frear

Ιχνηλατώντας τον ρεαλισμό στον Κ. Καρυωτάκη: η περίπτωση του ποιήματος «Γραφιάς» ‒ γράφει ο Γιώργος Τ. Τσερεβελάκης

Στο συγκεκριμένο μελέτημα θα αποπειραθούμε να ιχνηλατήσουμε ολικώς τα στοιχεία ρεαλισμού που χαρακτηρίζουν το ποίημα «Γραφιάς» του Κ. Καρυωτάκη από την συλλογή Νηπενθή (ενότητα: «Η Σκιά των Ωρών») [1]. Θεωρούμε εκ προοιμίου ότι ο «Γραφιάς» είναι ένα προγραμματικού χαρακτήρος ποίημα, αναφορικά με τους μηχανισμούς λειτουργίας ενός ιδιάζοντος ρεαλισμού σε αυτό. Όταν αναφερόμαστε στον ιδιάζοντα ρεαλισμό, εννοούμε ότι στο εν λόγω ποίημα του Καρυωτάκη υπερβαίνονται οι κλασικές συμβάσεις του ηθογραφισμού και το πεδίο δράσης μεταφέρεται αυτόχρημα στο πλαίσιο της αστικής ζωής. Έτσι, γίνεται λόγος για ένα νεοαστικό ρεαλισμό, με ευρύτερες εκδοχές, όπως είναι «η ιεραρχία, η υπαλληλία, το γραφείο, η γραφειοκρατία» [2]. Πρόκειται για τον νεότευκτο (για την εποχή) ρεαλισμό του γραφειοκράτη, του δημοσίου υπαλλήλου που αναλώνει τις περισσότερες ώρες της ημέρας, αλλά και το κύριο απόθεμα της ενέργειάς του, μέσα στο γραφείο του.

Το ποίημα «Γραφιάς» είναι ένα από τα πρώτα συνθέματα που αναφέρονται στην δημοσιοϋπαλληλική ζωή του Καρυωτάκη. Σε αυτό ο συμβολισμός είναι διάχυτος και έκδηλος παντού, ένας μελαγχολικός τόνος το χαρακτηρίζει και μια υποβόσκουσα ειρωνεία λανθάνει σχεδόν αδιόρατη [3]. Αυτό που επικρατεί είναι μια «αστική φύσις», με την οποίαν ο ποιητής αλληλεπιδρά συνεχώς σε πολλαπλά επίπεδα. Ο τρόπος που το πραγματοποιεί είναι, σε αρχικό επίπεδο, ο εξής: συνδέει την εσωτερική αλλοτρίωση του εαυτού του με την εξωτερική πραγματικότητα (που είναι η αστική φύσις) μέσω της ενεργοποίησης των αισθήσεων. Αυτές είναι κατά σειρά, όπως εμφανίζονται παρενθετικά εν είδει σχολίου μέσα στο ποίημα, η κίνηση, ο ήχος και το φως. Πρόκειται για μια συγκεκριμένη φιλοσοφία ρεαλισμού, η οποία υπηρετεί το αίτημα της ενάργειας, όπως διαφαίνεται από τα συμφραζόμενα του ποιήματος αλλά και από τις προγραμματικές προθέσεις του ποιητή. Αναπτύσσεται δηλαδή μια ιδιαίτερη δυναμική με την αρωγή του αισθητικού αντιτύπου που προκαλείται από την χρήση των εντός παρενθέσεων στίχων στο ποίημα. Έτσι επιτυγχάνεται μια ανανοηματοδότηση στον καμβά ρεαλισμού που συνέχει το κείμενο, οικοδομώντας εν ταυτώ ένα νεόκοπο μοντερνισμό.

Με βάση τις παραπάνω μεθοδολογικές προϋποθέσεις, η μοντερνικότητα του Καρυωτάκη είναι στην ουσία το αντικείμενο εξέτασής μας στο αυτοαναφορικό του ποίημα «Γραφιάς». Θεμελιακή επιδίωξη της ιχνηλάτησης που προεξαγγείλαμε από τον τίτλο του άρθρου κιόλας είναι να εντοπίσουμε το πώς αντιλαμβανόταν η ποιητής την πραγματικότητα ως ουσία, περιεχόμενο και μορφή.

