frear

Υποταγή: δυσοίωνη προφητεία ή φάρσα; – γράφει ο Γεώργιος Θ. Ζώης

Michel Houellebecq, Υποταγή, μτφρ. Λίνα Σιπητάνου, Εστία, Αθήνα 2015.

Η Υποταγή (Soumission) είναι ένα από τα πιο χαρακτηριστικά μυθιστορήματα του αμφιλεγόμενου Γάλλου συγγραφέα Michel Houellebecq. Γνωρίζοντας την πορεία και τα παλαιότερα βιβλία του συγκεκριμένου συγγραφέα (π.χ. Η επέκταση του πεδίου της πάλης, Τα στοιχειώδη σωματίδια), αλλά και από τα πιο πρόσφατα όπως η Σεροτονίνη, ο υποψήφιος αναγνώστης δεν μπορεί παρά να είναι υποψιασμένος.

Καταρχάς από το θέμα του βιβλίου: στο όχι πολύ μακρινό μέλλον (2022), στη Γαλλία εμφανίζεται ως υποψήφιος για το αξίωμα του Προέδρου της Δημοκρατίας ο επικεφαλής ενός νεοπαγούς ισλαμικού κόμματος («Μουσουλμανική Αδελφότητα»), την ίδια στιγμή που το «Εθνικό Μέτωπο» της Marine Le Pen διεκδικεί με αξιώσεις την πρώτη θέση. Τίθενται υπό αμφισβήτηση αφενός μεν το παλαιό πολιτικό σύστημα (και κατ’ επέκταση η παραδοσιακή –και αναγόμενη στην εποχή της Γαλλικής Επανάστασης– διάκριση μεταξύ Δεξιάς και Αριστεράς) και αφετέρου όλες οι αξίες στις οποίες στηρίζεται η Ε΄ Γαλλική Δημοκρατία και γενικότερα ο σύγχρονος δυτικός πολιτισμός. Σε ένα δεύτερο επίπεδο, το βιβλίο αποκτά ιδιαίτερο ενδιαφέρον (ενδεχομένως και εκεί να οφείλεται εν μέρει η εκδοτική του επιτυχία) από το γεγονός ότι την ημέρα που κυκλοφόρησε σημειώθηκε (7 Ιανουαρίου 2015) η επίθεση στα γραφεία της σατιρικής εφημερίδας Charlie Hebdo, στο εξώφυλλο της οποίας υπήρχε ένα σκίτσο του συγγραφέα. Για να επανέλθουμε όμως στην ιστορία, κεντρικός ήρωας είναι ο François, ένας Καθηγητής Λογοτεχνίας του 19ου αιώνα στο Πανεπιστήμιο της Σορβόννης, η διδακτορική διατριβή του οποίου πραγματεύεται το έργο του συγγραφέα Joris-Karl Huysmans, μιας «σκοτεινής» μορφής των γαλλικών γραμμάτων του 19ου αιώνα, που –με βάση τα θέματα των βιβλίων του, αλλά και την ιδιάζουσα γλώσσα του– θα μπορούσε να χαρακτηριστεί εκπρόσωπος της «παρακμιακής» λογοτεχνίας της εποχής (αξίζει να σημειωθεί ότι πρόσφατα κυκλοφόρησε σε μετάφραση της Ρίτας Κολαΐτη από τις εκδόσεις Στερέωμα το εμβληματικό βιβλίο του συγγραφέα αυτού Ανάστροφα – À rebours). Ο François, περίπου 40-45 ετών, με ελάχιστα ενδιαφέροντα, με ασταθή προσωπική ζωή (συνάπτει περιστασιακές σχέσεις με τις φοιτήτριές του), στα όρια του αλκοολισμού και με αδιαφορία για την πολιτική («ένιωθα πολιτικοποιημένος όσο και το χαρτί τουαλέτας») παρουσιάζει κοινά χαρακτηριστικά –τουλάχιστον ως προς την παρακμιακή ατμόσφαιρα που έχει διαμορφώσει γύρω του– με τον χαρακτήρα της έρευνάς του, τον Huysmans, τον οποίο άλλωστε ο ίδιος αποκαλεί «φίλο και πιστό σύντροφο»ꞏ παράλληλα, θα μπορούσε κανείς να πει ότι εκπροσωπεί την ίδια την παραπαίουσα Δύση, που κινείται αδιάφορη χωρίς όραμα και σχέδιο, σα να βρίσκεται σε αφασία και υπό την καθοδήγηση ενός «αυτόματου πιλότου», μια Δύση, τις αξίες και κατακτήσεις της οποίας είναι έτοιμοι να εκθεμελιώσουν όσοι αμφισβητούν τον πολιτισμό της, είτε υπερθεματίζοντας υπέρ των ιδιαιτεροτήτων της (π.χ. οι εκπρόσωποι των «ταυτοτικών» κινημάτων), είτε αμφισβητώντας (έστω φορώντας ένα προσωπείο μετριοπάθειας) τις κατακτήσεις της (π.χ. οι εκπρόσωποι του πολιτικού Ισλάμ).

