frear

Για την ποιητική συλλογή του Δημήτρη Π. Κρανιώτη «Ρυτίδες στον καφέ» – γράφει ο Σταύρος Γκιργκένης

Η καινούργια ποιητική συλλογή του Δημήτρη Π. Κρανιώτη Ρυτίδες στον καφέ (εκδ. Κέδρος 2024) ξεκινά σαν το πρώτο ανεπαίσθητο ρίγος του καφέ πριν από την πρώτη γουλιά και καταλήγει ως χρονικό μιας ολόκληρης, δύσκολης εποχής. Ο τίτλος της προϊδεάζει για την κεντρική μεταφορά: οι «ρυτίδες» πάνω στον καφέ γίνονται μικροσκόπιο του χρόνου και καθρέφτης του δημιουργικού άγχους, όπου αντανακλάται αυθεντικά η αγωνία της γραφής, όταν το ανεξόφλητο «ίδιο ποίημα» επιστρέφει κάθε πρωί ζητώντας λύτρωση και ο νους ανακαλεί το καθήκον του ποιητή απέναντί στον λόγο, προτού καν ακουμπήσει το χέρι στο χαρτί: «Με τόσες ρυτίδες στον καφέ / με καρφωμένο το ίδιο ποίημα ξανά στο μυαλό μου». Έτσι, εξαρχής ο αναγνώστης εισάγεται στη βασική σκηνοθεσία: ο χρόνος μετριέται όχι σε ώρες αλλά σε στίχους, και ο χώρος δεν είναι παρά η σελίδα όπου αυτοί οι στίχοι αφήνουν τα δικά τους ίχνη. Η επιφάνεια του ροφήματος πάλλεται, ακριβώς όπως η σκέψη, αποτυπώνοντας «ρυτίδες» μνήμης, φθοράς και επανεκκίνησης, σ’ ένα τελετουργικό που μεταμορφώνεται σε καθολικό ερώτημα για το νόημα της ποίησης.

Σύντομα, όμως, η ατομική χροιά της φωνής γίνεται έκφραση του συλλογικού άγχους μιας ολόκληρης κοινωνίας που βιώνει οντολογική αλλοίωση. Η πανδημία εισβάλλει όχι με ρεαλιστικές λεπτομέρειες, αλλά σαν αίσθηση αποκοπής: «Έγκλειστοι στο όχι / Γεμίσαμε δειλές προσμονές» (στο ποίημα «Εγκλεισμός»). Το αρνητικό μόριο «όχι» μετατρέπεται σε κλουβί που αποκλείει κάθε διέξοδο, ενώ οι «δειλές προσμονές» μικραίνουν και φοβούνται. Στο ποίημα «Covid 19», η σωματική και λεκτική στέρηση συμπυκνώνονται: «Ιδρώνω, θυμώνω / χαμένος θρηνώ / πίσω από μια μάσκα / κρυμμένος». Η μάσκα λειτουργεί ταυτόχρονα ως φυσικό και ως γλωσσικό εμπόδιο, που παγιδεύει τη φωνή πριν καν αρθρωθεί. Ακόμη και στο ποίημα «Lockdown» («Σε καραντίνα / οι λέξεις μου μάτωσαν – take away») οι αγγλικοί όροι υπογραμμίζουν μια παγκόσμια στέρηση που συσκευάζεται σε ατομικό πακέτο. Οι κοφτές, σχεδόν τηλεγραφικές φράσεις μιμούνται τον λαχανιασμένο ρυθμό της κοινωνικής αναπνοής κάτω από τη μάσκα, επιβεβαιώνοντας ότι η πανδημία υπήρξε πρωτίστως λογοκτονία της αβίαστης οικειότητας.

Στο ποίημα «Ιός» ο ποιητής διευρύνει εννοιολογικά τη μεταφορά της ασθένειας: «Πιστεύουν πως η ποίηση / είναι ιός που σκοτώνει / το εμβόλιο δεν θα βρεθεί». Εδώ η ποίηση παρουσιάζεται ως απειλή για τη μικροαστική νοοτροπία και με μια αιφνίδια ανατροπή προβάλλεται ως δημιουργική μολυσματικότητα: ακριβώς επειδή κανένα «αντίδοτο» της αγοράς –καμιά φαρμακευτική, καμιά λίστα ευπώλητων– δεν μπορεί να την αποστειρώσει, μετατρέπεται σε ριζοσπαστικό εμβόλιο απέναντι στον κυνισμό. Οι «γείτονες», έτοιμοι «με φτυάρια και μαχαίρια», αντιμετωπίζουν την τέχνη σαν παθογόνο παράγοντα που απειλεί την κανονικότητα. Η κοινωνία, πρόθυμη να αδρανοποιήσει κάθε απρόβλεπτο σώμα λόγου, αγνοεί ότι ο «ιός» της ποίησης κρατά τον οργανισμό της συλλογικότητας σε διαρκή εγρήγορση. Έτσι, ο Δ.Π. Κρανιώτης γελοιοποιεί την εμμονή για αποστείρωση, υπαινισσόμενος πως αν δεν υπάρχει θεραπεία ίσως είναι επειδή η αλήθεια δεν χρειάζεται φάρμακο, αλλά χώρο να πολλαπλασιαστεί. Η πανδημία, πάντως, λειτουργεί ως καταλύτης που αποκαλύπτει προϋπάρχουσες ρωγμές στο κοινωνικό οικοδόμημα και στην ανθρώπινη ψυχή.

Συναπτά, ο ποιητής εξαπολύει αιχμηρή κριτική στον τεχνοκρατικό πολιτισμό πειραματιστή. Στο ποίημα «Πείραμα χωρίς ζωή» οι εντολές ακούγονται ρομποτικές: «Να τρως συνέχεια τα ίδια / να γίνεις άνθρωπος / να γίνεις ζώο / να μείνεις φυτό». Η ειρωνική κλιμάκωση αντιστρέφει τον Δαρβίνο: από τον υποτιθέμενα λογικό homo sapiens ο άνθρωπος ολισθαίνει σε ζώο και καταλήγει ως αδρανές φυτό, καθώς μια κοινωνία που τρέφεται με επαναλήψεις τον υποβιβάζει σε άθλιο είδος εργαστηρίου και ο κοινωνικός δαρβινισμός θριαμβεύει. Ο ποιητής μιλά σε δεύτερο ενικό, εκθέτοντας τον αναγνώστη στο ίδιο πείραμα αποπροσωποποίησης· έτσι, η σάτιρα γίνεται προσωπική πρόσκληση να υπερασπιστούμε την ανθρώπινη ουσία μας πριν εκφυλιστεί.

Το βλέμμα, ωστόσο, δεν σταματά στο άτομο και τα προβλήματά του, προσωπικά ή κοινωνικά· μετατοπίζεται στο οικουμενικό, το οικολογικό, στην ανοιχτή θάλασσα, μόνο που κι εκεί το τοπίο είναι ήδη πληγωμένο. Στο ποίημα «Κύκνειο άσμα» η οικολογική πληγή συμπυκνώνεται σε τρεις αιχμηρούς στίχους: «Γέμισε η θάλασσα πλαστικά / Χωρίς όνειρα πεθαίνει / Το αύριο ελπίδα αναζητά». Η θάλασσα, παραδοσιακό έμβλημα ελευθερίας, παρουσιάζεται ως ετοιμοθάνατος οργανισμός, ασφυκτιά, χάνοντας το βασικό συστατικό των μύθων: την υπόσχεση του ταξιδιού. Έτσι, η οικολογία δεν αναδεικνύεται ως «θέμα», αλλά ως σκηνικό πάνω στο οποίο παίζεται το ευρύτερο ανθρώπινο δράμα· σαν σε μια οικολογική προφητεία, τα καθημερινά απορρίμματα αποκτούν αποκαλυπτική βαρύτητα, καθώς η βεβήλωση του φυσικού τοπίου ταυτίζεται με τη φθορά της φαντασίας· τα σκουπίδια πνίγουν όχι μόνο τα ψάρια αλλά και το δικαίωμα της ανθρωπότητας στο όνειρο, έτσι που ο αναγνώστης δεν μπορεί παρά να αναμετρηθεί με το οικολογικό έλλειμμα ως προσωπικό τραύμα. Η απότομη μετάβαση από τη ρυπαρή θάλασσα στο μέλλον που αναζητεί ελπίδα υπογραμμίζει την οργανική αλληλεξάρτηση ανθρώπου και περιβάλλοντος: όταν χάνεται η θάλασσα, σβήνει και η ελπίδα.

Η συλλογή δεν διστάζει να αναμετρηθεί και με την Ιστορία. Στο πεδίο της ιστορικής μνήμης ο Δ. Π. Κρανιώτης ανακαλεί το έπος του 1821 μέσα από το ποίημα «Εικοσιένα»: «Ελευθερία ή θάνατος / ηχεί ξανά». Η εμβληματική κραυγή δεν εμφανίζεται ως επετειακή ρητορική, αλλά ως ηθικός μετρονόμος που υπενθυμίζει ότι το αίτημα της ελευθερίας και της δικαιοσύνης παραμένει ανοιχτό στη σύγχρονη αντιφατικότητα. Τοποθετημένη δίπλα σε στίχους για πλαστικά πελάγη, μάσκες εγκλεισμού και εργαστηριακούς ανθρώπους, η κραυγή αυτή γεφυρώνει ιδιωτικό και συλλογικό χρόνο, αποδεικνύοντας πως καμία προσωπική λύτρωση δεν επαληθεύεται χωρίς μια μορφή συλλογικής δικαιοσύνης. Η ποίηση λειτουργεί έτσι ως γέφυρα ανάμεσα στις γενεές, ξαναδονώντας την πολιτική ουτοπία του ελληνικού μυθεύματος.

Η ποίηση καθαυτή και από μετα-ποιητική σκοπιά αποτελεί αγαπημένο θέμα του ποιητή μας. Ο Δ. Π. Κρανιώτης στρέφει το βλέμμα στη σκληρή συνθήκη λόγου και αγοράς. Τη στιγμή που η ποίηση επιχειρεί να θυμηθεί, η αγορά την απειλεί με λήθη: «Κι ας βουλιάζει η ποίηση / στα ευπώλητα», σχολιάζει πικρά στο ποίημα «Ευπώλητα». Με οξύ ειρωνικό τόνο ο ποιητής απογυμνώνει τη διπλή παγίδα της σύγχρονης λογοτεχνικής σκηνής: είτε να ενταχθεί ως προϊόν στο κυλιόμενο εμπορικό γρανάζι είτε να αφανιστεί σιωπηλά. Υπερασπίζεται την ποίηση ως «μη εμπορεύσιμη πνοή», χωρίς ωστόσο να παραγνωρίζει την ανάγκη της για ζωντανό αναγνωστικό βλέμμα· η αντίφασή του καθρεφτίζει το αμφίθυμο αίτημα ελευθερίας και ορατότητας που ταλανίζει κάθε δημιουργό.

Σε έναν διακριτό, αλλά συναφή άξονα μετα ποιητικής αυτοπαρατήρησης, η συλλογή φωτίζει την ίδια την πράξη της γραφής. «Δηλώνω έντρομος / μπρος στο πέναλτι της τελευταίας σελίδας / που δεν πρέπει να χάσω», εξομολογείται ο Δ. Π. Κρανιώτης στο ποίημα «Ο φόβος του ποιητή πριν το πέναλτι». Η λευκή σελίδα μεταμορφώνεται σε αγωνιστικό τερέν· τα μάτια του αναγνώστη γίνονται εξέδρα, ο κρότος της γραφίδας υποκαθιστά το κτύπημα του παπουτσιού, κι ο ιδρώτας της δημιουργίας αποκαλύπτει ότι η λογοτεχνία εκτίθεται δημόσια όσο και ένας αθλητής την κρίσιμη στιγμή. Η τέχνη συναντά το λαϊκό ποδόσφαιρο, παραβιάζοντας τα όρια «υψηλού» και «χαμηλού» και δείχνοντας πως κάθε ποίημα είναι ταυτόχρονα τεχνική άσκηση, ψυχική δοκιμασία και δημόσιο στοίχημα. Το μετα ποιητικό σχόλιο δεν λειτουργεί ως θεωρητική υπεκφυγή αλλά ως μέρος της δράσης: η αγωνία της αστοχίας και ο πόθος του γκολ συγκατοικούν στη λέξη, μετατρέποντας το χαρτί σε στάδιο όπου κρίνεται -σε ζωντανή μετάδοση- η αντοχή του λόγου.

Σε μια άλλη, εξίσου γόνιμη μετα ποιητική οπτική, ο Δ. Π. Κρανιώτης επιστρατεύει τον αυτοσαρκασμό, για να αμβλύνει το πιθανό παραστράτημα του ναρκισσισμού. Στο ποίημα «Ποιητής χωρίς ομπρέλα» δηλώνει: «Ποιητής χωρίς ομπρέλα / στα πρωτοβρόχια / ένα ναυάγιο σε τιμή ευκαιρίας». Η σκηνή συνδυάζει τη ζωγραφική εικόνα του βρεγμένου περιπατητή με την πεζότητα μιας μικρής αγγελίας, αποδομώντας τον ρομαντικό μύθο του «καταραμένου» δημιουργού. Ο ποιητής δεν διαθέτει παρά την αποφασιστικότητά του να μείνει όρθιος στη συνεχή, ψιλή βροχή· αποδέχεται την επισφάλεια ως φυσικό του κλίμα και τη μεταποιεί σε λεπτή ειρωνεία που προστατεύει το κείμενο από μελοδραματικές εξάρσεις. Το χιούμορ, έτσι, λειτουργεί ως αντίδοτο αλλά και ως κρυφός μηχανισμός επιβίωσης της γραφής, διατηρώντας ανοιχτό τον διάλογο με τον αναγνώστη.

Στην τριάδα ύφος–γλώσσα–στίχος, η συλλογή υφαίνεται σε υβριδικό ιδίωμα. Η καθημερινή ομιλία, τα αγγλικά δάνεια και οι ψηφιακοί όροι συνυπάρχουν με ρητορικές εξάρσεις, δείχνοντας πόσο πορώδη είναι τα σύνορα της σύγχρονης γλώσσας. Οι κοφτές προστακτικές και ο ξαφνικός δεύτερος ενικός δημιουργούν ρυθμό προφορικού κατεπείγοντος που μιμείται το ψηφιακό timeline του σημερινού αναγνώστη. Το ύφος ισορροπεί ανάμεσα στον λυρικό υπαινιγμό και στη σκληρή ευθύτητα· άλλοτε «καθαρεύει» αστραπιαία, άλλοτε παίζει με τη διεθνή slang, αποτυπώνοντας «τη θερμοκρασία δωματίου» του πλανήτη. Λέξεις καθημερινές («πέναλτι», «rapid test», «coffee take away») συγκολλώνται σε υψηλόφωνα νοήματα («ελευθερία», «αλήθεια», «ειρήνη»). Σε κάθε περίπτωση, ο ποιητής επιδίδεται σε συστηματική ρυθμική οικονομία: προτιμά μικρά ποιήματα, σπασμένα σε τρίστιχα, τετράστιχα, με παρενθέσεις, ελλείψεις, παύσεις, επιφωνήματα. Η διάλυση της συνταγματικής τάξης («Αδολεσχία ψευδών άλλοθι») ανοίγει κενά στην πρόταση, αφήνοντας τον αναγνώστη να τα γεμίσει με δικές του αναπνοές. Ωστόσο, παρά την τεχνοτροπική τόλμη, ο Δ. Π. Κρανιώτης δεν χάνει ποτέ την περιπατητική του διάθεση: ο στίχος του παραμένει κατανοητός, σχεδόν προφορικός, ακόμη και όταν ανατέμνει φιλοσοφικά ζητήματα. Η αμεσότητα αυτή είναι που επιτρέπει το άλμα από την πιο τρυφερή εξομολόγηση («Το πέμπτο ποτήρι ξέμεινε / κρυμμένο στα όνειρά μου» στο ποίημα «Πέμπτο ποτήρι») έως το πιο πικρό κοινωνικό σχόλιο, χωρίς να χάνεται η ενότητα της φωνής.

Στο τέλος οι «Ρυτίδες στον καφέ» συμπυκνώνουν σε λιγοστούς στίχους το χρονικό μιας οδυνηρής πενταετίας, όπου πανδημία, οικολογική αγωνία, τεχνοκρατικός κυνισμός, κοινωνικές εκκρεμότητες και προσωπική δυσθυμία συναντώνται σε ένα ενιαίο ρίγος. Κάθε ποίημα λειτουργεί σαν φωτογραφία με χρονοσφραγίδα. Αν η ποίηση παρουσιάζεται εδώ ως «ιός χωρίς εμβόλιο», είναι επειδή διαρρηγνύει την αποστειρωμένη κανονικότητα και μολύνει την αμνησία με μνήμη. Όταν κλείνει η τελευταία σελίδα, προσωπικό και συλλογικό έχουν συγκολληθεί σε μια κοινή ουλή και ο αναγνώστης κρατά μια μικρή χειροβομβίδα μνήμης που ενεργοποιείται σε κάθε επανάληψη. Κι αν ο κόσμος κυματίζει σαν θάλασσα σε φλιτζάνι, τίποτε δεν τελειώνει όσο υπάρχει ακόμη κάποιος που σκύβει πάνω από τις μικρές, γυαλιστερές ρυτίδες του καφέ –και του χρόνου– και αναρωτιέται από ποιο σημείο του εαυτού ξεκινούν και πού τελειώνουν.

⸙⸙⸙

[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Ζωγραφική: Francis Cadell. Δείτε τα περιεχόμενα του δέκατου πέμπτου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]

Σε λίγο καιρό κοντά σας με νέο ηλεκτρονικό τεύχος στο mag.frear.gr

Mag.frear.gr – Τα ηλεκτρονικά μας τεύχη