frear

Για την «Πολιτική σε κρίση» του Στέφανου Δημητρίου – γράφει ο Χρήστος Ράμμος

Το προσφάτως (προ ολίγων μόλις ημερών) εκδοθέν βιβλίο του Στέφανου Δημητρίου, με τίτλο Η πολιτική σε κρίση από τον πάντα ανοικτό και πρόθυμο, για ποιοτικά κείμενα και νέες ιδέες και λογοτεχνήματα, εκδοτικό οίκο «Πόλις» και τον ακούραστο Ν. Γκιώνη, ήλθε να συμπληρώσει, να συνοψίσει και να τεκμηριώσει αυτά που χρόνια τώρα σκέπτομαι και αισθάνομαι, και είμαι βέβαιος μαζί μου και πολλοί άλλοι.

Ο τίτλος του θα μπορούσε να είναι «Η πολιτική σε αποδρομή», ή «Η πολιτική εξόριστη», ή «Η προοδευτική σκέψη εξόριστη» ή «Η ανεύρετη Αριστερά».

Είναι ένα βιβλίο που δεν διαβάζεται εύκολα, διότι δεν είναι μόνο ένα πολιτικό βιβλίο, ένα μανιφέστο, αλλά είναι επίσης και ένα απαιτητικό βιβλίο πολιτικής ιστορίας, πολιτικής φιλοσοφίας και θεωρίας, ιστορίας των ιδεών με στοιχεία οικονομικής θεωρίας και ιστορίας. Και δεν είναι, από την άλλη, μια επιστημονική μελέτη ή μονογραφία, είναι μια σύνθεση όλων όσων ανέφερα πιο πάνω, που απευθύνεται σε όλους τους πολίτες και σκεπτόμενους ανθρώπους, που αισθάνονται ένα είδος πολιτικής ορφάνιας, ένα κενό (πολιτικό, σκέψης, ανθρωπιάς) που διαρκεί εδώ και περίπου 40 χρόνια, με τη σταδιακή επικράτηση της νεοφιλελεύθερης τάξης πραγμάτων και την εξαφάνιση της παρουσίας της πολιτικής, με την ουσιαστικότερη του όρου έννοια, από τη ζωή μας.

Ο συγγραφέας εξηγεί ότι αποδέχεται τον επιθετικό προσδιορισμό «νεοφιλελεύθερος/η», μόνο και μόνο επειδή έχει επικρατήσει στον δημόσιο λόγο. Κατά την άποψη του, όμως, αυτό που συμβαίνει μετά την θατσερική και ρηγκανική «επανάσταση» δεν είναι τίποτε περισσότερο από ένα ακραίο οικονομικό laissez faire, laissez passer, που δεν έχει ούτως ή άλλως καμία σχέση με τον κλασικό φιλελευθερισμό του Διαφωτισμού. Ο «νεοφιλελευθερισμός» δεν είναι πολιτικά φιλελευθέρος και μη όντας πολιτικά φιλελεύθερος δεν είναι ούτε νέο- ούτε παλαιοφιλελεύθερος. Και επειδή δημοκρατία χωρίς φιλελευθερισμό είναι contradictio in terminis, o νεοφιλελευθερισμός δεν είναι τελικά ούτε δημοκρατικός. Περί αυτού όμως πιο κάτω.

Όπως εξηγεί αναλυτικά ο Στέφανος Δημητρίου, είναι ένα ριζικά διαφορετικό σύστημα αντίληψης και πρόσληψης των πραγμάτων και έχει επιφέρει μια βαθιά όχι μόνο πολιτική, αλλά και ανθρωπολογική μεταβολή. Ο Δημητρίου δεν ενδιαφέρεται μόνο για την ακριβή περιγραφή της πολιτικής κατάστασης των πραγμάτων. Στο βιβλίο παίρνει θέση υπέρ μιας πολιτικά προοδευτικής (άλλως αριστερής) θεώρησης των πραγμάτων. Διαπιστώνει ότι η εδώ και πολλές δεκαετίες (ενδεχομένως εδώ και δύο αιώνες) πρόσληψη του δημοσίου χώρου, ως χώρου συνάντησης των πολιτών και κοινής πολιτικής συναπόφασης για το μέλλον των κοινωνιών με βάση κάποιες κοινές αρχές, όπως είναι το πρωτείο της πολιτικής επί της οικονομίας, η πίστη στην πρόοδο νοούμενη όχι έτσι αορίστως, αλλά αποκλειστικά ως πολιτικής που αποσκοπεί στην ίση ελευθερία (δηλαδή εξ ίσου και στην ισότητα και στην ελευθερία), στην ανθρώπινη αλληλεγγύη και στην κοινωνική δικαιοσύνη, οι κοινά αποδεκτές πολιτικές διαδικασίες συναπόφασης, στο πλαίσιο μιας αντιπροσωπευτικής πλουραλιστικής δικαιοκρατούμενης κοινωνικής δημοκρατίας (π.χ. μέσω εκλογών, δημοψηφισμάτων και διαβούλευσης), έχει υποχωρήσει προ της πρωτοκαθεδρίας της οικονομίας και των οικονομικών σκοπιμοτήτων. Μιας οικονομίας, οι παράγοντες της οποίας έχουν βάλει σε δεύτερη μοίρα την πολιτική, και δεν αποδέχονται κανέναν κανόνα κρατικής ή δημόσιας επέμβασης στον χώρο της, ούτε, τέλος, μια προοδευτική φορολόγηση που θα φορολογεί τους πλούσιους και τις επιχειρήσεις (που έχουν πλέον διεθνοποιηθεί) με σκοπό την καταπολέμηση των ανισοτήτων, οι οποίες διευρύνονται συνεχώς. Βρισκόμαστε πλέον στην απόλυτη κυριαρχία, σε ό,τι αφορά την παγκόσμια διακυβέρνηση, του περίφημου θατσερικού «tina» (there is no alternative). Και από τη στιγμή που η πολιτική είναι μία και δεν υπάρχει δυνατότητα εναλλακτικών λύσεων, δεν υπάρχει πλέον πολιτικό διακύβευμα και δυνατότητα προσπάθειας να αλλάξουν οι συνθήκες. Με λίγα λόγια, δεν υπάρχει πολιτική, όπως την γνωρίζουμε ήδη από την εποχή του Πλάτωνα και κυρίως του Αριστοτέλη. Οι ηθικές αξίες ως κοινωνικοί και πολιτικοί στόχοι δεν έχουν καμιά θέση σε αυτή την κοσμοαντίληψη. Εκείνο μόνο που έχει σημασία είναι η περίφημη μαγική λέξη «ανάπτυξη», νοούμενη ως η ακώλυτη επέκταση των οικονομικών και χρηματοπιστωτικών μεγαθηρίων και η κερδοφορία τους. Όταν όλη η δύναμη βρίσκεται στους οικονομικούς κολοσσούς, τότε επιβάλλεται η ισχύς και όχι σκέψεις για κάμψη της μέσω δημοσίων πολιτικών.