Ο Καρυωτάκης μπορεί να μην είναι ο ποιητής «πρώτης γραμμής», αλλά το βέβαιο είναι ότι κατέχει ένα από τα υψηλότερα βάθρα στο πάνθεον της νεοελληνικής ποίησης κατά τον 20ό αιώνα. Αυτό γιατί κατάφερε ενωρίς να εδραιωθεί στο καλλιτεχνικό στερέωμα της εποχής του, όχι με τον αδόκητο θάνατό του, αλλά με την βαθιά φιλοσοφημένη και μοντέρνα ποίηση που συνέθεσε. Πρωτοτυπεί διότι υπερβαίνει τις παραδεδομένες φόρμες και εγκαθιδρύει μια νέα avant-garde ποιητική, η οποία συνέχει καθ’ ολοκληρίαν το corpus των έργων του. Συστατικό στοιχείο της εν λόγω υφολογικής ταυτότητος είναι ότι παρουσιάζει και περιγράφει τα πράγματα ως έχουν, εφαρμόζοντας δηλαδή την πρώτιστη επιταγή του ρεαλισμού που είναι η ακριβής αναπαράσταση της πραγματικότητας. Στη νεοελληνική λογοτεχνία, έως και την εποχή του Καρυωτάκη, ο ρεαλισμός ήκμαζε στο ηθογραφικό του πλαίσιο: ήταν εξωτερικός, σχεδόν ζωγραφικός και εξεικόνιζε την ζωή της υπαίθρου (ένα ολότελα ξένο πεδίο αναφοράς για τον ποιητή που δραστηριοποιείτο σε αστικό περιβάλλον). Ο Καρυωτάκης μετέφερε και προσοικείωσε αυτές τις συμβάσεις στο αστικό περιβάλλον και κατέστη ο βασικός εισηγητής του αστικού ρεαλισμού. Νοηματοδότησε εκ νέου τον ρεαλισμό και τον έκανε προσιτό και κατανοητό για τους ανθρώπους της πόλεως. Όπως λέει και ο Τέλλος Άγρας, «Με την ποίηση του Καρυωτάκη αυτός ο ρεαλισμός έγινε νεοαστικός.» [4]

Προτού όμως προχωρήσουμε στην καθαυτή ανάλυση επί του ποιήματος, οφείλουμε να διευκρινίσουμε βασικές συνθήκες του raison d’ être του επιχειρήματος περί ρεαλισμού στην ποίηση του Καρυωτάκη. Η ρεαλιστική στάση δεν περιλαμβάνει μόνον βιώματα, εμπειρίες και εικόνες από την καθημερινότητα, αλλά ταυτοχρόνως στοχεύει στο να επιδείξει την επήρεια του φυσικού και κοινωνικού περιβάλλοντος στις διαδικασίες που περιγράφονται στο ποίημα. Αναπαριστώντας την πραγματικότητα ως απότοκο των κοινωνικών νορμών, ο ποιητής δημιουργεί μια προϋπόθεση ρεαλισμού· μια τέτοια προοπτική παροτρύνει τον αναγνώστη να θεωρήσει κατά τρόπον δυναμικό τον κόσμο, ως υποκείμενο σε μεταβολές που αφορμώνται από κοινωνικούς παράγοντες. Κατ’ ουσίαν, ο ρεαλισμός είναι το άθροισμα διαφόρων συμβάσεων. Ο «Γραφιάς» είναι νεορεαλιστικό ποίημα, όχι γιατί επιτρέπει στους αναγνώστες να εμφιλοχωρήσουν περισσότερο στα μυστικά του κόσμου, αλλά για τον λόγο ότι έχει την ικανότητα να παραγάγει ένα ενοποιημένο, δραματικού τύπου λογοτεχνικό σύμπαν.

