Η πολλαπλότητα των φωνών και η κυκλικότητα της πλοκής
στο μυθιστόρημα της Αμάντας Μιχαλοπούλου
Το μακρύ ταξίδι της μιας μέσα στην άλλη
Στο κείμενό της «Toward a Feminist Narratology» [1] η Susan S. Lanser είχε επιχειρήσει μια τολμηρή παρέμβαση στον χώρο της θεωρίας της λογοτεχνίας ισχυριζόμενη ότι η επιστήμη της αφηγηματολογίας χρειάζεται να λάβει επιτέλους υπόψη της το φύλο, καθώς αντικείμενο της μελέτης της αποτελούσαν κυρίως κείμενα ανδρών: ο Genette βασίστηκε στον Proust, ο Greimas στον Maupassant, ο Barthes στον Balzac και ο Todorov στο Δεκαήμερο του Βοκάκιου. Έκτοτε πλήθος μελετητών/τριών εστίασαν το ενδιαφέρον τους στις αφηγηματικές επιλογές γυναικών συγγραφέων, από τον Robyn R. Warhol που ασχολήθηκε με το βικτωριανό μυθιστόρημα έως την Ruth E. Page που εξέτασε τη σχέση του φύλου με τη «δημιουργική πλευρά» της αφήγησης. Αυτό που πρότεινε η Lanser στο παραπάνω εμβληματικό της δοκίμιο, είναι να «ενταχθούν τα γυναικεία κείμενα στον ιστορικό κανόνα της αφηγηματολογίας» με στόχο να καταδειχθεί πώς το φύλο επηρεάζει τις αφηγηματικές επιλογές, όπως είναι για παράδειγμα η φωνή του αφηγητή ή η κατασκευή της πλοκής. Υποστηρίζει δε ότι ο φεμινισμός μπορεί να ωφεληθεί πολύ από την επιστήμη της αφηγηματολογίας, γιατί αυτή παρέχει εργαλεία συστηματικής ανάλυσης (φωνή, εστίαση, πλοκή) που μπορούν να φωτίσουν σε βάθος τη γυναικεία γραφή.
Με εφαλτήριο το κείμενο της Lanser θα προσπαθήσω να δείξω πώς οι αφηγηματικές επιλογές της Αμάντας Μιχαλοπούλου στο τελευταίο της μυθιστόρημα Το μακρύ ταξίδι της μιας μέσα στην άλλη (Πατάκης, 2025), φωτίζουν σε βάθος τη γυναικεία εμπειρία που βιώνεται μέσα από πολλαπλούς ρόλους: της μητέρας, της κόρης, της αδελφής, της φίλης, της κοινής θνητής και της Παναγίας.
Η Μιχαλοπούλου επιλέγει εδώ την πρωτοπρόσωπη αφήγηση και ξεκινά το μυθιστόρημά της με μία εξομολόγηση σε χαμηλή ένταση: «ένα βράδυ που δεν μπορούσα να κοιμηθώ ξεκόλλησε από το σκοτάδι μια γυναίκα που έμοιαζε στην Παναγία». Ξέρει μάλιστα πολύ καλά πώς να κερδίσει το ενδιαφέρον του αναγνώστη από την αρχή της ιστορίας: στα όνειρα της ηρωίδας της η Παναγία εμφανίζεται με «ρόμπα τιγρέ, πάνω από το βελούδινο νυχτικό» της, εικόνα που αιφνιδιάζει καθώς το ιερό αρχέτυπο της αγνής και πονεμένης μητέρας τοποθετείται σε ένα πλαίσιο οικειότητας και ελαφρώς κιτς αισθητικής. Η ηρωίδα-αφηγήτρια απευθύνεται στον αναγνώστη στα πλαίσια μιας συγκεκριμένης χρονικής συγκυρίας: βρίσκεται στην εμμηνόπαυση οπότε υποφέρει από αϋπνίες, φοβάται την οστεοπόρωση και κάθε βράδυ κοιμάται στον «τάφο του διπλού κρεβατιού» με τον άντρα της να ροχαλίζει. Η αφηγηματική φωνή συνδέεται με τον πραγματικό κόσμο του γυναικείου φύλου και το αφηγηματικό πλαίσιο γίνεται η ευκαιρία για να αναδειχθεί ένα θέμα ταμπού, αφού κοινωνικά η εμμηνόπαυση στιγματίζεται ως «έλλειμμα» ενώ λογοτεχνικά, από όσο τουλάχιστον είμαι σε θέση να γνωρίζω, το θέμα εμφανίζεται σποραδικά και έμμεσα, μέσα από αφηγήσεις που αφορούν κυρίως τη γήρανση του γυναικείου σώματος τόσο στην ελληνική (Μάρω Βαμβουνάκη, Ρέα Γαλανάκη, Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ) όσο και στην παγκόσμια λογοτεχνία (Doris Lessing, Margaret Atwood, Angela Carter). Η Μιχαλοπούλου αρθρώνει έναν τολμηρό λογοτεχνικό λόγο γύρω από αυτή την εμπειρία και μας δείχνει επιτέλους τον δρόμο της απενοχοποίησης.