Ο συγγραφέας προτείνει νa ξαναθυμηθούμε τις αρχές και αξίες του Διαφωτισμού, όπως εξελίχθηκαν στην πορεία, και στήριξαν επί 200 χρόνια την προοδευτική σκέψη. Είναι, λοιπόν, σαφές ότι επείγει η επάνοδος του πολιτικού στη ζωή μας. Πρέπει, πρώτα απ’ όλα, να φύγουμε από την ηττοπαθή κομφορμιστική παραίτησή μας μπροστά στην παντοδυναμία αυτής της ιδεολογίας, την οποία έχει πλέον υιοθετήσει όχι μόνο η κλασική συντηρητική/φιλελεύθερη Δεξιά, αλλά και η Άκροδεξιά και σε μεγάλο βαθμό και τα παλιά κλασικά φιλελελεύθερα ή κεντροαριστερά κόμματα. Όλα αυτά τα πολιτικά μορφώματα χαρακτηρίζουν και δυσφημούν οτιδήποτε αμφισβητεί αυτή τη νέα τάξη πραγμάτων ως παρωχημένο, αρτηριοσκληρωτικό, μη ρεαλιστικό, ουτοπικό, ρομαντικό, περιθωριακό, ανεύθυνο και, κυρίως, ως συνταγή καταστροφής.

Ωστόσο ο Στέφανος Δημητρίου, αφού εξαγγείλει το πρόβλημα, δεν περιορίζεται στην χαρτογράφησή του και σε γενικές πολιτικές διαπιστώσεις, δίκην ενός μανιφέστου. Ομιλεί με επιστημονική γλώσσα, εξειδικεύει και τεκμηριώνει τις διαπιστώσεις του και τις προτάσεις του για έξοδο από αυτή τη συνθήκη που κυριαρχεί τα τελευταία 40 χρόνια. «Βυθίζεται» μαζί με τους αναγνώστες του στην παρουσίαση της ιστορικής εξέλιξης και στη λεπτομερειακή ανάλυση των θεσμών της σύγχρονης δημοκρατίας από τη γέννησή της έως σήμερα. Προσδιορίζει αναλυτικά τα στοιχεία αυτού που ονομάζουμε σύγχρονη φιλελεύθερη κοινοβουλευτική δημοκρατία (δυτικού τύπου, αν και η προσθήκη είναι πλεοναστική) και κυρίως τη διαλεκτική σχέση των στοιχείων αυτών μεταξύ τους. Και ποια είναι αυτά; Φιλελευθερισμός πολιτικός, κράτος δικαίου, πλουραλισμός, ο άνθρωπος όχι μόνο ως άτομο αλλά και ως μέλος της κοινωνίας και ως πολίτης. Εξηγεί εκτενώς τη σχέση του κράτους δικαίου (που ήλθε πρώτο χρονικά ως συνέπεια του πολιτικού φιλελευθερισμού και της καθιέρωσης της καθολικής ψήφου) με το επακολουθήσαν κοινωνικό κράτος, και τα θεμέλια της αξεπέραστης διάκρισης των πολιτικών επιλογών σε έναν άξονα, αυτόν της Δεξιάς και της Αριστεράς. Ως γνωστόν, οι εκπρόσωποι της νεοφιλελεύθερης σκέψης θεωρούν τη διάκριση αυτή ξεπερασμένη (π.χ. ο Πρόεδρος Macron). Κατά τούτο είναι συνεπείς στην κοσμοαντίληψή τους, ακριβώς επειδή πιστεύουν ότι οι λύσεις στα προβλήματα των κοινωνιών δεν είναι πλέον πολιτικές (εφόσον μία είναι πλέον η μόνη σοβαρή διαθέσιμη πολιτική, με πολύ μικρές παραλλαγές πάντα όμως στο πλαίσιό της), αλλά τεχνικές (τεχνοκρατικές), με συνέπεια η επιλογή για την εξεύρεση της ορθής λύσης των προβλημάτων αυτών να εξαρτάται μόνο από μετρήσιμα στατιστικά μεγέθη, άλλως μαθηματικούς δείκτες (τα διάφορα metrics), χωρίς συνυπολογισμό ποιοτικών κριτηρίων, τα οποία οι ιθύνοντες θεωρούν αυθαίρετα και υποκειμενικά. Ο πολιτικός ανταγωνισμός επικεντρώνεται κυρίως στα μετρήσιμα «αναπτυξιακά» αποτελέσματα της κάθε προτεινόμενης πολιτικής. Οι πολίτες υπολογίζονται μόνο ως καταναλωτές και, στην καλύτερη περίπτωση, ως αποδέκτες επιδομάτων, πάντως δε όχι ως βουλευόμενοι πολίτες. Και μη έχοντας πλέον προ οφθαλμών μια διαφορετική συλλογική προοπτική, κλείνονται στον εαυτό τους αποπολιτικοποιούνται και γοητεύονται μόνο από τη διαρκή επιδίωξη απόκτησης καταναλωτικών αγαθών που επιτάσσει η μόδα, προσωπικών ή οικογενειακών κερδών, και από την ψηφιακή απομόνωση στα διάφορα ηλεκτρονικά gadgets (όσοι μπορούν βέβαια).