Στο σημείο αυτό υπεισέρχεται η πρώτη κινούσα ισχύς του ρεαλισμού, η οποία επιτρέπει στον ποιητή να αντλήσει την διαλεκτική του από την πραγματικότητα, ώστε να ανακαλύψει τον κόσμο όπου ζει και δρα. Η Τέχνη λοιπόν για τον Καρυωτάκη παύει να ασχολείται με τα αιώνια ζητήματα που απασχολούν τον άνθρωπο και επικεντρώνεται αυτόχρημα στην ιστορικότητα των στιγμών κατά την λογοτεχνική έμπνευση και εκτέλεση. Υπ’ αυτό το πρίσμα γεννάται ο μοντερνισμός, ο οποίος μετέβαλε την στατικότητα και την διαχρονικότητα της πραγματικότητας όπως την είχε δομήσει ο κλασικισμός. Το κυριώτερο χαρακτηριστικό του μοντέρνου ρεαλισμού είναι η πολλαπλότητα και η ποικιλία σε αντίθεση με τις φόρμες της παράδοσης που προήγαγαν την ενιαία και σταθερή σύλληψη του κόσμου. Συνάγεται έτσι ότι η δραματική τέχνη που εφαρμόζει ο Καρυωτάκης είναι ανώτερη της ιστορικότητας· ο ρεαλισμός είναι αυτός που επιφέρει την πρόοδο και τη μοντερνικότητα. Ας δούμε όμως καλλίτερα το πώς λειτουργεί.

Ο αληθής ρεαλισμός του Καρυωτάκη υπερβαίνει τον υπάρχοντα δυαλισμό μεταξύ της εσωτερικής (ψυχολογικής, ατομικής) και της εξωτερικής πραγματικότητας. Σε αυτό καθοριστικό ρόλο έχει η λειτουργικότητα του μέσου (medium), με το οποίο ο ποιητής «διαβάζει» τον χώρο: αυτό είναι το τραπέζι που μέσα στο ποίημα αποτελεί την έδρα του καλλιτέχνη και την αφετηρία των προβληματισμών του. Το τραπέζι, που εμφανίζεται στην α’ στροφή του ποιήματος, είναι κατά τον ποιητή «αχάριστο», δηλαδή δεν αναγνωρίζει τους κόπους του και εξακολουθεί να τον εμποδίζει να αποδράσει από την ζοφερή κατάστασή του:

«Οι ώρες μ’ εχλώμιαναν, γειρτός που βρέθηκα ξανά
στο αχάριστο τραπέζι.»

Το τραπέζι ορίζει την δυνατότητα και το εύρος του ρεαλισμού που διατρέχει το ποίημα, ο οποίος ερείδεται στην δραματουργική λειτουργικότητα των λέξεων και στην ταυτόχρονη πρόθεση του ποιητικού υποκειμένου να εντοπίσει το σημείο ταύτισης πραγματικότητας και φαντασίας, ίσως και πέραν αυτής. Διαθέτει μια απολυτρωτική δύναμη που συντελεί στην απομάκρυνση του καλλιτέχνη από την φενάκη της καθημερινότητας.

Η φενάκη (ή αλλιώς μια αιώνια πλήξη) [5] αυτή είναι η εργασία του, η οποία συγκροτεί ένα εξουθενωτικό ψυχολογικό πλέγμα γύρω του: στ. 5-6, «Διπλώνοντας το στήθος μου, γυρεύω αναπνοή στη σκόνη των χαρτιώ μου.» Πρόκειται για μια διαπάλη που τείνει να ολοκληρωθεί· η ελπίδα της σωτηρίας του είναι η καταφυγή στην συναισθηματική σφαίρα: στ. 11-12, «Στο βάζο ξέρω δίπλα μου δυο κρίνους φωτεινούς. Σα να ’χουν βγει σε τάφο.» Από αυτό το τέλμα εξάγεται μόνον όταν προβαίνει σε ρήξη με την καθημερινότητα που απεχθάνεται και προκρίνει αντ’ αυτής μια ρεαλιστική κανονικότητα που ταυτίζεται με τον υπερρεαλισμό. Το σημείο ταύτισης είναι οι παρενθέσεις, που εμφανίζονται στο δεύτερο δίστιχο κάθε στροφής και αποτελούν ένα είδους σχολίου και οραματικής συνθήκης:

α’ στροφή:

«(Απ’ τ’ ανοιχτό παράθυρο στον τοίχο αντικρινά/ο ήλιος γλιστράει και παίζει.)»

β’ στροφή:

«(Σφύζει γλυκά και ακούγεται χιλιόφωνα η ζωή/στα ελεύθερα του δρόμου.)»

γ΄ στροφή:

«(Στο βάζο ξέρω δίπλα μου δυο κρίνους φωτεινούς./Σα να ’χουν βγει σε τάφο.)»

