσταση σε αυτές, καθώς είναι πεπεισμένος πως «η ζωή πρέπει να μιμείται τη λογοτεχνία και όχι το αντίστροφο, αφού μακροσκοπικά ιδωμένη, η ζωή δεν είναι παρά μια διαδοχή πληκτικών στιγμών που μόνο η λογοτεχνία μπορεί να τους προσδώσει κάποιο ενδιαφέρον», όπως βάζει έναν ήρωά του να λέει. Εστιάζοντας πάνω στο ελάχιστο, σε μια χειρονομία, σε μια καθημερινή τελετουργία, σε μια στιγμή σιωπής, ενσωματώνει τις στιγμές αυτές σε αφηγήσεις που μοιάζουν ως απόσταγμα ζωής, συνομιλώντας διαρκώς με τον τόπο, τον χρόνο αλλά και με τον εαυτό, καθιστώντας αυτές τις στιγμές μοναδικές και άξιες λόγου αλλά και αναδημιουργώντας μια νέα πραγματικότητα νοητικής, συναισθηματικής και αισθητηριακής κατάστασης έχοντας όλα τα όπλα του στη φαρέτρα: διεισδυτική ματιά, ευφυΐα, κυνική στοχαστική διάθεση, βιτριολικό χιούμορ, υφέρπουσα μελαγχολία που υποτάσσει κάθε διάθεση κίνησης και φυγής σε μια πολυσήμαντη διαδοχή συναισθημάτων, σαρκασμό που απεχθάνεται τα στρογγυλέματα και δεν υποτάσσεται εύκολα σε κανόνες καθωσπρεπισμού και πολιτικής ορθότητας, συναρπαστικές περιγραφές της φύσης –για τη σχέση του Μοδινού με τη φύση πρέπει να σταθεί κανείς περισσότερο βέβαια–, εκτενείς διαλογικές σκηνές όπου σύνθετες σκέψεις διατυπώνονται με τον πιο αβίαστο τρόπο, διακειμενικότητα. Όχι μια διακειμενικότητα αυθαίρετη, όχι μια διακειμενικότητα επίδειξη γνώσεων αλλά μια διακειμενικότητα αναφορά σε συγγραφείς που αγαπάει –προφανώς είναι και δεινός αναγνώστης δεν γίνεται αλλιώς–, σε συγγραφείς με το έργο των οποίων συνομιλεί. Αντιλαμβάνεται τη λογοτεχνία του σαν οργανικό κομμάτι ενός παγκόσμιου πεδίου, όπου το έργο του κάθε συγγραφέα συνομιλεί με αυτό των υπολοίπων. Είναι πολύ χαρακτηριστικό το διήγημα «Ντε Λίλλο ΙΙ» –είχε προηγηθεί το «Ντε Λίλλο Ι»– ένα από τα πιο ενδιαφέροντα της συλλογής όπου βλέπουμε τον ήρωα –και μάλλον alter ego του συγγραφέα σε νεανικότερη εκδοχή του– να συναντά σε μια ταράτσα κάτω από τον Λυκαβηττό κατά το τέλος της δεκαετίας του ‘80 τον μεγάλο Αμερικανό συγγραφέα, δημιουργώντας έναν απολαυστικό διάλογο μεταξύ τους ή και μονόλογο, μιας και μάλλον ο Ντε Λίλλο μιλάει περισσότερο, αναπτύσσοντας τις απόψεις του περί ελληνικού πολιτισμού και υποτέλειας, αλλά και προτρέποντας τον νεαρό επίδοξο συγγραφέα να μην αναλωθεί σε «τοπικά δεδομένα» όσον αφορά τα θέματά του – κάνοντας μάλιστα και μια καταπληκτική αναφορά στο Κιβώτιο του Άρη Αλεξάνδρου που το παραλληλίζει με το Καθώς ψυχορραγώ του Φώκνερ. Άσε τα τοπικά θέματα, του λέει λοιπόν ο Ντε Λίλλο, πράγμα που μάλλον ο Μοδινός ακολούθησε κατά γράμμα και σήμερα θα μπορούσε να χαρακτηριστεί μακράν ο πιο κοσμοπολίτης από τους Έλληνες συγγραφείς. Της γενιάς του, τουλάχιστον, σίγουρα.
Αλλά και το εναρκτήριο εξαιρετικό διήγημα της συλλογής «Ένα Νόμπελ για τη Ρεμέδιος» είναι ένας διάλογος με τα Εκατό χρόνια μοναξιά του Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες. Διαδραματίζεται στην Κολομβία, στην Καρταχένα ντε Ίντιας, τη μέρα της απονομής του Νόμπελ στον Μάρκες. Είναι η συνάντηση σ’ ένα μπαρ του ήρωα-αφηγητή και της (παλιάς, γνωστής) Ρεμέδιος Μπουενδία, μιας γυναίκας, η ομορφιά της οποίας, όπως λέει ο ίδιος ο αφηγητής, «καταργεί την πάλη των τάξεων». Η σύνδεση των δύο υπερβαίνει τους περιορισμούς, υπερβαίνει τις συμβάσεις του τόπου και του χρόνου και διαρκεί εκατό χρόνια και μάλιστα στο φανταστικό εμβληματικό Μακόντο. Ένας φόρος τιμής, με άλλα λόγια, στον μαγικό ρεαλισμό και στον Μάρκες. Μια λογοτεχνική συνομιλία.
Στα περισσότερα αν όχι σε όλα τα διηγήματα του Μοδινού δεν υπάρχει πλοκή ή η πλοκή είναι υποτυπώδης, δεν υπάρχει δράση. Τα πράγματα απλώς συμβαίνουν. Συμβαίνουν από μόνα τους. Δεν χρειάζονται τη συνεπικουρία κανενός. Και ο έρωτας συμβαίνει, όπως συμβαίνει και η ματαίωσή του.
Ο έρωτας, στις ανεξάντλητες εκδοχές του, είναι ο συγκολλητικός ιστός των διηγημάτων του Μοδινού. Ο έρωτας που καταλήγει είτε στην εκπλήρωση –ό,τι κι αν μπορεί να σημαίνει αυτό– είτε στην προδοσία, είτε στη διάψευση. Ο έρωτας που –όπως λέει στο διήγημα «Περί ατομικής ευθύνης» – κάνει το μέλλον να δείχνει εφικτό, «δίνει κατεύθυνση στα πράγματα». Διαβάζοντας το βιβλίο αναρωτιόμουν αν ο σημερινός νεαρός αναγνώστης θα μπορέσει να αναγνωρίσει όχι τις καταστάσεις του βιβλίου, αλλά την ατμόσφαιρά του. Γιατί οι ήρωες του Μοδινού μ’ αυτή την υλική τους διάσταση, την αιμάτινη, τη λάγνα, τη γεμάτη φαντασιώσεις, τη γήινη αλλά και υπερβατική ταυτόχρονα με έναν τρόπο, με αυτήν την ποιότητα της επιθυμίας τους, είναι μιας άλλης εποχής θα μπορούσα να πω και μιλώντας αναγκαστικά κάπως σχηματικά. Όχι όμως επειδή ο συγγραφέας δεν μπορεί να ακολουθήσει την εποχή. Τουναντίον. Μάλλον γιατί η εποχή έχει αλλάξει άρδην. Οι ήρωες του Μοδινού βουτάνε στην επιθυμία δίχως να υπολογίζουν κοινωνικές συμβάσεις και ορθολογικούς υπολογισμούς, οδηγούνται από ένστικτα, ίσως σκοτεινά ορισμένες φορές, αρέσκονται σε έναν ρομαντικό μηδενισμό. Η σημερινή στρογγυλεμένη εποχή δεν ξέρω αν τους χωράει. Από την άλλη είναι δύσκολο να κάνεις αξιολογικές κρίσεις για μια εποχή που έχει επηρεαστεί από τις σπουδαίες, κατά τη γνώμη μου, κατακτήσεις του κινήματος MeToo. Δεν ξέρω, μάλλον δεν υπάρχουν εύκολες απαντήσεις. Αυτό που ξέρω σίγουρα είναι πως οι ήρωες του Μοδινού έχουν τη γοητεία μιας διαχρονικής και καθολικής υπόστασης. Οι ήρωές του είναι εξαιρετικά πολύπλοκοι –και πολυσήμαντοι και αντιφατικοί–παραμένοντας γοητευτικοί κι εκεί είναι που έγκειται η αξία τους. Δεν επιδιώκουν την πτώση, αλλά δεν τη φοβούνται κιόλας. Άλλωστε αυτή είναι προδιαγεγραμμένη. Η ίδια η εποχή της Δύσης μοιάζει να βρίσκεται σε διαρκή πτώση.
Ο Μοδινός έχει μια θαυμαστή ικανότητα να μιλά ταυτόχρονα για το σύγχρονο και το διαχρονικό. Να συνδέει την προσωπική περιπέτεια του καθενός με τη γενικότερη κατάσταση του σύγχρονου ανθρώπου: το λέει ο αφηγητής στο διήγημα «Φθινόπωρο ή Μνήμα ίσον Μνήμη», ένα από τα ωραιότερα της συλλογής με συγκλονιστικές περιγραφές της φύσης. Λέει λοιπόν ο ήρωας: «κάθε μας πράξη είναι μια επιλογή για τον κόσμο όλο». Όλα είναι αλληλένδετα. Κι όσο καλύτερα ξέρει και αναλύει τις πολιτισμικές διαφορές μεταξύ των λαών τόσο πιο αβίαστα καταλήγει στο συμπέρασμα πως η ανθρώπινη περιπέτεια είναι μία.
Ο Μοδινός μιλάει για την καθημερινότητα του 21ου αιώνα, για τον τρόπο που αυτή συναντιέται με τα μεγάλα πολιτιστικά και οικολογικά ζητήματα. Μιλάει για τα προβλήματα, τις αντιφάσεις και τα αδιέξοδα του σύγχρονου δυτικού πολιτισμού, σχολιάζει τα περασμένα αλλά και τα σύγχρονα. Πολλές αναγνωρίσιμες σύγχρονες καταστάσεις περνάνε από τις σελίδες του με το πραγματικό τους όνομα. Όλα αυτά όμως με τον τρόπο της λογοτεχνίας. Ο σκοπός δεν είναι να καταγγείλει τα κακώς κείμενα –όχι πως δεν το κάνει κι αυτό, το κάνει και μάλιστα με βιτριολική ακρίβεια, ενίοτε γκρινιάζει κιόλας παραμένοντας όμως πάντα λογοτεχνικά κομψός και ακριβής–, όπως και να ’χει, γράφει μ’ έναν εντελώς δικό του τόνο –που δεν είναι εύκολο να περιγράψεις όπως είπα και πριν–, με μια πλούσια και ρωμαλέα γλώσσα που δεν φοβάται τα στολίδια –θα μπορούσε να μελετήσει κανείς το πώς χρησιμοποιεί τα επίθετα στα κείμενά του–, με μακροσκελείς προτάσεις, με διαλογικά μέρη τα οποία εντάσσει μέσα στην αφήγηση, αντικαθιστώντας την όποια πλοκή. Και το αποτέλεσμα είναι η πυκνότητα. Κάθε σκέψη του περικλείει τον πλούτο προηγούμενων σκέψεων. Κάθε φράση του το ίδιο.
Δεν έχει μόνο ενημέρωση και πλούτο γνώσεων, έχει και τον τρόπο να τα μετουσιώνει όλα αυτά σε λογοτεχνία. Η παρατηρητικότητα του επίσης τσακίζει κόκκαλα. Ακτινογραφεί τους πάντες και τα πάντα. Και δεν μασάει τα λόγια του. Αλλά δεν ξεφεύγει ποτέ από τον έναν και μοναδικό του στόχο: να γράψει λογοτεχνία υψηλής θερμοκρασίας και υψηλού αισθητικού αποτελέσματος. Και το καταφέρνει και με το παραπάνω.
⸙⸙⸙
[Το κείμενο διαβάστηκε σε παρουσίαση του βιβλίου στον Ιανό. Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Φωτογραφία: ©Harry Gruyaert. Δείτε τα περιεχόμενα του δέκατου έκτου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]