Η ανάλυση που κάνει ο Στέφανος Δημητρίου όλων αυτών των στοιχείων που συνθέτουν τη σύγχρονη δημοκρατία καθώς και την νεοφιλελεύθερη κρίση της, είναι εξαντλητική. Εξηγεί αναλυτικά και εξαντλητικά γιατί σε μια δημοκρατία που να αξίζει το όνομά της είναι απαραίτητη –και μάλιστα εξ ίσου– τόσο η φιλελεύθερη δικαιοκρατική της διάσταση όσο –και ταυτόχρονα– και η κοινωνική της διάσταση (αυτό που ονομάζουμε κοινωνικό κράτος δικαίου). Δουλειά μιας προοδευτικής/αριστερής πολιτικής είναι να μεριμνά και για τις δύο διαστάσεις. Η δημοκρατία σε ό,τι αφορά τους δικαιοκρατικούς θεσμούς της δεν είναι η «αστική» δημοκρατία, η οποία θα πρέπει γρήγορα να ξεπεράσει το στάδιό της αυτό και να αλλάξει (δηλαδή όχι να εξελιχθεί) προχωρώντας στο πολίτευμα της κοινωνικής δικαιοσύνης (σοσιαλισμό), όπως πίστευαν επί 100 και πλέον χρόνια πολλές συνιστώσες της πληθυντικής Αριστεράς. Δεν υπάρχει, με άλλα λόγια, άλλη δημοκρατία πέραν της «αστικής».

Είναι αδύνατο σε μια σύντομη παρουσίαση να αποδοθεί ο πλούτος αυτού του βιβλίου. Θα κάνω εδώ μια (υποκειμενική αναγκαστικά) συνοπτική (κατά το δυνατόν) επιλογή.

Ο συγγραφέας περιγράφει τις βασικές αλλαγές που από τη δεκαετία του ’80 του Εικοστού Αιώνα έφεραν το τέλος του κεϋνσιανού σοσιαλδημοκρατικού κοινωνικού συμβολαίου. Αλλαγές στην οικονομία, με τον μεταβιομηχανικό κόσμο να αντικαθιστά το φορντιστικό μοντέλο, αλλαγές στη μορφή της εργασίας, παγκοσμιοποίηση, ραγδαίες τεχνολογικές αλλαγές (κυρίως διαδίκτυο). Συνέπεια των αλλαγών αυτών υπήρξε η εγκαθίδρυση της μονοδιάστατης οικονομικής πλευράς του φιλελευθερισμού, που θεωρήθηκε ως μια μορφή τέλους της Ιστορίας, αφού μάλιστα το μόνο αριστερό σοσιαλιστικό πείραμα που είχε λειτουργήσει στην πράξη (το σοβιετικό) είχε αποτύχει και καταρρεύσει στα εξ ων συνετέθη.

Τι χαρακτηρίζει τη νέα αυτή τάξη πραγμάτων; Το γεγονός ότι, οτιδήποτε μπορεί να γίνει εμπόδιο στην οικονομική (διάβαζε επιχειρηματική) ανάπτυξη και μάλιστα των μεγάλων επιχειρηματικών συμφερόντων και των οικονομικών κολοσσών, θεωρείται ξεπερασμένο και κυρίως ενοχλητικό και εξοβελιστέο. Τέτοια εμπόδια είναι οι κανόνες της κρατικής ρυθμιστικής επέμβασης στην οικονομία, η φορολόγηση και μάλιστα προοδευτική των πλουσιότερων εισοδημάτων και περιουσιών, τα κοινωνικά δικαιώματα (συλλογικές συμβάσεις εργασίας, τα εργασιακά δικαιώματα, η κοινωνική και υγειονομική ασφάλιση, η δημόσια δωρεάν παιδεία), εν ολίγοις η όποια από κοινού επιχείρηση συλλογικού σχεδιασμού του μέλλοντος μιας κοινωνίας. Όσα δηλαδή είναι η καρδιά της πολιτικής. Η δυνατότητα, με άλλα λόγια, μιας κοινωνίας να αποφασίζει πώς θα διαμορφώσει το μέλλον της με τρόπο που ενδεχομένως να οδηγεί σε άλλες επιλογές (άρα προοδευτικές ή αριστερές επιλογές), αποκλείεται εξ ορισμού.