Καταλυτικό ρόλο και λειτουργία εδώ κατέχουν ορισμένες λέξεις, οι οποίες σηματοδοτούν το ρεαλιστικό στοιχείο μέσα στο ποιητικό συγκείμενο: Το «ανοιχτό παράθυρο» είναι η πρώτη διέξοδος που προκαλεί τον ποιητή να στρέψει αλλού την ματιά του. Ο «ήλιος γλιστράει και παίζει» είναι μια φράση στην οποία τα ρήματα που σημαίνουν κίνηση αναδεικνύουν ένα παραδοξολόγημα σε συνάρτηση με το υποκείμενό τους· είναι ταυτόχρονα ρεαλιστικό και υπερρεαλιστικό συναίσθημα αυτό που γεννάται στον ποιητή. Στην β’ στροφή «Σφύζει γλυκά και ακούγεται χιλιόφωνα η ζωή», με το ρήμα σφύζει και το επίρρημα χιλιόφωνα να αποδίδουν εύγλωττα και με ενάργεια την ένταση της καθημερινότητας. Στην γ’ στροφή συναντάμε τους «φωτεινούς κρίνους», μια σαφής υπερρεαλιστική έκφραση που έρχεται σε αντιδιαστολή με την κατακλείουσα φράση του ποιήματος «[…] Σὰ νά ‘χουν βγεῖ σὲ τάφο.)». Οι «φωτεινοί κρίνοι» είναι πραγματικά το λυτρωτικό αντικείμενο που χαρίζει στον ποιητή την απεμπλοκή του από τον ασφυκτικό χώρο του γραφείου του. Με τις σωματικές του δυνάμεις να τον εγκαταλείπουν, ο ποιητής έχει ως μέσον σωτηρίας την φωτεινότητα των κρίνων, την φλόγα που θάλπει και γονιμοποιεί την καλλιτεχνική του έμπνευση.

Όπως προείπαμε, ο ιδιάζων ρεαλισμός του Καρυωτάκη, πρωτόγνωρος και καινοτόμος για την εποχή του [6], μας ωθεί να αναλογιστούμε εκ νέου την στάση του έναντι της ποιήσεως, η οποία αναμφισβήτητα συνετέλεσε στην επικράτηση του μοντερνισμού στην νεοελληνική ποίηση του Μεσοπολέμου. Το βασικό στοιχείο που τον έκανε να ξεχωρίζει ήταν η κατάφαση για ένα κοινωνιοψυχολογικό ρεαλισμό, μια τω όντι επαναστατική ενέργεια σε μια κοινωνία που ήταν αυστηρά προσκολλημένη σε παγιωμένα πρότυπα και ψυχολογικές διαθέσεις [7]. Για τον Καρυωτάκη η ποίηση ήταν το μέσον για να διασπάσει τα δεσμά μιας αφόρητης καθημερινότητας και να προσδώσει έτσι στον ρεαλισμό μια εξαίρετη διηγητική διάσταση που αποκαλύπτει τους κοινωνικούς παράγοντες που δύνανται να επηρεάσουν την ανθρώπινη συμπεριφορά και να την οδηγήσουν σε μια νέα θεώρηση της ζωής και των βιωμάτων της.

Βιβλιογραφικές αναφορές:

Glicksberg Ch. I., «The Poetry of Surrealism», Prairie Schooner 23 (1949), σσ. 302-313.

Matthews J. H., «Surrealism, Politics, and Poetry», Mosaic: An Interdisciplinary Critical Journal 3, Politics and Literature (1969), σσ. 1-13.

Δημηρούλης Δ. (επιμ.), Κ. Γ. Καρυωτάκης, Ποιήματα και Πεζά, εκδ. Gutenberg, Αθήνα 2017.

Μακρίδης Γ., «Ο δημοσιοϋπαλληλικός βίος στην ποίηση του Καρυωτάκη», διαθέσιμο στο ηλεκτρονικό Φρέαρ, στον εξής σύνδεσμο: https://frear.gr/?p=15368 (Πρόσβαση την 23-7-2020).

Ντουνιά Χ., Κ. Γ. Καρυωτάκης: Η αντοχή μιας αδέσποτης τέχνης, εκδ. Καστανιώτης, Αθήνα 2000.

Σαββίδης Γ. Π. (επιμ.), Κ. Γ. Καρυωτάκης, Ποιήματα και πεζά, εκδ. Εστία, Αθήνα 32008.