Ο λόγος στο μυθιστόρημα δεν είναι μονοφωνικός. Η αφηγήτρια δεν διαλέγεται με τον εαυτό της, αλλά με μια πληθώρα γυναικείων φωνών πολλαπλασιάζοντας έτσι τη γυναίκεια εμπειρία. Ενθέτει στην αφήγηση πλήθος διαλόγων με την Παναγία, τους οποίους και καταγράφει στο ημερολόγιο των ονείρων της: συζητούν για την καθημερινότητα με τους συζύγους τους, για τη φιλία, διαφωνούν για το πώς πρέπει να ντύνεται μια ώριμη γυναίκα – η ηρωίδα ισχυρίζεται ότι «δεν υπάρχουν πια ηλικίες», ενώ η Παναγία την προτρέπει να ντύνεται σύμφωνα με την ηλικία της – διαφωνούν για τη σχέση της θρησκευτικής πίστης με την τέχνη. Συζητούν ακόμη και για τον έρωτα. Στον ισχυρισμό μάλιστα της ηρωίδας ότι έρωτας «είναι να κυλιέσαι στα σεντόνια και να αναστενάζεις», η Παναγία της προσάπτει ότι «σπαταλά όλο τον αισθησιασμό της στους άντρες». Τα αποσπάσματα από το ημερολόγιο ονείρων της ηρωίδας-αφηγήτριας που εγγράφονται στο μυθιστόρημα, αναδεικνύουν το «άρρητο» της γυναίκας – τα συναισθήματα, τους φόβους, τις επιθυμίες, τις κρυφές φαντασιώσεις – και γίνονται εργαλείο ανάδειξης της παραγκωνισμένης από την κυρίαρχη πατριαρχική αφήγηση, γυναικείας υποκειμενικότητας. Τον ίδιο στόχο υπηρετούν και οι επιστολές που εγκιβωτίζονται στο μυθιστόρημα. Θα σταθώ στις επιστολές που λαμβάνει η ηρωίδα από τη μητέρα και την κόρη της, γιατί ως φορείς του «εσωτερικού/ιδιωτικού» γυναικείου λόγου αναδεικνύουν ένα θεμελιακό ζήτημα: τη διαχείριση της αλήθειας μέσα από τη λογοτεχνία και τη μητρότητα. Η μητέρα ζητά από τη συγγραφέα κόρη της να μην εκθέτει την οικογένεια μέσα από τη γραφή της: «γιατί πρέπει να μιλάς για την οικογένειά μας στα βιβλία σου;». Η κόρη, από την άλλη, της ζητά να εκθέσει (να παραδεχτεί) τα μητρικά της λάθη μέσα από τον διάλογο: «θα ήθελα να έρθεις αντιμέτωπη με τον εαυτό σου ως μια μητέρα που έκανε λάθη,(…), δεν σου ζητώ να νιώσεις ενοχές, (…), ή να ζητήσεις συγγνώμη σε αυτή την κόρη. Θα ήθελα απλώς, (…) να κάτσεις μαζί της και να μιλήσετε.» Η μητέρα της ηρωίδας δυσκολεύεται να αποδεχτεί τον ρόλο της ως αντικείμενο έμπνευσης ή πηγή πόνου για την κόρη της, ενώ η ηρωίδα δυσκολεύεται με τη σειρά της να παραδεχτεί τα λάθη της ως μητέρα, όπως προκύπτει από την επιστολή της κόρης της: «Πιστεύω ότι η δυσκολία να αντιμετωπίσεις αυτό τον εαυτό είναι ιδιαίτερα εμφανής κάθε φορά που συζητάμε κάτι προς αυτή την κατεύθυνση και με ρωτάς με απελπισία: – Κλάρα πες μου τι έκανα λάθος;». Οι επιστολές καθρεφτίζουν την ένταση στη σχέση μάνας και κόρης και αποκαλύπτουν το διαγενεακό μοτίβο της άμυνας και της δυσκολίας παραδοχής των λαθών από την πλευρά μιας μητέρας. Λειτουργούν δε σαν μια μορφή «κλειστής» αφήγησης ή «εμπιστευτικής εξομολόγησης», η οποία ιστορικά έχει συνδεθεί με τον τρόπο που οι γυναίκες συγγραφείς εισήγαγαν τον εαυτό τους στη λογοτεχνία.