Ο νεοφιλελευθερισμός δεν είναι, όπως εξηγεί ο συγγραφέας, κατά κάθε τύπου κρατικής παρέμβασης, όπως γενικά εσφαλμένα πιστεύεται. Δεν είναι, δηλαδή, ένας ελευθεριακός αναρχικός (libertarian) καπιταλισμός. Οι κρατικοί ρυθμιστικοί μηχανισμοί (πολύ συχνά δε και οι κατασταλτικοί, παρά το φιλελεύθερο προσωπείο) χρησιμοποιούνται, και μάλιστα κατά κόρον, αλλά πάντα υπέρ της αγοράς και κατά όσων θεωρείται ότι την εμποδίζουν και ποτέ υπέρ της ανάπτυξης των δημοσίων αγαθών ή υπέρ των πολιτών, της κοινωνικής συμμετοχής, του κοινωνικού κράτους, της κοινωνικής δικαιοσύνης, της οικολογικής προστασίας απέναντι στην αλόγιστη, απενοχοποιημένη και θεοποιημένη επιχειρηματική ανάπτυξη. Ο ορίζοντας είναι ο πλουτισμός, αυτό που ονομάζει ο συγγραφέας κτητικό ατομισμό. Δικαιώματα; ναι φυσικά, αλλά υπεράνω όλων το κατεξοχήν ιερό και κατοχυρωμένο δικαίωμα, το δικαίωμα στο απεριόριστο κέρδος (για όσους βέβαια μπορούν).

Σε αυτή τη σταδιακή και ιστορική αλλαγή προσανατολισμού συμμετέσχε προθύμως και η ιστορική σοσιαλδημοκρατία (τύπου Blair, Schröder, Mitterrand, Clinton, Jospin, Hollande, Σημίτης κ.λπ.), ξεχνώντας τις δικής της έμπνευσης πολιτικές τής ένδοξης τριακονταετίας (1945-1975), που είχαν επιτρέψει (μέσω της φορολόγησης του πλούτου) την κοινωνική συμπερίληψη, το κοινωνικό κράτος δικαίου και την κοινωνική ειρήνη. Με τον τρόπο αυτό έδωσαν μια οικουμενική διάσταση στη νέα αυτή πολιτική, η οποία διεκδίκησε για τον εαυτό της την αποκλειστική χρήση του όρου «εκσυγχρονισμός». Και ως γνωστόν δύσκολα τολμάει κάποιος να εμφανισθεί ως αντίπαλος του εκσυγχρονισμού. Ακόμη και η νομολογία των δικαστηρίων εθνικών και ευρωπαϊκών προσαρμόζεται σιγά σιγά στον τρόπο που ερμηνεύει τις συνταγματικές διατάξεις των επιμέρους ευρωπαϊκών κρατών καθώς και το ενωσιακό δίκαιο από τη νέα κρατούσα πολιτικοοικονομική ορθοδοξία. Αυτό οδήγησε δικαιολογημένα τα χαμηλά εισοδηματικά στρώματα στην πεποίθηση ότι κανείς δεν ενδιαφέρεται για τα δικά τους συμφέροντα και τα δίκαιά τους. Ότι όλα τα κόμματα είναι το ίδιο, ότι δεν αλλάζουν τα πράγματα με την ψήφο και τις εκλογές και, τέλος, (ως λογική συνέπεια των προηγουμένων) ότι η συμμετοχή στην πολιτική δεν έχει νόημα. Και φυσικά αυτή η εξέλιξη ήταν βούτυρο στο ψωμί της Ακροδεξιάς, η οποία δήλωσε στα απορφανισμένα και αποπροσανατολισμένα λαϊκά στρώματα «εγώ είμαι εδώ για να σας εκφράσω απέναντι στο κατεστημένο», προσφέροντας στα στρώματα αυτά ταυτόχρονα και επιπλέον έναν εσωτερικό εχθρό, στον οποίο να αποδώσουν αυτά τα αδιέξοδα και εναντίον του οποίου να μπορούν να στραφούν, για να αισθανθούν ότι δεν είναι πλήρως απόκληροι. Έναν εχθρό που είναι ακόμη πιο κάτω από αυτά στην κοινωνική πυραμίδα, δηλαδή τους μετανάστες, τους ξένους, τους διαφορετικούς, τους διάγοντες περιθωριακούς τρόπους ζωής. Ως γνωστόν, όταν χρεωκοπεί η πολιτική, το ένστικτο οδηγεί τους ανθρώπους στην επιστροφή στο οικείο, στο σταθερό αποκούμπι που προσφέρουν οι προστατευτικές εστίες (οικογενειακές, τοπικές και εθνικές). Την Ακροδεξιά δεν την προκάλεσε μόνο το μεταναστευτικό, παρότι συνετέλεσε αποφασιστικά. Απόδειξη είναι ότι χώρες με μηδενική μετανάστευση, όπως η Ουγγαρία και η Πολωνία, έχουν πολύ ισχυρά ακροδεξιά κόμματα. Την προκάλεσε και η εξαφάνιση των πολιτικών επιλογών, το άδειασμα της πολιτικής.

Η Ακροδεξιά δεν έχει κάποιο συγκεκριμένο κοινωνικοοικονομικό πρόγραμμα και, επομένως, δεν διαφοροποιείται ως προς αυτό από την παραδοσιακή Δεξιά. Ούτε σκοπεύει να αλλάξει κοινωνικό και οικονομικό μοντέλο. Στα θέματα αυτά τηρεί καθαρά οπορτουνιστική στάση (βλ. Le Pen, Meloni), στο τέλος δε πάει πάντα, όπως έχει καταδείξει η Ιστορία, με τους οικονομικά ισχυρούς (βλ. την ταύτιση του Ναζισμού με τους μεγάλους βιομήχανους και γαιοκτήμονες), με τους οποίους συμβιβάζεται προκειμένου να πάρει και να διατηρήσει την εξουσία, που είναι το μόνο που την ενδιαφέρει. Άρα τα περί αντισυστημισμού και της ταύτισης με τον λαό, με τα οποία αρέσκεται να εμφανίζεται η Ακροδεξιά, δεν είναι παρά μια φενάκη. Και άπαξ ανελθούσα στην εξουσία, η Ακροδεξιά χτυπάει ό,τι αμφισβητεί το μοντέλο που έχει και αυτή υιοθετήσει, δηλ. την Αριστερά και τις λοιπές προοδευτικές δυνάμεις.

Όπως αναλύει ακόμη ο συγγραφέας, η έννοια του γενικού συμφέροντος, η υπηρέτηση του δημοσίου χώρου και της κοινωνίας και το δημόσιο ήθος που απαιτείται γι’ αυτά δεν έχουν θέση στις επιλογές των εξουσιών σε αυτή τη νέα τάξη πραγμάτων. Αντίστροφα οι απολογητές του νεοφιλελευθερισμού ισχυρίζονται ότι είναι στην φυσική τάξη των πραγμάτων να υπάρχουν πλούσιοι και φτωχοί. Ότι πάντα έτσι ήταν τα πράγματα και έτσι θα παραμείνουν (και πρέπει να παραμείνουν γιατί είναι η φυσική τάξη των πραγμάτων). Σύμφωνα με την κοσμοαντίληψή τους, το πρόταγμα ότι οι πλουσιότεροι οφείλουν να συνεισφέρουν καθ’ οιονδήποτε τρόπο στους οικονομικά ασθενείς είναι μη αποδεκτό από τον ορθόδοξο φιλελευθερισμό (τον οποίο όμως προσλαμβάνουν μεμονωμένα στην οικονομική αποκλειστικά του διάσταση, ενώ οι κλασικοί του φιλελευθερισμού, όπως ο John Stuart Mill, τον εννοούσαν πάντα και με τα δύο σκέλη του). Τη θέση αυτή καταγγέλλουν μάλιστα και ως μη ηθική, διότι , σύμφωνα με το αξίωμά τους, φταίνε οι αδύνατοι, οι ευάλωτοι και οι αποτυχημένοι που δεν μπόρεσαν να πετύχουν στη ζωή, εφόσον είτε είχαν αξιοκρατικό έλλειμμα είτε δεν προσπάθησαν αρκετά ως φυγόπονοι. Αυτοί λοιπόν φταίνε για την κακή τους τύχη. Μάλιστα στην πατρίδα του Λουθηρανικού Προτεσταντισμού, στη Γερμανία, οι λέξεις «ενοχή» και «χρέος» αποδίδονται με την ίδια λέξη (Schuld). Όποιος έχει χρέη είναι ηθικά ένοχος (βλ. και Schäuble). Όπως είχε πει και η Thatcher, δεν υπάρχει κοινωνία αλλά μόνο άτομα. O καθένας λοιπόν για τον εαυτό του. Επομένως γιατί να βοηθήσει ο ένας τον άλλο; Τα δικαιώματα είναι, κατά την αντίληψη αυτή, πάντα και μόνο ατομικά (δηλαδή αμυντικά απέναντι στο κράτος, άλλως αρνητικά –nec facere) και ποτέ κοινωνικά. Οι οπαδοί των θεωριών αυτών ξεχνούν βέβαια τα κληρονομικά προνόμια, τα διαφορετικά σημεία εκκίνησης των μελών μιας κοινωνίας. Ξεχνούν επίσης ότι η τυπική αφηρημένη ισότητα δεν αρκεί για την πλήρη απόλαυση, όχι μόνο των κοινωνικών κατακτήσεων –κάτι που όλοι δέχονται– , αλλά τελικά, ούτε καν για την απόλαυση των κλασικών ατομικών και πολιτικών δικαιωμάτων πρώτης γενιάς. Αυτό το νεοφιλελεύθερο μοντέλο δεν οξύνει μόνο τις κοινωνικές ανισότητες, ούτε περιορίζονται οι βλαβερές του συνέπειες στον κατακερματισμό των κοινωνιών, αλλά με τη διάδοση της κοινωνικής σκληρότητας και της βίας, που επιφέρει η φτωχοποίηση πολυάριθμων στρωμάτων του πληθυσμού, συνδυαζόμενη με την έλλειψη ηθικών προτύπων (εφόσον το μόνο απτό πρότυπο ζωής είναι η απόκτηση χρημάτων), δεν δημιουργεί και ασφαλείς (ακόμη και με την πρωτόλεια πρόσληψη της έννοιας της ασφάλειας ως αστυνομικής ασφάλειας κατά της εγκληματικότητας) και ευνομούμενες πολιτείες. Και πάντως, είναι αμφίβολο ακόμη και το αν αναπτύσσονται τελικά και οι μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις, διότι εκείνοι που τελικά αναπτύσσονται, είναι κυρίως ένα κλάσμα του επιχειρηματικού κόσμου, δηλαδή οι ολιγάρχες, οι οποίοι καταλήγουν να υπαγορεύουν τις επιλογές και στους πολιτικούς (συχνά όλων των κομμάτων). Πολιτικούς, οι οποίοι έρχονται ολοένα πιο κοντά με τους μεγιστάνες του πλούτου (βλ. π.χ. και μόνο ενδεικτικά το παράδειγμα Trump και Musk). Οι μεσαίες τάξεις συμπιέζονται (αν δεν εξαφανίζονται) αριθμητικά, ενώ οι λαϊκές φτωχοποιούνται ολοένα πιο πολύ.