Τη στιγμή που ο κεντρικός ήρωας παλεύει με τους «δαίμονές» του, η Γαλλία οδεύει προς τις προεδρικές εκλογές μέσα σε ένα κλίμα έντασης, αβεβαιότητας και σχεδόν στα πρόθυρα της εμφύλιας σύρραξης, που συντηρείται από τα εξτρεμιστικά στοιχεία της Δεξιάς και από ακραίους Ισλαμιστές. Ωστόσο, το περιβάλλον του ήρωα, όπως άλλωστε εν μέρει και ο ίδιος, φαίνεται να τελεί σε συνθήκες αποχαύνωσης (πολύ χαρακτηριστική είναι η σκηνή όπου περιγράφεται ένα κοκτέιλ πάρτι που διοργανώνει ένα Λογοτεχνικό περιοδικό, το οποίο σταματά κάπως απότομα εξ αιτίας των συγκρούσεων μεταξύ αντίπαλων παρατάξεων που λαμβάνουν χώρα σε μικρή απόσταση από την εκδήλωση). Τίθεται, μεταξύ πολλών άλλων, το ερώτημα: μήπως όλα αυτά σηματοδοτούν το τέλος της εποχής της Νεωτερικότητας; Μήπως ο Δυτικός πολιτισμός, όπως αυτός οικοδομήθηκε με τα πνευματικά υλικά του Διαφωτισμού έχει τεθεί σε οριστική τροχιά παρακμής ακριβώς επειδή από ένα σημείο κι έπειτα προέταξε την οικονομική, υλιστική, ακόμα και την σαρκική ευμάρεια; Ποια θα μπορούσε να είναι η απάντηση; Μια επιστροφή στη βεβαιότητα και στη «μεταφυσική» αίσθηση μιας «συλλογικής ασφάλειας» που θα μπορούσε ενδεχομένως να προσφέρει η πίστη (σε έναν ηγέτη ή σε μια θρησκεία ή σε μια αφηρημένη Ιδέα); Η ήττα των παραδοσιακών πολιτικών δυνάμεων (Σοσιαλιστών και γκωλικής Δεξιάς) στις προεδρικές εκλογές συμβολίζει την κρίση του συστήματος, που «αντισταθμίζεται» από την «ανάδυση» (ή μήπως από την τερατογένεση;) μιας Άκρας Δεξιάς, η οποία εν όψει του δεύτερου γύρου πασχίζει να αμβλύνει τις γωνίες του πολιτικού της λόγου και ενός –φαινομενικά μόνο– μετριοπαθούς ισλαμικού κόμματος. Στην περίπτωση εκλογικής νίκης της πρώτης, η χώρα θα κάνει μια απότομη (;) στροφή προς τον ακραίο αντισυστημικό και εθνικιστικό λαϊκισμό. Στην περίπτωση εκλογικής νίκης του ισλαμιστή υποψηφίου, θα αμφισβητηθούν οι βάσεις και οι αρχές του κοσμικού κράτους και της ισότητας, με πρώτα θύματα, όπως είναι αναμενόμενο, την παιδεία και τις γυναίκες. Ερωτάται λοιπόν τι θα κάνουν τα κόμματα της Δεξιάς και της Αριστεράς που αποκλείστηκαν στον α΄ γύρο;

