Θεατές ενός αμέτοχου μέλλοντος
Μενέλαος Πειστικός, Μακάριοι θεατές, εκδ. Μωβ Σκίουρος, Αθήνα 2024.
Το μέλλον του κόσμου είναι πάντα ένα χρονικό μεσοδιάστημα από προβλέψεις, φαντασιώσεις και μπόλικες αναλύσεις για κάτι που μπορεί να έρθει ή και να προκύψει, χωρίς βέβαιο προσδιορισμό. Κάτι που αποτελεί μια πανάρχαια πρακτική, από τα μαντεία μέχρι την ανάγνωση του καφέ και των χαρτιών. Επιβιώνει δε ειδικά στις μέρες μας, όπου όλοι διαισθανόμαστε την ανατριχίλα μιας κατάρρευσης που ίσως να έρθει ή μπορεί κι όχι. Ένα ερώτημα, βέβαια, παραμένει: Τι πορεία θα πάρει το παρόν μας, γινόμενο με τη σειρά του το απόλυτο μέλλον μας; Αυτό το ερώτημα τυμπανίζει στα αυτιά όλων των σύγχρονων ανθρώπων, που ανήκουν πολιτισμικά στη Δύση είτε το θέλουν είτε όχι.
Φιλόσοφοι και λογοτέχνες που δεν φοβήθηκαν να αναμετρηθούν με τους φόβους τους και τις ανακατατάξεις της εποχής τους, από τον Νίτσε, τον Σπένγκλερ και τον Τόινμπυ μέχρι τον Χάξλεϋ, τον Όργουελ, τον Ζεμιάτιν και τον Χέρμπερτ κατέγραψαν στα δικά τους έργα τις δικές τους ερμηνείες για αυτό το ερχόμενο μέλλον. Το αξιομνημόνευτο είναι ότι όλοι σχεδόν συνταύτισαν τα οράματά τους για μια μελλοντική αλλαγή του δυτικού παραδείγματος και την έλευση μιας νέας συνθήκης. Πιο ιδιαίτερης, πιο βίαιης, πιο παράλογης συνοδευόμενη με μια έτερη ανθρωπολογική αλλαγή παραδείγματος. Μια συγγραφική συνθήκη που δεν περικλείεται σε μια απλή «προφητεία» για ό,τι έρχεται άλλα και στη δόμηση εικόνων και παραδειγμάτων πάνω στις αναλύσεις τους αυτές. Δεν θα μπορούσε να γίνει αλλιώς, καθώς το φαντασιακό της όποιας κοινωνίας αναπαράγεται σε τέτοιο μεγάλο βαθμό μέσω ημών των ίδιων, που είναι έτσι ακατόρθωτο το να μην ταυτιστεί μ’ εμάς, ως βιολογικές υπάρξεις και με τους αντίστοιχους συνειρμούς μας. Έτσι, η αναλυτική ενόραση των συνειρμών αυτών είναι κάθε άλλο παρά αταίριαστη για έναν άνθρωπο που ζει και βιώνει τον καιρό του.
Τα ανέφερα όλα αυτά γιατί προφανώς θέλω να εισάγω με τον καλύτερο δυνατό τρόπο ένα έργο που θεωρώ πολύ σημαντικό για δύο λόγους: 1) λόγω της πυκνότητας της γραφής του, που όμως δεν το κάνει απροσπέλαστο αλλά αντιθέτως ανοίγει ερωτήματα στον αναγνώστη για το σήμερα και 2) λόγω του ότι ένα τέτοιο βιβλίο γράφτηκε από έναν άνθρωπο με φρέσκια ματιά αλλά ταυτόχρονα ώριμη σκέψη. Το έργο αυτό λέγεται Μακάριοι θεατές και ο συγγραφέας του είναι ο Μενέλαος Πειστικός. Μέσα σ’ αυτό ο συγγραφέας μάς εισάγει στον κόσμο του με μια γλώσσα πλούσια αλλά χωρίς επιτήδευση, με μια ιδιαίτερη ροή – βαθιά φυσική, ιδιαίτερα στους διαλόγους. Το βιβλίο χωρίζεται σε τρία μέρη που ξεκλειδώνουν σταδιακά όλη την πλοκή της ιστορίας για ένα μέλλον που έρχεται μετά την προσπέλαση του δυτικού κόσμου από ένα νέο μεταπαγκοσμιοποιημένο πολιτισμικό περιβάλλον. Αρχικά, λοιπόν, ο συγγραφέας μάς εισάγει στο έργο του με το πρώτο εκτενές κεφάλαιο με τον χαρακτηριστικό τίτλο «Η φυλακή του κατακερματισμού» – στο οποίο και θα επικεντρωθούμε περισσότερο, καθώς είναι πολύ βασικό για την κατανόηση του όλου έργου. Είσοδος, λοιπόν, μέσα στην ανεμοζάλη ενός νέου τοπίου, ένας χώρος μπερδεμένος με χρώματα και ηδονικές στιγμές. Κορμιά πάλλονται, θεατές πιστοί ενός περίεργου θρησκευτικού συγκρητιστικού θεάματος παρατηρούνται να μπουσουλάνε προς το γήπεδο των τριών δογμάτων, των τριών προσεγγίσεων της αλήθειας ενός αχαλίνωτου πάθους του «ορθόδοξου ποδοσφαιρισμού», που όμως παραμένει εγκλωβισμένο εκτός της πραγματικότητας κι εντός των «καθρεφτόφωνων» – αυτών των νέων κινητών υψηλής τεχνολογίας που τόσο κοντά είναι στα «δικά μας» κινητά.