Η γυναικεία φωνή μεταφέρεται στο μυθιστόρημα της Μιχαλοπούλου και μέσα από συνεντεύξεις που ενθέτει στο έργο της, ένα είδος που θεσμικά έχει συνδεθεί κυρίως με ανδροκρατούμενα πρότυπα. Οι συνεντεύξεις της μητέρας της Ελένης Τοπαλούδη, μιας αφγανής προσφύγου ή της Κριστίν, που η μητέρα απήχθη και δολοφονήθηκε άγρια, διαφοροποιούνται άρδην από το τυπικό μιας δημοσιογραφικής συνέντευξης. Η δομή είναι χαλαρή, ο λόγος ρέει ελεύθερα και το ύφος είναι κατεξοχήν βιωματικό. Οι γυναίκες μιλούν σαν χαρακτήρες μυθιστορήματος, δεν δίνουν πληροφορίες, δεν κάνουν δημόσιες δηλώσεις, αλλά εξομολογούνται και αυτοερμηνεύονται. «Δεν θα ήξερα πώς να είμαι καλή μητέρα για ένα παιδί μετά την ηλικία των οκτώ ετών. Κι έπειτα με τρομάζει η ιδέα μιας κόρης, το γεγονός ότι δεν θα μπορούσα να την προστατεύσω», λέει η Κριστίν. Ο λογοτεχνικός λόγος της δημόσιας μαρτυρίας των γυναικών συνυπάρχει με τον ιδιωτικό λόγο των επιστολών για να κατασκευάσουν ένα κείμενο στο οποίο η γυναικεία φωνή αποκτά βαρύτητα και ορατότητα.
Η Μιχαλοπούλου δεν περιορίζεται μόνο στην αποτύπωση πολλαπλών γυναικείων φωνών στο έργο της, αλλά κατασκευάζει και μια ερευνητική, ενίοτε τολμηρή, ειρωνική αφηγηματική φωνή ως μέσο εναντίωσης στον κυρίαρχο ανδρικό λόγο. Χρησιμοποιώντας άμεσες ή έμμεσες διακειμενικές αναφορές από το έργο των Τζωρτζ Στάινερ, Λακάν και Φρόυντ, τοποθετείται κριτικά απέναντι στην ανδροκεντρική θέαση της γυναικείας εμπειρίας. Ειρωνεύεται, για παράδειγμα, τον Φρόυντ, ο οποίος ερμήνευσε την «υστερία» των γυναικών – βάζει μάλιστα τη λέξη σε εισαγωγικά δηλώνοντας έμμεσα ότι την αμφισβητεί – με όρους παθολογίας χωρίς να την δει ως πολιτικοκοινωνική αντίδραση: «Ο Φρόυντ πάλι έλεγε πως ο πολιτισμός έγινε βαθμιαία δουλειά των αντρών, κι έτσι οι γυναίκες αισθάνθηκαν εχθρικά απέναντί του. Δεν σκέφτηκε την «υστερία» τους ως αντίδραση στον αποκλεισμό». Παρομοίως, η κεντρική αφηγηματική φωνή τοποθετείται κριτικά και απέναντι στον Λακάν προβάλλοντας εμφατικά την αδυναμία της παντογνωσίας των ανδρών σε ζητήματα που αφορούν τη γυναικεία εμπειρία. Παραθέτω την αντίδραση της αφηγήτριας στην άποψη του Λακάν ότι η εμπειρία του θηλασμού είναι φορτισμένη με μια πρωτογενή μορφή απόλαυσης: «Τι να του πει; Ότι αδειάζει τον εαυτό της μέσα στην κόρη της; Κι ότι μαζί με το γάλα φοβάται μήπως της μεταγγίζει πηγμένο εκνευρισμό και αμφιβολία; Τι να του πει; Κοιταζόμαστε; Ονειρευόμαστε την παραδείσια ζωή;»
