Η εποχή μας χαρακτηρίζεται από την αποδοχή της «τρέλας» ως ύψιστη έκφραση ελευθερίας και αντίστασης στο «σύστημα». Μια αμάσητη, αφιλτράριστη ταύτιση με οτιδήποτε αντιδρά σε μια δήθεν κανονικότητα. Δήθεν, γιατί μας έχει απογοητεύσει –και συνεχίζει– παρά τις σοβαροφανείς εξαγγελίες της κεντρικής εξουσίας περί «αναβαθμίσεων». Αλίμονο, δεν αρκούν η ψηφιοποίηση, οι λαϊκιστικές επικοινωνιακές πρακτικές, οι αστυνομεύσεις, οι παρόλες, για να εξανθρωπίσουν τον αγροίκο που ταύτισε τη λεβεντιά με τη μαγκιά, και την πονηριά των επιδοτήσεων με τον ψευδοανδρισμό της κούπας.
Η εξουσία, είτε κρατική είτε πολιτισμική, δεν επιβάλλεται πια με όπλα. Επιβάλλεται με σύμβολα. Τους αφαιρεί το αίμα, τον ιδρώτα, τη μνήμη, και τα ανακυκλώνει ως νεκρές εικόνες –εύπεπτες και καθησυχαστικές. Η λεβεντιά γίνεται γραφιστικό στοιχείο. Η «κουζουλάδα», brand name.
Ό,τι κάποτε όρθωνε ψυχή, τώρα διαφημίζεται σε τοίχους ψητοπωλείων. Άγρα πελατών. Η παράδοση δεν είναι πια μια ζωντανή συνέχεια, αλλά μια αποστειρωμένη αναπαράσταση: ένα σκηνικό, όπου οι πρωταγωνιστές –«αυθεντικοί» Κρητικοί– παίζουν κατά παραγγελία τον ρόλο του «διαφορετικού», του «ανυπότακτου», του «ντόπιου» που ξεχωρίζει –αλλά πάντα τόσο, όσο να χωράει στο πακέτο του επισκέπτη ή του τηλεθεατή.
Ο «μέγας ευνούχος»* της Κρήτης –ο ταλαντούχος ιδιότροπος που κοιτάζει ό,τι θαυμάζει ή ό,τι νιώθει πως του υπολείπεται, πίσω από γρίλιες– με μια ένσταση, ναι, με ηδονικό ερεθισμό μπροστά στην κουζουλάδα των άλλων (που δεν μπορεί να φτάσει), έβαλε τα θεμέλια για μια Κρήτη ανύπαρκτη, ψεύτικη, δέσμια μιας πάση θυσία πρωτοπορίας.
Όχι πως δεν υπήρχε το κατάλληλο έδαφος να καλλιεργηθεί η «κουζουλάδα» –αλλά τι, όταν η ανδρεία εκπέσει σε βερμπαλισμούς, κούφια λόγια, μπαλοθιές και κούπες;
Γιατί όπου δεν υπάρχει καλλιέργεια, απλώνουν ρίζα τα υποκατάστατα. Οι πρακτικές αυτές –θορυβώδεις, πρόχειρες, αλλά εντυπωσιακές– δεν απευθύνονται σε μια κοινότητα με εσωτερική πυξίδα, αλλά σε ένα κοινό. Σε κοινό που δεν διψά για ουσία, αλλά για εντύπωση και εύκολη ταύτιση. Εκεί, στο κενό που αφήνει η έλλειψη βάθους και αυτογνωσίας, έρχεται το δήθεν να στεριώσει. Σαν παράσιτο που τρέφεται από τον κορμό της μνήμης και ντύνεται τα χρώματα της αυθεντικότητας.
Και τότε, ο ντελάλης βαφτίζεται ριζίτης. Ο ναρκισσιστής, «καλλιτέχνης». Ο φωνακλάς, «λεβέντης». Ο καραγκιόζης, «αντικομφορμιστής». Όλα ισοπεδώνονται κάτω από τον θόρυβο της ανάγκης για προβολή· όχι της ψυχής, μα της εικόνας της. Και το χειρότερο; Το δήθεν απορρίπτει την κριτική, όχι με επιχειρήματα, αλλά με θράσος. Με τη βεβαιότητα του ακαλλιέργητου, που έχει μάθει ότι, αν φωνάξεις αρκετά, κάτι θα φανεί πως είπες.
* Δάνειο από τον φίλο Β.Λ.
⸙⸙⸙
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Δείτε τα περιεχόμενα του δέκατου έκτου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]