Μέσα εκεί, στα άνευρα ατομικά κελιά της καθημερινότητας, όπου όλοι συνυπάρχουν ταυτόχρονα ως καταναλωτές αλλά και χώρια ως υπάρξεις, ο κεντρικός χαρακτήρας, ο Μ., εν τέλει βρίσκεται ενώπιον του εαυτού του. Ο Μ., λοιπόν, φαίνεται να συνομιλεί με έναν περίεργο τύπο, τον Κάντυμαν, ο οποίος παρόλο τον αθώο φαινομενικά τίτλο-όνομά του, επί της ουσίας είναι δημιουργός αυτού του περίεργου event, που ονομάζεται Φεστιβάλ Ζαχαρωτών, αλλά το πιο σημαντικό είναι δημιουργός κάποιων νόμιμων ναρκωτικών ή φαρμάκων που δομούν ή καλύτερα, να πούμε, συντηρούν τους «κοινωνικούς ρόλους» εντός της κοινωνίας. Όμως, δεν πρόκειται απλώς για έναν άνθρωπο που ανήκει σε μια νέα ελίτ αποκομμένη από ενδοιασμούς και χωρίς κριτική ερμηνευτική ικανότητα για το σήμερα, το χθες και το αύριο. Αντιθέτως, πρόκειται για έναν άνθρωπο που απλά επιτελεί έναν ρόλο μέσα σ’ ένα πολύ συγκεκριμένο πλαίσιο που δεν επιδέχεται ουσιώδη αλλαγή, λόγω ψυχοπνευματικής και τεχνολογικής υπερτροφίας και κορεσμού των καταναλωτών.
Μέσα από τη συζήτησή του με τον Μ., ο οποίος θέλει μάλλον να κρατήσει ένα μέρος από το παρελθόν του ακέραιο μέσα σε αυτόν τον καινούργιο κόσμο, ξεκλειδώνεται όλη αυτή η τραγωδία της αποδοχής της μοίρας, της μοίρας της επικράτησης μιας νέας μαζικής κουλτούρας που όμως ξεφεύγει από οποιαδήποτε ουσιαστική ή παραγωγική συμμετοχή του συνόλου στα πολιτισμικά δρώμενα· αλλά αντιθέτως αυτοαναιρείται μέσω της μετατροπής των πρόσχαρων ηδονών και του φετιχισμού των προϊόντων σ’ αυτοσκοπό της, χωρίς απαραίτητα να συνοδεύεται από κάποια υλική ή ψυχολογική πλήρωση. Η καταναλωτική αυτή επαγρύπνηση, λοιπόν, απολήγει σε μια αποτερματισμένη προσμονή του προσδοκώμενου, μέσα σε έναν κόσμο που φαίνεται απλά να αποσυντίθεται και αυτός, όπως ο προκάτοχός του, σε μια κατάσταση ευτυχούς φεστιβισμού σύμφωνα με τις διεισδυτικές παρατηρήσεις του Φιλίπ Μυρέ, με τις οποίες θα συμφωνούσε πιστεύω και ο ίδιος συγγραφέας.
