Βάσω Μαρκάκη, Με τη φωνή του ονείρου στο διηνεκές, εκδ. ΑΩ, Αθήνα 2024.
Αύγουστος μήνας και εγώ, σε ένα μπαλκόνι δροσερό απέναντι στη θάλασσα, αναλογίζομαι τις αντιπαραθέσεις σχετικά με την κριτική της ποίησης και εν γένει της λογοτεχνίας που έλαβαν χώρα τον προηγούμενο μήνα σε περιοδικά και στα κοινωνικά δίκτυα. Σκέφτομαι πως, μέσα στον πληθωρισμό της ποιητικής παραγωγής των τελευταίων δεκαετιών, οι κριτικές προσεγγίσεις – οι συντριπτικά περισσότερες, τουλάχιστον – ορίζονται από μια επείγουσα και αγχωτική επικαιρότητα. Όπως μου είχε πει ένας εκδότης, ειδικά τα βιβλία της ποίησης που κυκλοφορούν «κατά ριπάς» – ποιος ευθύνεται γι’ αυτό άραγε; Ο εκδότης (που τις περισσότερες φορές δεν «επιλέγει» μπροστά στο ζεστό χρήμα), ο ποιητής (που ακκίζεται νομίζοντας ότι θα αφήσει σημαντική παρακαταθήκη), ή τα τεχνολογικά μέσα (που παρέχουν εύκολη και άμεση πρόσβαση;) – μέσα σε ένα εξάμηνο, το πολύ ένα χρόνο, «μπαγιατεύουν». Ως εκ τούτου, οι κριτικές αυτές προσεγγίσεις είναι περισσότερο αναλυτικές παρουσιάσεις, τεκμηριωμένες στις καλύτερες στιγμές τους, και δεν εγείρουν – ή δεν πρέπει να εγείρουν – αξιώσεις θεωρητικής λογοτεχνικής προσφοράς.
Προσωπικά, για να καταπιαστώ με μια παρουσίαση ποιητικής συλλογής, πέρα από την αξία της (ο δάσκαλός μου, ο Μίμης Σουλιώτης, έλεγε πως δεν υπάρχει τίποτε πιο α ν τ ι κ ε ι μ ε ν ι κ ό από τη λογοτεχνία), αρκεί να μού κάνουν «κλικ» κάποια στοιχεία, ακόμα και εξωποιητικά, όπως η ηλικία του/της δημιουργού, ο τόπος διαμονής του/της, η αλήθεια του/της, η εκούσια ή ακούσια μη ένταξή του/της σε «παρέες» και συλλογικότητες ιδεολογικές, πολιτικές, σεξουαλικές και άλλες.
Αλλά αρκετά.
Διαβάζω το βιβλίο της Βάσως Μαρκάκη Με τη φωνή του ονείρου στο διηνεκές, το οποίο είναι το πρώτο της και κυκλοφορεί, φροντισμένο από τις ΑΩ εκδόσεις, εδώ και ένα χρόνο χωρίς να έχει μπαγιατέψει. Μια συλλογή 24 ποιημάτων που φιλοτεχνούν έναν κόσμο γυναικείο, από το εξώφυλλο του Γιώργου Σαλταφέρου (μια γυναίκα, εμφατικά ρομαντικού περικείμενου, κοιτάζει μέσα από ένα μεγάλο παράθυρο στον κήπο), και την αφιέρωση (στη μητέρα μου Χρύσα/ τη θεία μου την Αγνή…), μέχρι το οπισθόφυλλο (ένα παράθυρο κλειστό, δηλωτικό της ματαιότητας και του αδιεξόδου της γυναικείας ύπαρξης στη διαχρονία της).
Η ποίηση της Μαρκάκη ασχολείται, καταρχήν, με τα πάθη του έρωτα. Στίχοι ερωτικοί, μελαγχολικοί, συγκλίνουν σε ένα πυρηνικό κέντρο διάψευσης και απώλειας.
ΜΕ ΤΗ ΦΩΝΗ ΤΟΥ ΟΝΕΙΡΟΥ
ΣΤΟ ΔΙΗΝΕΚΕΣ
Είχες ερωτευτεί
Κι ήταν όλες οι μέρες γεμάτες […]
[…] Μάζευε κάθε λέξη για εσάς
Ονειρευόταν στο διηνεκές
Κι έλεγε πως και πάλι ήταν λίγο
Ταυτόχρονα χαμογελούσατε, η άνοιξη χόρευε
Η ζωή χαρακτηριζόταν πιο δροσερή
Τα λόγια χάδι
Ώσπου…
Κανένας τέτοιος έρωτας, λέγανε, δεν υπάρχει για όσο
Περίμενες να διαψευστούν όλοι
Στίχοι, στροφές, απεικονίσεις όλοι
Απόψε βράδυ καταλαβαίνεις πως με κάτι λιγότερο
θα διψάς ή θα συμβιβάζεσαι…
Τίποτα από αυτά – αντιδρά το συνειδητό.
Κι η μοναξιά ό,τι πιο ωφέλιμο.
Και εδώ πρέπει να επισημανθεί τούτο: Η ποιήτρια δεν γράφει για την απώλεια του έρωτα φλεγόμενη, δεν βιώνει εμπύρετα την ερωτική ματαίωση. Ώριμη, αναστοχάζεται με μια αποστασιοποιημένη και αξιοπρεπή λύπη. Αν και τα τραύματα που κατατίθενται στην ποίησή της είναι αιμάσσοντα, είναι απολύτως ελεγχόμενα, με μια φιλοσοφική, –στωική θα έλεγα– αντίληψη της νομοτέλειας του ερωτικού συναισθήματος. Ο θρυμματισμένος έρωτας μάς καθιστά λαβωμένους, όχι δυστυχείς∙ το απόσταγμα – ακόμα και – του απωλεσθέντος έρωτα είναι η διεύρυνση του χρόνου, γιατί όχι και η αιωνιότητα.
Όταν η γνώση της έλλειψης είναι
αποκλειστικά δική σου υπόθεση,
όταν είναι ο άλλος παντού,
κι εσύ ψάχνεις
εσένα […]
[…] λαβωμένος είσαι, ναι
μα όχι δυστυχής…
γιατί είναι ευτυχία που πίστεψες
σε δύο αιωνιότητες – σκέψου, τόσο πολύ χρόνο
ήθελε εκείνος ο έρωτας…
Η ελπίδα, όχι μόνο του ερωτευμένου υποκειμένου, αλλά του ανθρώπου εν γένει, μπορεί να αντληθεί και από μια δυσοίωνη πραγματικότητα («Μια άλλη Μεγάλη Παρασκευή», σελ. 15) ∙ η ομορφιά υπάρχει,
[…] δεν είναι τόσο δυσδιάκριτη η άνοιξη
αρκεί να κινηθείς με ευελιξία.
Ο χρόνος και η μνήμη είναι βασικό θέμα της ποίησής της, και πώς αλλιώς άλλωστε: ο χρόνος ως φυσικό μέγεθος αλλά και ως ατμόσφαιρα – κάτι σαν ασαφής μα ανεξίτηλη πατίνα –, είναι δομικός στην ποίηση από καταβολής της. Οι διαστάσεις του χρόνου τέμνονται και ο χρόνος, αυτό το συντριπτικό γεγονός, εκρήγνυται στο ακόλουθο ποίημα, σε ένα απόλυτο σχήμα συναισθησίας, στο οποίο μυρωδιές, ήχοι, βλέμματα, αγγίγματα, και βρώσιμες λέξεις που σχεδόν τις πιπιλάς, δημιουργούν οσφρητικές/ακουστικές/οπτικές/απτικές και γευστικές εικόνες.
ΣΥΝΤΗΞΗ ΧΡΟΝΟΥ
Μέσα στις φωτογραφίες
λέξεις
μυρωδιές
ήχοι
αγγίγματα
βλέμματα
σιωπές.
Άλλοτε
η αφήγηση μυρίζει χθες,
το γέλιο ακούγεται πάλι,
εκείνες οι ματιές αγγίζουν το τώρα
κι ο μπλε ορίζοντας κρύβει
όσα ίσως αύριο ειπωθούν.
Μέσα εκεί η σύντηξη του χρόνου.
Φυσικά από τη συλλογή δεν λείπουν τα ποιήματα ποιητικής – άλλο ένα δομικό στοιχείο της ποίησης από καταβολής της. Η ποιήτρια γνωρίζει καλά πως οι ποιητές είναι ηττημένοι, πληγωμένοι άνθρωποι, αλλά η ήττα και το τραύμα είναι η ποιητική μαγιά τους
η ήττα σου μυρίζει
ιώδιο, χαρτί και μνήμες.
γνωρίζει πως ο ρόλος τους είναι
να επουλώνουν τη ζωή
ή
να τραυματίζουν τον θάνατο.
Κυρίως, όμως, ξέρει πως η ποίηση συχνά δεν βρίσκεται στις λέξεις αλλά στην έλλειψη, την παύση, ακόμα και στη σιωπή
Κι εμείς που δεν μιλήσαμε
ποτέ με ποιητές
ήταν γιατί και η σιωπή μας
έκρυβε ποίηση.
Από την άλλη ο κοινωνικοπολιτικός σχολιασμός δεν είναι απών από τη συλλογή, προσθέτοντας στην οπτική της ποιήτριας και ευαίσθητα ανθρωπιστικά αντανακλαστικά, από τα οποία, πρέπει να πούμε, δεν λείπει κάποιος ρητορικός διδακτισμός.
Ανάποδα γύρισε το σώμα του τριών ετών
το ξέβρασε το κύμα σ’ ένα Πέλαγος.
Δράμα δίχως τέλος, για εκείνη την εικόνα.
Σιγή.
Μην ηχήσει λέξη καμιά.
Θλίψη.
Ποια λέξη να αντέξει πια;
Με λιτή γλώσσα, από την οποία δεν λείπει η υπαινικτικότητα, η Βάσω Μαρκάκη καταθέτει τη βιοθεωρία της που έχει, εν τέλει, αισιόδοξο πρόσημο∙ πρόσημο ζωής. Μια εσωτερικευμένη στάση ζωής που εδράζεται στη νηφάλιότητα και την πνευματικότητα. Κι ας υπάρχουν ματαιώσεις, διαψεύσεις και ήττες∙ έρωτες υπό αίρεση∙ κι ας χιονίζει. Κάποτε θα σταματήσει το χιόνι και τότε θα είναι
λες και χάιδεψε τα μάτια το λευκό
λες και γαλήνεψε για λίγο τις ψυχές.
⸙⸙⸙
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Ζωγραφική: ©Μilton Αvery. Δείτε τα περιεχόμενα του δέκατου πέμπτου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]