Ο έως εκείνη την στιγμή αδιάφορος για τα πολιτικά δρώμενα πρωταγωνιστής αισθάνεται για πρώτη φορά να επηρεάζεται και σε ατομικό-προσωπικό επίπεδο από τις πολιτικές εξελίξεις: από τη μια πλευρά φαίνεται να τρομάζει με την ιδέα νίκης της ακροδεξιάς υποψήφιας, από την άλλη πλευρά μια πιθανή νίκη του μουσουλμάνου υποψηφίου απειλεί τη θέση του στο πανεπιστήμιο, αλλά και τη σχέση που διατηρεί (την πιο μακρόχρονη, αν και προβληματική) με μια νεαρή εβραϊκής καταγωγής φοιτήτριά του. Μέσα σε συνθήκες πολιτικής αβεβαιότητας –με τις συγκρούσεις να μαίνονται στο Παρίσι– και προσωπικής καταρράκωσης –η ερωμένη του εγκατέλειψε μαζί με την οικογένειά της τη Γαλλία για να εγκατασταθεί οριστικά στο Ισραήλ υπό τον φόβο της νίκης του μουσουλμάνου υποψηφίου– ο François μεταβαίνει στην επαρχία, πεπεισμένος (ίσως όμως όχι και απόλυτα) ότι οι συγκρούσεις θα επεκταθούν. Στο πλαίσιο αυτής της περιπλάνησης, ο François θα βρεθεί διαδοχικά στο Martel της Νοτιοδυτικής Γαλλίας, γενέτειρας του Καρόλου Μαρτέλου –ο οποίος νίκησε τους Άραβες το 732 μ.Χ. στη μάχη του Poitiers ανακόπτοντας την επέλασή τους στην Ευρώπη–, στη συνέχεια στο Rocamadour, όπου θα ζήσει μια εμπειρία «μυστικιστικού χαρακτήρα» όταν θα βρεθεί μπροστά στο άγαλμα της Μαύρης Παρθένου (Vierge Noire) και, τέλος, στο αββαείο του Ligugé όπου έμεινε ως μοναχός για ένα διάστημα ο ίδιος ο Huysmans, μετά τη μεταστροφή του στον καθολικισμό. Η γεμάτη συμβολισμούς περιπλάνηση, κατά την διάρκεια της οποίας ο François θα συναντήσει ένα φιλικό ζευγάρι, διανθίζεται από ένα κύμα σκέψεων που αντικατοπτρίζουν την υπαρξιακή αγωνία του ήρωα όχι μόνο για την τύχη του ιδίου, αλλά και του κόσμου τον οποίο γνώριζε. Η επιστροφή του στο Παρίσι συνδέεται με την εξέλιξη της ιστορίας, όπως αυτή διαμορφώνεται μετά το αποτέλεσμα των Προεδρικών εκλογών και τον σχηματισμό της νέας κυβέρνησης. Τότε ο François, έχοντας επίγνωση του τέλματος στο οποίο έχει βρεθεί σε επίπεδο διανοητικό, προσωπικό και εν γένει υπαρξιακό, θα κληθεί να προβεί σε επιλογές οι οποίες θα καθορίσουν την μελλοντική του θέση σε μια Γαλλία εντελώς διαφορετική από εκείνη που έως τότε γνώριζε.

Η Υποταγή, μυθιστόρημα γραμμένο με τρόπο ευθύ και γλαφυρό –ενίοτε εξοργιστικά ωμό (όπως τα περισσότερα βιβλία του συγγραφέα άλλωστε) ή κυνικό (ιδίως στην περιγραφή σεξουαλικών σκηνών)– εστιάζει περισσότερο στην ισχύ της θρησκείας εν γένει (όχι μόνο του Ισλάμ) και στον τρόπο με τον οποίο μπορεί να λειτουργήσει ακόμα και σε μια προηγμένη κοινωνία που αναγνωρίζει, ωστόσο, τη θλιβερή της αποτελμάτωση, μια αποτελμάτωση αντίστοιχη με τον προσωπικό κυνισμό του πρωταγωνιστή («…έφυγα από το πνεύμα, είχα περισταλεί στο ελαττωματικό θνητό μου κορμί» γράφει μετά την «μυστικιστική» εμπειρία του ενώπιον του αγάλματος της Μαύρης Παρθένου). Είναι βέβαιο ότι ο συγγραφέας επιδιώκει να «ταράξει τα νερά», να λειτουργήσει με έναν «προβοκατόρικο τρόπο» και να προβληματίσει (όχι απαραιτήτως να προκαλέσει), αν και το φινάλε της ιστορίας είναι μάλλον κάπως απλοϊκό, αν όχι απότομο. Διόλου τυχαία, άλλωστε, η κριτική προς το πρόσωπό του: μισογύνης, μηδενιστής, εκπρόσωπος της ισλαμοφοβίας, πορνογράφος. Ανεξαρτήτως του αν συμφωνεί κανείς ή όχι, το βέβαιο είναι ότι το συγκεκριμένο βιβλίο διατηρεί αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη και απελευθερώνει τη φαντασία και τη σκέψη του, γεγονός που οφείλεται και στην μετάφραση της Λίνας Σιπητάνου. Η αισθητικά προσεγμένη έκδοση της ΕΣΤΙΑΣ προσθέτει μια τελευταία πινελιά στο σύνθετο (ή κατ’ άλλους ασπρόμαυρο) σκηνικό του βιβλίου.

[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Δείτε τα περιεχόμενα της έντυπης έκδοσης εδώ.]

Σε λίγο καιρό κοντά σας με νέο ηλεκτρονικό τεύχος στο mag.frear.gr

Mag.frear.gr – Τα ηλεκτρονικά μας τεύχη

%d bloggers like this: