frear

Ο Σταύρος Σταυρόπουλος είναι «ιδιαίτερα επιρρεπής στις λέξεις» και δεν το κρύβει – γράφει η Γκέλη Ντηλιά

Με την ποιητική συλλογή Θα σε δω ξανά στο άδοξο τέλος (εκδόσεις Σμίλη, 2022), εκ πρώτης όψης εικάζει κάποιος ότι θα διαβάσει ποιήματα για μάχες χαμένες και προσπάθειες ατελεύτητες. Θα πέσει έξω, γιατί ακόμη κι όταν τελειώσει το βιβλίο, ένας νέος αγωνιστικός κύκλος αρχίζει. Ξανά και ξανά.

Όταν το άδοξο τέλος καταγράφεται ποιητικά, δεν πρόκειται πάντα για κάτι μη επιθυμητό και ως εκ τούτου κάτι που δεν είναι σπουδαίο. Γιατί η λέξη «ξανά» στον τίτλο της συλλογής δηλώνει αρχικά πως όσο άσχημα και αν έληξε αυτό που υπήρξε, η επιθυμία και η ανάγκη της αναβίωσής του κρίνεται αναγκαία. Με άλλα λόγια, για να καταλήξει κάτι να θεωρηθεί αποδεκτό ως αποτυχία, είναι σημαντικό να αναβιώσουν σκηνές του πρώτου καιρού που περιέχουν λιγότερη πίκρα και περισσότερη γλυκύτητα.

Η εναρκτήρια ταλάντευση, «Έτσι ξεκίνησε/Μπορεί και να έπρεπε», εισάγει τον αναγνώστη στην απαρχή όλων όσων διαδραματίζονται σε αυτή την επαναλαμβανόμενη συνύπαρξη όπου μόνο ο ένας καλείται να αναλάβει αποκλειστικά την ευθύνη για όλα. Αν η αποστολή των προσώπων είναι μια πορεία μαρτυρίου, όπου μόνο ο ένας κουβάλησε «Ένα μεγάλο Σταυρό/Δικός σου ήταν αυτός όχι δικός μου/Και κουβαλούσα το βάρος όλης της γης», τότε πρόκειται για Άτλαντα ή Σίσυφο σε αέναη τιμωρία, έχοντας από πάνω του βαριά τη σκιά του Θεού. Αν ο Σταυρός είναι η ανάθεση της ευθύνης του ενός για τον Άλλον, τότε η παρουσία του Άλλου τον φέρνει εκ προοιμίου σε θέση υπευθυνότητας.

Κατά τον Λακάν, ο Άλλος εκτός από πρόσωπο μπορεί να είναι και τόπος, ένας τόπος συνάντησης όπου η επιθυμία του ανθρώπου είναι η επιθυμία για τον Άλλον (αντικειμενικά) ή ό,τι επιθυμεί ως Άλλος (υποκειμενικά). Η σχέση του υποκειμένου με τον Άλλο είναι ότι αυτός παραμένει κατ’ ουσίαν εκτός αυτής της σχέσης. Άρα, σχετίζεται με την έλλειψη του Άλλου. «Έτσι συνέβη/Μάλλον έτσι θα έπρεπε», άλλη μια αμφιβολία, ένα πιθανολογικό «μπορεί» και η διαπίστωση, «Οι θεατές πάντα λείπουν/Όταν τους χρειάζεσαι». Οι άλλοι που χρειάζονται να επιβεβαιώσουν ότι αυτό που ζήσαμε δεν ήταν της φαντασίας μας.

Ο Σταυρόπουλος δηλώνει «ιδιαίτερα επιρρεπής στις λέξεις». Συχνάζει «Στη λέσχη της αγάπης», έχοντας επίγνωση ότι, «Κάθε θάνατος είναι εσύ/Κάθε ζωή είναι εσύ/Εσύ όπως εγώ εμείς αυτοί». Όμως για να συμβεί αυτό πρέπει να προηγηθεί η εμπειρία μιας συνάντησης πρόσωπο με πρόσωπο με τον Άλλο. Εκεί που η απόσταση και η εγγύτητα γίνονται έντονα αισθητά. Εκεί που η ετερονομία του Άλλου αναγνωρίζεται ακαριαία.

«Έτσι ξεκίνησε συνέβη διαδόθηκε/Μπορεί και να έπρεπε/…/Περίμενα ξέρεις να αλλάξει όλο αυτό/Κάποτε/Περίμενα/Όλος αυτός ο καιρός να εξελιχθεί». Μια αναμονή ματαιωμένη, με αλμυρή επίγευση καθώς όπως εξηγεί, «Περίμενα/Να μάθεις πρώτη να με αναζητάς με τα μάτια σου/Όπως μάταια σε αναζητούσα εγώ στις σελίδες μου». Η απελπισία στάζει πάνω στο χαρτί αποτυπώνοντας την ατυχή έκβαση των προσδοκιών. Ή μήπως δεν ήταν τόσο άτυχη;

Σε αυτή την παρτίδα για δυο, που μάλλον, ίσως παίζεται μονότερμα, όπου, «Κι αντί για λέξεις/ Μου πετούσες καρφίτσες/Και χαλασμένα καλώδια/Και καρφιά/Και ποιήματα/Παραποιημένα» φτάνουμε στο συμπέρασμα πως πρόκειται για μια άνιση πάλη, με αναφορά «Σε ποιήματα/Ακέραια/Που διαρκούν χρόνια». Μια κατάσταση με ασύμμετρες υποχρεώσεις όπου ο ένας οφείλει στον Άλλον τα πάντα, ενώ ο Άλλος δεν του οφείλει τίποτα. Με πόσα «ξανά» έρχεται επιτέλους η εξιλέωση;

Σαν παραλήρημα, σαν παραμιλητό, σαν όγκος λέξεων που ξεβράζεται σε κρανίου τόπο, «Μέχρι να σκεφτώ ότι είναι σημαντικότερο/Να παραμένεις άνθρωπος/Απ’ το να παραμένεις ζωντανός», κορυφαίο κατά την άποψή μου.

Ένας μοναχικός και άδοξος αγώνας, ένα άνοιγμα στην τρωτότητα για να υποδεχτεί τον Άλλον, που ξεκίνησε ως εγώ και ο Άλλος ή εσύ και ο Άλλος, όπου ο Άλλος είναι ταυτόχρονα υποκείμενο και αντικείμενο, όπου το εγώ και εσύ, αν τα καταφέρουν, γίνονται το απόλυτο.

Φτάνοντας στη σελίδα 33, «Και για να απαντήσω/Στο μεγαλύτερο δίλημμα του κόσμου/Αυτό που τέθηκε από τους επικεφαλής/Αν δηλαδή υπήρξαμε ποτέ εμείς/Αν θα θυμάται κάποιος το όνομά μας/Θα σου πω ευθαρσώς/Και με γνώση των συνεπειών του νόμου/…/Ότι κανείς δεν θυμάται ονόματα που δεν υπήρξαν/παρά μονάχα ονόματα που προσπάθησαν να ουρλιάξουν/Και τελικά/Το μόνο που υπήρξε ήταν εσύ και εγώ/Το εγώ παρακαλώ να διαβαστεί εσύ/Για τους ιστορικούς του μέλλοντος». Όταν επιθυμία και νόμος είναι το ίδιο πράγμα, τότε η ασυνείδητη φαντασίωση βασίζεται μόνο στην επιθυμία, σύμφωνα με τον Λακάν.

Στην ξέφρενη πορεία ενός πάθους με άδοξο τέλος, εμπειρικά σκεπτόμενη, θα τολμήσω να εκφράσω την άποψη ότι τότε μόνο αξίζει να το ζήσεις, για το άδοξο του τέλους, που πριν γραφτεί έγραψε ένδοξες σελίδες σαν πυροτέχνημα, σαν αστραπή, σαν όραμα κλάσματος του δευτερολέπτου, αφού προηγουμένως φρόντισε να καταγραφεί ως το υπέρτατο συμβάν στο σκληρό δίσκο των αναμνήσεων.

«Αν ήταν να μπορούσα/Να κάνω κάτι τώρα/Επικίνδυνα μελαγχολικό/Υπέρ του εαυτού μου/Ή υπέρ του κόσμου/Δηλαδή υπέρ σου/…/ Θα έκανα πολλά/Αν μπορούσα/…/Αλλά δεν μπορώ/Και κυρίως/Δεν ξέρω». Υποθετικός Λόγος, Υποτακτική έγκλιση, αν μπορούσε κάτι να σωθεί, προκειμένου να ικανοποιήσει την απόλαυση που περνάει μέσα από το σώμα όχι σαν ηδονή αλλά σαν ευχαρίστηση στον πόνο. Και πλέον ο Άλλος που κατά τον Καστοριάδη μετατρέπεται σε ξένο.

Λίγο πριν πέσουν οι τίτλοι του άδοξου τέλους, έρχεται η συνειδητοποίηση ότι, «Κι έπειτα μου είπαν/Ότι θα έπρεπε να είμαι το έργο/Να συνεχίσω να είμαι το έργο/Χωρίς εμένα αλλά με θεατές/Γιατί κάθε άνθρωπος είναι το έργο/Χωρίς τον άνθρωπο/Και κάθε άνθρωπος προσφεύγει μόνο στο έργο/Που είναι αυτός με θεατές/Χωρίς να είναι άνθρωπος» και ακολούθως, κάθε τέλος θα είναι μια καινούρια αρχή, θα είναι μια ανα-γέννηση, μια αναβίωση του προλόγου και του επιλόγου, της έναρξης και της λήξης κι ας είναι η ολοκλήρωση μια συντριβή άδοξη. Όλα οφείλουν να στηθούν από την αρχή κι ας μην κλείνει ποτέ αυτή η πληγή καθώς, «Ό,τι κι αν είναι/Ξέρω πως είναι δύσκολο να γράφεις για τη χαρά/Αλλά πρέπει/Εγώ τουλάχιστον/Να την ανακαλώ πότε πότε». Η παλινδρόμηση «Του χρόνου που πέρασε και του χρόνου που θα ʼρθει», θα ανακατευθυνθεί στο «Αν έρχεσαι θα πεθαίνουμε λιγότερο».

Αν το άδοξο τέλος είναι, «…/ φωτογραφίες σου/Τις έχω όλες σκορπισμένες στο πάτωμα/Για να τους πω/Να σταματήσουν να με κοιτάζουν», τότε αυτές καταμαρτυρούν πως κάτι σπουδαίο προηγήθηκε.

Κι ύστερα κοιμώμενος, «Σε συναντώ πια στον ύπνο μου», ως τη μοναδική πιθανότητα μιας φευγαλέας συνάντησης που είναι θολή, αφού «Ούτε καν εσένα δεν μπορώ να διακρίνω», γιατί η μορφή που κάποτε αγάπησε αταλάντευτα είναι πλέον πολύ μακρινή.

Στο τελευταίο ποίημα του βιβλίου το XXII, που όπως όλα έχει λατινική αρίθμηση και δεν έχει ούτε μια τελεία, μια παλινδρόμηση μας φέρνει πάλι εκεί που όλα ξεκίνησαν, «Έτσι ξεκίνησε / Μπορεί και να έπρεπε /…/ Έτσι μάλλον ξεκίνησε /Και συνεχιζόταν /…/ Έτσι θα έπρεπε να τελειώσει /Και ας μοιάζει με αποχαιρετισμό /Έτσι θα τελειώσει /Τελειώνει /Τελείωσε/ Τέλος». Ο σπειροειδής κύκλος μιας ζωής «που δεν ζήσαμε» ξαναγράφεται σε όσες ζωές μας αναλογούν ως ψυχές. Όπως συμβαίνει και με τους ήρωες της Ιστορίας που είχαν άδοξο τέλος, μια τραγική κατάληξη δεν καταργεί την ποιότητα του χαρακτήρα και τον μοναχικό και επίπονο αγώνα του.

Αν η ετερότητα και το ενώπιος ενωπίω επιβάλλεται ως πρωταρχική σχέση με τον Άλλον, φαίνεται ότι ο Άλλος πηγάζει από τον ίδιο εαυτό. Τελικά, αυτό που θα συναντήσει ο ποιητής στο άδοξο τέλος θα είναι ο εαυτός του και η βαθιά αναζήτηση της Αλήθειας του. Τότε ο Άλλος θα είναι ένα Άλλο-Εγώ, όπου η παρουσία του Άλλου θα ξεχειλίζει από το Εγώ. Ο Ένας θα δει τον Άλλο χωρίς μεσάζοντα.

⸙⸙⸙

[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Φωτογραφία: ©Antonio Palmerini. Δείτε τα περιεχόμενα του δέκατου πέμπτου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]

Σε λίγο καιρό κοντά σας με νέο ηλεκτρονικό τεύχος στο mag.frear.gr

Mag.frear.gr – Τα ηλεκτρονικά μας τεύχη