Ο συγγραφέας σε κανένα σημείο του βιβλίου δεν δογματίζει, ούτε περιφρονεί τις αντίθετες με τις δικές του θέσεις. Αυτό είναι κατά τη γνώμη μου μια μεγάλη αρετή του βιβλίου. Με μεγάλη υπομονή, μεθοδικότητα και επιστημοσύνη (θα έλεγα, ακόμη, με διαλογικό σεβασμό), χωρίς εμπάθεια, αντικρούει ένα ένα τα επιχειρήματα των υποστηρικτών της νεοφιλελεύθερης ανάγνωσης της πολιτικής και της κοινωνίας. Ανάγνωση που ισούται με έναν καπιταλισμό με όλο και λιγότερη δημοκρατία, κάποιες δε φορές και χωρίς καθόλου δημοκρατία. Μην ξεχνάμε το παράδειγμα της Χιλής του Pinochet, την οποία επισκέφτηκε πλειστάκις και εγκωμίασε ο πάπας του νεοφιλελευθερισμού, ο Friedrich Hayek. Χιλή, στην οποία η πιο στυγνή και απάνθρωπη δικτατορία συνυπήρξε με την πλήρη απελευθέρωση της οικονομίας.

Ποια είναι η απάντηση σε αυτήν τη σκοτεινή και δυσοίωνη εξέλιξη; Μα, αυτονοήτως, η επάνοδος της πολιτικής. Να θυμηθούμε ότι (πρέπει να) έχουμε την επιλογή μεταξύ πολλών δυνατοτήτων. Πολιτική την οποία, μέσα από την αλαζονεία της πίστης ότι πλέον ζούμε αυτό που είναι η τελευταία λέξη της ανθρώπινης Ιστορίας, κοντεύουμε να ξεχάσουμε ότι υπήρξε κάποτε και πώς ήταν, όταν υπήρχε. Και ως πολιτική δεν μπορεί παρά να νοείται προεχόντως η καταπολέμηση των κοινωνικών ανισοτήτων και η διάσωση του δημοσίου χώρου και η διατήρησή του προς όφελος του κοινωνικού συνόλου. Όχι μόνο ως ηθικό αίτημα (που και αυτό δεν είναι λίγο και θα αρκούσε και από μόνο του) αλλά και ως ορθολογικός προγραμματισμός για μια συμπεριληπτική ευημερούσα και ειρηνική κοινωνία. Άρα η πολιτική που προτείνει ο συγγραφέας είναι η προοδευτική, αριστερή πολιτική. Μήπως, αυτό δεν ήταν εξ άλλου πάντα η Αριστερά (όχι απαραίτητα των κομμάτων, αλλά σε κάθε περίπτωση ως ιδέα); Η αλλαγή της υπάρχουσας κατάστασης προς την κατεύθυνση της κοινωνικής δικαιοσύνης.