Ο Μ. μέσα από τον διάλογο διαφαίνεται ότι επιθυμεί μια ολική έξοδο από τον κόσμο αυτό, η οποία όμως δεν του δίνεται ως επιλογή. Αντιθέτως, καταλήγει στο να πρέπει να επιλέξει ανάμεσα σε τρεις εναλλακτικές: α) να παρατήσει τα πάντα και να γυρίσει στις μεγαλουπόλεις του παρόντος του, β) να παραμείνει σε μια κατάσταση θαλπωρής επιλέγοντας να γίνει ζωντανό έκθεμα του δυτικού παρελθόντος σε «Μουσείο Παρακμής», ή τέλος γ) να γίνει στέλεχος της επιχείρησης του Κάντυμαν. Στο δε δεύτερο μέρος του βιβλίου, στο κεφάλαιο με τον τίτλο «Μουσείο της Παρακμής», βλέπουμε ξεκάθαρα την επιλογή του.
Σ’ αυτό το κεφάλαιο βρίσκεται, για μένα, η πιο πρωτοποριακή σύλληψη του συγγραφέα. Άνθρωποι γίνονται ζωντανά εκθέματα για να τους παρακολουθούν θεατές και να τους βιντεοσκοπούν. Μια κατάσταση, που μέσα στη φαινομενική σκληρότητά της, έχει επιλεγεί από τους ανθρώπους αυτούς, ώστε να αποφύγουν την προσαρμογή σε μια εποχή που δεν τους ταιριάζει. Εκεί μέσα κοινωνικοποιούνται μεταξύ τους και λειτουργούν με βάση κάποιους κανόνες, έχοντας την ευκαιρία να επικεντρωθούν σε χειρωνακτικές εργασίες, και να έρθουν ξανά σ’ επαφή με την αίσθηση πολλών χαμένων πραγμάτων ή και ήχων. Μια επαφή, δηλαδή, ξανά με τη φύση που ο «αντάρτης» άνθρωπος κατάφερε να δολοφονήσει, ως μητροκτόνος, και σταδιακά να τη λησμονήσει.
Το εύρος, βέβαια, των γνώσεων και των εμπειριών αυτών των ατόμων και ταυτόχρονα η κοσμοαντίληψη του ίδιου του συγγραφέα διαφαίνεται πιο καθαρά στο τρίτο μέρος του βιβλίου με τον τίτλο «Συμπόσιο». Δεν πρόκειται, όμως, για ένα πλατωνικό συμπόσιο ή για μια ασαφή φιλοσοφική συζήτηση. Αντιθέτως, εκεί αναλύονται τα σπάργανα του κόσμου τους όπως αυτός δομήθηκε, μετατρέποντας τους ίδιους σε νέους ηθελημένους δεσμώτες και Σίσυφους. Αναλύοντας, πιο συγκεκριμένα, στη συζήτησή τους την υπαρξιακή τελεολογία του νέου διαδόχου της Δύσης, του «Πανζωνικού Πολιτισμού», που πιστεύει ότι δεν είναι φορέας παρακμής αλλά εξέλιξης. Λόγω της άκρατης πίστης του σε μια συνεχή πρόοδο του κόσμου, συνοδευόμενη από τη δέσμευση για την επίσης συνεχή ικανοποίηση του ατόμου· όχι, πλέον, στο πλαίσιο της ικανοποίησης ενός προσωπικού εγωισμού και ταυτοτισμού, αλλά στο πλαίσιο της ικανοποίησης της πλήξης, της βαρεμάρας και της ανίας. Κλείνοντας, όπως καταλαβαίνουμε, έχουμε να κάνουμε με ένα μοναδικό έργο που σε πολλές περιπτώσεις θα μπορούσε να διαβαστεί και ως ένα φιλοσοφικό δοκίμιο, γραμμένο με λογοτεχνική και ποιητική γλώσσα. Αυτή του η διάσταση και ταυτόχρονα η συνθετική ικανότητα που απαιτεί από τον αναγνώστη δομούν τον σκελετό ενός βιβλίου που σίγουρα αξίζει να μελετηθεί και όχι απλώς να διαβαστεί.
⸙⸙⸙
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Φωτογραφία: ©Harry Gruyaert. Δείτε τα περιεχόμενα του δέκατου πέμπτου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]