Σακελλαριάδης Χ. (επιμ.), Κ. Γ. Καρυωτάκης, Άπαντα: έμμετρα και πεζά, Αθήνα 1938.

Σημειώσεις

1. Στην εργασία μας θα παραπέμπουμε εφεξής στην πρόσφατη έκδοση του καρυωτακικού corpus σε επιμέλεια του Δ. Δημηρούλη: Κ. Γ. Καρυωτάκης, Ποιήματα και Πεζά, εκδ. Gutenberg, Αθήνα 2017. Επίσης, πρέπει να αναφέρουμε την παλαιότερη έκδοση των ποιημάτων του Κ. Καρυωτάκη από τον Γ. Π. Σαββίδη: Κ. Γ. Καρυωτάκης, Ποιήματα και πεζά, εκδ. Εστία, Αθήνα 2008 (3η έκδοση).

Στην έκδοση Δημηρούλη το ποίημα «Γραφιάς» εντοπίζεται στην σ. 214, ενώ σε αυτήν του Σαββίδη στην σ. 37. Στο σημείο αυτό ας μας επιτραπεί ένας μικρός σχολιασμός των γραφικών διαφορών που υπάρχουν στις δύο εκδόσεις [συντομογραφημένες ως εξής: Δημηρούλης = Δ., Σαββίδης = Σ.]. Στον Δ., στ. 3 υπάρχει η γραφή ἀντικρυνὰ, ενώ στον Σ. ἀντικρινὰ· στον Δ., στ. 4 βρίσκουμε την γραφή γλυστράει, ενώ στον Σ. γλιστράει· στον Δ., στ. 12 ο εκδότης υιοθετεί το νἄχουν, ενώ ο Σ. την γραφή νά ‘χουν· στον Δ. στ. 12 στο τέλος του στίχου μετά την παρένθεση σημειώνεται τελεία, ενώ στον Σ. η τελεία υπάρχει μετά την παρένθεση. Προφανώς, ο Δ. Δημηρούλης υιοθετεί την κειμενική εκδοχή της έκδοσης των Απάντων του Καρυωτάκη το 1938: Κ. Γ. Καρυωτάκης, Άπαντα: έμμετρα και πεζά, [επιμ. Χ. Σακελλαριάδης], Αθήνα 1938. Από την άλλη, ο Σαββίδης φαίνεται ότι προσπάθησε να απλουστεύσει την ορθογραφία του ποιήματος, εφαρμόζοντας μια πιο «δημοτικιστική» προσέγγιση. Αυτό όμως είναι ένα ζήτημα που δεν θα μας απασχολήσει περαιτέρω στο πλαίσιο της παρούσης μελέτης.

2. Τ. Άγρας, «Ο Καρυωτάκης και οι ‘’Σάτιρες’’», ως κριτικό σημείωμα με αρ. 5 στην έκδοση Δημηρούλη, Καρυωτάκης, Ποιήματα και Πεζά, σ. 537.

3. Βλ. Γ. Μακρίδης, «Ο δημοσιοϋπαλληλικός βίος στην ποίηση του Καρυωτάκη», διαθέσιμο στο ηλεκτρονικό Φρέαρ, στον εξής σύνδεσμο: https://frear.gr/?p=15368 (Πρόσβαση την 23-7-2020).

4. Βλ. Τ. Άγρας, ό.π., σ. 537.

5. Βλ. Χ. Ντουνιά, Κ. Γ. Καρυωτάκης: Η αντοχή μιας αδέσποτης τέχνης, εκδ. Καστανιώτης, Αθήνα 2000, σ. 416.

6. Βλ. Ch. I. Glicksberg, «The Poetry of Surrealism», Prairie Schooner 23 (1949), σ. 303.

7. Βλ. J. H. Matthews, «Surrealism, Politics, and Poetry», Mosaic: An Interdisciplinary Critical Journal 3, Politics and Literature (1969), σ. 5 κ. εξ.

[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Δείτε τα περιεχόμενα της έντυπης έκδοσης εδώ.]

Σε λίγο καιρό κοντά σας με νέο ηλεκτρονικό τεύχος στο mag.frear.gr

Mag.frear.gr – Τα ηλεκτρονικά μας τεύχη