Σύμφωνα με την Lanser ένα ακόμη πεδίο στο οποίο αξίζει να σταθούν οι αφηγηματολόγοι, είναι ο τρόπος που πολλές γυναίκες συγγραφείς χειρίζονται την πλοκή. Αντί να προχωρούν, όπως λέει με κριτήριο την κλιμάκωση της δράσης και την τελική κορύφωσή της, στρέφονται προς τον εσωτερικό κόσμο των ηρώων και προς την πράξη της ίδιας της γραφής. Σε σχέση μάλιστα με την έννοια της κορύφωσης στην αφήγηση, η Lanser αναφέρεται και σε μια ενδιαφέρουσα τοποθέτηση της ακαδημαϊκού Susan Winnett, σύμφωνα με την οποία ο χαρακτηριστικότερος τύπος πλοκής στις δυτικές αφηγήσεις εδράζεται σε ένα σχήμα που αντικατοπτρίζει την ανδρική σεξουαλικότητα: τη συσσώρευση της έντασης που κορυφώνεται και οδηγεί σε λύση. Αντίθετα, οι πλοκές σε πολλές γυναικείες αφηγήσεις διακρίνονται για την επαναληπτικότητα, την κυκλικότητά τους και απέχουν πολύ από το να είναι τελεολογικές. Στο μυθιστόρημα της Μιχαλοπούλου έχουμε ακριβώς μια τέτοια πλοκή. Και δεν θα μπορούσε να είναι αλλιώς, γιατί το Μακρύ ταξίδι της μιας μέσα στην άλλη ενσαρκώνει την ιδέα της διαγενεακής συνέχειας και της κυκλικότητας της ζωής των γυναικών και μας παρέχει λογοτεχνικά τη δυνατότητα να την δούμε ως τέτοια. Η αφήγηση της Μιχαλοπούλου είναι κυκλική και ανοιχτή, δεν υπάρχει η αναγκαιότητα της συνοχής και η κλασική αλληλουχία των γεγονότων της δράσης αντικαθίσταται από θραύσματα γυναικείων εμπειριών. Η πρόοδος της πλοκής υποχωρεί μπροστά στην ανάγκη να σταθούμε επιτέλους στον εσωτερικό κόσμο των γυναικών και να τον αναδείξουμε ως κεντρικό γεγονός στη λογοτεχνία.
Συνοψίζοντας, στο μυθιστόρημά της Το μακρύ ταξίδι της μιας μέσα στην άλλη η Αμάντα Μιχαλοπούλου συνενώνει την ιδιωτική/έμμεση (ημερολόγιο, επιστολές) με τη δημόσια/άμεση (συνεντεύξεις) γυναικεία φωνή για να κατασκευάσει ένα πολυφωνικό μυθιστόρημα με κυκλική πλοκή, ένα έργο ομφάλιο λώρο που ενώνει όλες τις γυναίκες, αλλά που αξίζει να διαβαστεί και από τους άντρες, γιατί όπως λέει η ηρωίδα «ο κόσμος θ’ αλλάξει μόνο αν οι άντρες διαβάσουν για τη ζωή των γυναικών με την ίδια φυσικότητα που διάβαζαν ανέκαθεν οι γυναίκες για τη ζωή των αντρών».
Σημείωση
[1] Το κείμενο της Susan S. Lanser «Toward a Feminist Narratology» δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Style, τόμος 20, τεύχος 3 (Φθινόπωρο 1986), σελίδες 341–363. Μπορείτε να το βρείτε εδώ.
⸙⸙⸙
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Ζωγραφική: ©Malcolm Liepke. Δείτε τα περιεχόμενα του δέκατου πέμπτου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]