Όχι, όμως, η πολιτική με τη δογματική παλαιοαριστερή της έννοια, με επιστροφή, δηλαδή, σε θεωρίες και ερμηνευτικά εργαλεία που αντιμετώπιζαν ένα παρελθόν που δεν υπάρχει πια, και που δοκιμάστηκαν και απέτυχαν παταγωδώς. Αλλά ως ένα αριστερό πρόγραμμα που δεν θα επιδιώκει να φτάσει σε έναν ουτοπικό φαντασιακό σοσιαλισμό, στον απολεσθέντα παράδεισο, για τον οποίο απέδειξε η Ιστορία (μετά την λογική, η οποία δεν ακούστηκε έγκαιρα, με αποτέλεσμα να χρειαστεί να παρέμβει για να τη διδάξει με τραγικό τρόπο η ίδια η Ιστορία) ότι και ανέφικτος είναι, αλλά και αντίθετος με την ανθρώπινη φύση και ανθρώπινη ιστορία. Ως αριστερή πολιτική πρέπει να νοηθεί, όπως με εξαιρετικό τρόπο εκθέτει ο Σ. Δημητρίου, μια πολιτική που δεν αποβλέπει να φτάσει σε έναν τόπο (τόπο εξ άλλου που δεν υπάρχει, άρα πρόκειται για μια ου-τοπία), ούτε να αλλάξει τον άνθρωπο, ούτε να δημιουργήσει μια καινούργια κοινωνία με την έννοια της ριζικής τομής με την υπάρχουσα παραδοσιακή. Αριστερή ή προοδευτική πολιτική είναι ένας διαρκής και καθημερινός επίμονος και επίπονος αγώνας, για την ολοκλήρωση μιας θεσμικής δημοκρατίας που θα εκπληρώνει στον μεγαλύτερο δυνατό (όχι σε βαθμό τελειότητας, διότι τελειότητα δεν υπάρχει) βαθμό τη δικαιοκρατική, κοινωνική, και πολιτική της διάσταση μαζί. Μια ώριμη δημοκρατία, στην οποία θα επικρατεί δημόσιο ήθος και η οποία θα προσφέρει στους πολίτες της την ασφάλεια ότι ζουν σε μια κοινωνία που προσφέρει ίση ελευθερία, θα δίνει δε σε κάθε πολίτη της τη δυνατότητα να αναπτύξει ελεύθερος την προσωπικότητα του, όπως αυτός επιλέγει. Μπορεί αυτό να φανεί σε κάποιους λίγο, όχι πολύ ένδοξο ή καθόλου ριζοσπαστικό και πολύ νερωμένο ή συμβιβασμένο. Δηλ. ολόκληρη Αριστερά γι’ αυτόν τον συμβατικό στόχο; Όμως, ο στόχος αυτός είναι μεταρρυθμιστικός, όχι με την παραδοσιακή δυσφημισμένη έννοια του ρεφορμισμού, αλλά με την έννοια της συνεχούς μεταρρύθμισης και αλλαγής του υπάρχοντος. Και είναι για τον λόγο αυτό ο πιο επαναστατικός. Και υπό την έννοια αυτή, ο αριστερός ή προοδευτικός μεταρρυθμισμός είναι γνήσιος ριζοσπαστισμός με την ουσιαστικότερη του όρου έννοια που υπάρχει. Οι Karl Marx και Friedrich Engels έχουν γράψει στη Γερμανική Ιδεολογία ότι «Ο κομμουνισμός δεν είναι για εμάς μια κατάσταση που πρέπει να θεμελιωθεί, ένα ιδεώδες προς το οποίο θα πρέπει να προσανατολιστεί η πραγματικότητα. Ονομάζουμε κομμουνισμό την πραγματική κίνηση, η οποία αίρει την παρούσα κατάσταση».

Μα θα πει κάποιος, δημοκρατία έχουμε ήδη και η μάχη για την δημοκρατία δεν είναι αυτό που ξεχωρίζει την Αριστερά από τη Δεξιά, εφόσον και η φιλελεύθερη Δεξιά μάχεται για την κοινοβουλευτική δημοκρατία. Όμως, ο Στέφανος Δημητρίου δεν μιλάει για μια τυπική δημοκρατία, ελαχίστων απαιτήσεων, όπως αυτές στις οποίες ζούμε σήμερα. Για να μη μιλήσουμε για κοινωνική δικαιοσύνη. Το παράδειγμα των ΗΠΑ, όπου υπό τον Trump η χώρα όχι μόνο δεν προσφέρει κοινωνική δικαιοσύνη, αλλά δεν είναι πλέον ούτε καν στοιχειωδώς δικαιοκρατούμενη δημοκρατία (π.χ. όποιος διαδηλώνει ειρηνικά υπέρ στόχων που δεν αρέσουν στους εξουσιάζοντες συλλαμβάνεται, ενώ συλλαμβάνονται ευθύς ως βγουν από την κατοικία τους όσοι μοιάζουν φυσιογνωμικά με μετανάστες χωρίς δικαστικό ένταλμα, παύονται δε τηλεοπτικές εκπομπές με απλό νεύμα του Προέδρου της χώρας και πολλά άλλα) είναι εύγλωττο.

Η ιδανική δημοκρατία δεν υπάρχει βέβαια, ούτως ή άλλως, και δεν είναι επιτεύξιμη ως ιδανική, όμως είναι επιτεύξιμη ως διαρκώς βελτιούμενη. Όπως δεν υπάρχει ο ιδανικός σοσιαλισμός. Μόνο ο διαρκής αγώνας ταυτόχρονα και για τα δύο (ώριμη δημοκρατία και κοινωνική δικαιοσύνη – σοσιαλισμός) επιτρέπει να επιτευχθούν (καλύτερα θα ήταν να λέγαμε να προωθηθούν) και οι δύο στόχοι. Και αυτός ο συνδυασμένος πολιτικός στόχος προσιδιάζει στην προοδευτική παράταξη/Αριστερά και δεν αφορά την Δεξιά.

Δημοκρατία, λοιπόν, χωρίς κοινωνική δικαιοσύνη δεν είναι δημοκρατία. Και σοσιαλισμός χωρίς ώριμη θεσμικά, δηλαδή από άποψη ατομικών και πολιτικών δικαιωμάτων, δικαιοκρατούμενη δημοκρατία δεν είναι σοσιαλισμός. Και ας μην ανησυχούν όσοι θέλουν επαναστατικούς δρόμους (δεν το αναφέρω ειρωνικά). Ο αγώνας και για την πολιτική δημοκρατία είναι τραχύς σε μάχες και είναι γεμάτος με οπισθοδρομήσεις. Όσοι έχουν πολεμήσει για τους θεσμούς, το γνωρίζουν. Δεν είναι, λοιπόν απλώς η στοιχειώδης λειτουργία των θεσμών ως φύλλο συκής (που συχνά δεν υπάρχει ούτε αυτή) που κάνει τη Δημοκρατία, αλλά οι θεσμοί της, όταν λειτουργούν και εκπληρώνουν αποτελεσματικά τους στόχους, για τους οποίους θεσπίστηκαν. Έτσι ο πολιτικός στόχος μιας προοδευτικής παράταξης/σοσιαλδημοκρατίας/μαρξιστογενούς Αριστεράς δεν είναι σε καμία περίπτωση ένας εύκολος γραφειοκρατικός ρεφορμιστικός στόχος, που αποδέχεται το υπάρχον σύστημα, όπως λειτουργεί. Η δημοκρατία δεν είναι το πολίτευμα που, όταν εγκαθιδρυθεί συνταγματικά, λειτουργεί στον αυτόματο πιλότο και με εφησυχασμένους πολίτες.

Ο συγγραφέας επιμένει (και είναι σαφές ότι έχει δίκιο) ότι ο ταυτόχρονος αυτός αγώνας για τη δημοκρατία και τον σοσιαλισμό (άλλως για την κοινωνική δικαιοσύνη) δεν μπορεί στις μέρες μας να είναι ιδιοκτησία ενός πρωτοποριακού κόμματος, που κατέχει την πατέντα της Αριστεράς. Απαιτείται μια πλατιά συμμαχία όλων των οργανώσεων, κομματικών και κοινωνικών (όπως π.χ. μη κυβερνητικές οργανώσεις κ.λπ.) που έχουν κάνει δικό τους αυτό τον στόχο.

Συμπερασματικά, μια προοδευτική/αριστερή πολιτική σήμερα είναι μόνο ένας δρόμος προς έναν στόχο και όχι η επίτευξη αυτού του τελικού στόχου. Τελικοί στόχοι στην ανθρώπινη Ιστορία και ζωή δεν υπάρχουν. Τελικός στόχος είναι μόνο ο θάνατος. Εκεί τείνει μια ζωή και όταν φθάσει σε αυτόν σταματάει. Η διαδρομή λοιπόν (όπως θα λέγαμε η ζωή), είναι ο στόχος. Δεν γίνεται αλλιώς. Ξαναθυμίζω τους Marx και Engels (για όσους χρειάζονται καθησυχασμό από έγκυρες γραφίδες).

Δεν έχω εδώ τον χώρο να επεκταθώ σε ένα άλλο θέμα, το οποίο φαίνεται να απασχολεί τον Στέφανο Δημητρίου. Ο αγώνας για την πλήρη δημοκρατία και την κοινωνική δικαιοσύνη είναι αγώνας που, ενόψει της παγκοσμιοποίησης των προβλημάτων, είναι αγώνας που δεν μπορεί πλέον περιοριστεί σε εθνικό επίπεδο και δεν είναι πλήρως αποτελεσματικός σε αυτό το επίπεδο. Χρειάζεται ένα υπερεθνικό πλαίσιο, και αυτό στην περίπτωση της χώρας μας δεν μπορεί να είναι άλλο από το ευρωπαϊκό επίπεδο. Δεν πρόκειται ούτε εδώ για κάτι εύκολο. Μάλλον θα έλεγα ότι είναι ακόμη πιο δύσκολο ενόψει και των φυγόκεντρων τάσεων που αναπτύσσονται ειδικώς την περίοδο αυτή στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Πέρα από τους εθνικούς ανταγωνισμούς και τις εθνικές καθηλώσεις και εγκλωβισμούς των ευρωπαϊκών κρατών και κοινωνιών και πέρα από την δυσκολία να συνεννοηθούν μεταξύ τους οργανώσεις των διαφόρων επιμέρους ευρωπαϊκών κρατών , με ό,τι αυτό συνεπάγεται ως κακοφωνία, η Ευρώπη συνολικά δεν βρίσκεται , σε καμία χώρα-μέλος της, στα καλύτερα της (και αυτό μάλλον είναι ευφημισμός) σε επίπεδο επίτευξης μιας ολοκληρωμένης δημοκρατίας και μιας στοιχειώδους κοινωνικής δικαιοσύνης. Αυτή είναι η κατάσταση, και ομολογουμένως δεν είναι καθόλου ενθαρρυντική. Αλλά, πρέπει όλοι να έχουμε επίγνωση των δυσκολιών και να αγωνιστούμε και στο πλαίσιο αυτό –και μάλιστα εδώ και τώρα– πριν η νεοφιλελεύθερη λαίλαπα φέρει την Ακροδεξιά στην εξουσία σε όλες τις δυτικές χώρες και μετατρέψει την κλιματική κρίση σε κλιματική καταστροφή του πλανήτη, ο οποίος θα είναι πλέον αβίωτος για το ανθρώπινο είδος.

⸙⸙⸙

[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Δείτε τα περιεχόμενα του δέκατου έκτου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]

Σε λίγο καιρό κοντά σας με νέο ηλεκτρονικό τεύχος στο mag.frear.gr

Mag.frear.gr – Τα ηλεκτρονικά μας τεύχη