Γιώτα Αργυροπούλου. Ποιήματα και πεζά. 1998-2018. Συγκεντρωτική έκδοση, Μελάνι, Αθήνα 2023.
Αναγνώστες, ποιήματα και πεζά απαρηγόρητα
Μετά τον αδόκητο θάνατο της Γιώτας Αργυροπούλου, φάνταζε επιτακτική η ανάγκη να συγκεντρωθούν σε ένα βιβλίο άπαντα τα δημοσιευμένα και αδημοσίευτα έργα της μεσσήνιας ποιήτριας. Στις 472 σελίδες του καλαίσθητου τόμου, σε επιμέλεια έκδοσης Πόπης Γκανά και φιλολογική επιμέλεια Κωνσταντίνου Κωστέα, ο οποίος με σεβασμό και αγάπη περαίωσε το δύσκολο έργο, περιλαμβάνονται: Εισαγωγικό σημείωμα του επιμελητή, οι πέντε ποιητικές συλλογές που εξέδωσε η ΓΑ εν ζωή: Τοιχογραφία της Άνοιξης, Καστανιώτης, 1998 και αναθεωρημένη έκδοση με νέα ποιήματα, Μεταίχμιο, 2006, Νερά απαρηγόρητα, Πλανόδιον, 2004, Διηγήματα, Μεταίχμιο, 2010, Ποιητών και αγίων πάντων, Μεταίχμιο, 2013 και Για Σίκινο, Ανάφη, Αμοργό, Gutenberg, 2017.
Ο τόμος περιέχει, επίσης, συγκεντρωμένα 38 ανέκδοτα ποιήματα υπό τον τίτλο Στους αέρηδες, χωρισμένα σε 4 ενότητες: Αθήνα πόλις (9), Κόρη καλομάτα (10), Καρυάτιδες (5), Η Βαρύτητα (14), καθώς και 10 ανέκδοτα μικρά πεζά (που κυμαίνονται μεταξύ 2-4 σελίδων), ενώ στο επίμετρο μπορούμε να διαβάσουμε 3 μικρά κριτικά κείμενα της ΓΑ: Στάγδην βραδέως και ενδοφλεβίως. Ένα κείμενο αυτοπαρουσίασης, Γιατί γράφουμε;, Η ποίηση είναι μια εμμονή και, τέλος, παράρτημα με Αυτοβιογραφικό κείμενο του Παναγιώτη Ι. Αργυρόπουλου, πατέρα της ΓΑ.
Η φιλολογική σκευή της ποιήτριας προβάλλει ευδιάκριτα μέσα από τις διακειμενικές αναφορές της σε αρχαϊκούς λυρικούς ποιητές (Σαπφώ, Αρχίλοχος, Ήριννα) και ποιητές της σύγχρονης νεοελληνικής ποίησης, καθώς και μέσα από τη συνομιλία της με τη δημοτική παράδοση και τέχνη. Από το έργο της αναδύονται αρχαίοι θεοί, ποιητές και άγιοι Πάντες, αγιοτικές αγροτικές μορφές, πλάσματα της φύσης, τοιχογραφίες ανθρώπων, αισθημάτων και τόπων.
Η τοπιογραφία της αναπτύσσεται σε τρία επίπεδα: το αστικό, ορεινό, και νησιωτικό, αλλά ταυτόχρονα στον Κάτω κόσμο των νεκρών, τον Πάνω των ζωντανών και τον Υπεράνω των πουλιών και των αγγέλων, σε μια τελετουργική συνύπαρξη και μυστηριακή κατάβαση στο επέκεινα, με νήμα που δένει το εδώ και το εκεί, το πάνω και το κάτω, το μέσα και το έξω, τη ζωή και τον θάνατο, τη μνήμη και τη λήθη, έναν λεπτό ασπροκόκκινο μάρτη, την ποίηση. «Αιχμάλωτη […] στην ποίηση και στους τόπους/ στο μικρό» [1], εκεί καταθέτει η ποιήτρια τα ψυχικά και καλλιτεχνικά της αποθέματα, τις πολύτιμες μνήμες από την πατρίδα της, που δεν είναι άλλη από την παιδική της ηλικία, την ίδια την αθωότητα, στο χωριό της, έναν ονειρικό, παραδείσιο τόπο, όπου ο όφις έχει ήδη παρεισφρήσει με τη μορφή του άλγους ή του Χάρου.
Αναβλύζουν άκρατος λυρισμός, έντονες εικόνες, πολλαπλά θεματικά μοτίβα, αντιθετικά ζεύγη όπως νεότης και γήρας, θάνατος και έρως με τα ορμητικά τοπία και πληγές του, μνήμη και λήθη ή αλλοτρίωση, εσωτερική και εξωτερική μετανάστευση, μετακόμιση στο ανοίκειο και τη μοναξιά, αιγαίον φως και σκιά, νησιά και νερά, άνεμοι και ταξίδια, δημοτικό τραγούδι, βίωμα και συναίσθημα.
Από την ποίησή της φτερακίζουν στίφη πουλιών της υπαίθρου, των δημοτικών τραγουδιών, ενδημικά και μεταναστευτικά, πουλιά-μεταφορές, μετωνυμίες, που αφήνουν τα πούπουλά τους σε στίχους, κρύβονται σε ποιήματα προ(σ)καλώντας μας να αφουγκραστούμε το τραγούδι και τη λαλιά, τα σημάδια και τα αγγέλματά τους [2].
Η ΓΑ φιλοξενεί στα ποιήματά της αυτούσιους στίχους ή φράσεις από τα «ιαματικά» [3], μεταδοτικά δημοτικά τραγούδια, που τινάζουν από πάνω μας κάθε «καημό και πόνο» [4], «τόση σκόνη απ’ την ψυχή μας έπεσε» [5], «φωνή/ με πήρε απ’ τα σπλάχνα […] τι άμμος της θάλασσας ετούτα τα τραγούδια/ τι ατέλειωτη άμμος» [6] και «τα σιγανά της τα τραγούδια τα θλιμμένα/ που την καρδιά μου/ ριζοπότισαν» [7], που μας ξεπλένουν από τις αγκυλώσεις και τους ψυχαναγκασμούς του νεωτερικού μας βίου.
Η δημοτική μούσα, δείγμα γνήσιας ποιητικότητας και μελωδίας, αποτελεί δεξαμενή εκφραστικών μέσων και πηγή έμπνευσης της ποιήτριας, αφού, κατά δήλωσή της, «η επαφή μου με τον ατόφιο ποιητικό λόγο νιώθω ότι άρχισε πολύ πιο νωρίς. Δημοτικά τραγούδια και μοιρολόγια ήταν συνυφασμένα με την καθημερινότητα γύρω μου τα πρώτα χρόνια της ζωής μου. Μεγάλωσα υπό την επήρεια της τελετουργίας τους κι αυτό το άκουσμα σημάδεψε την αθωότητά μου» [8].
ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΟ ΜΕΤΑΞΑ ΙΙ
Αύγουστος. Νοσοκομείο Μεταξά.
Μοναχοί στο θαλάμου Σιφνιός και Μοραΐτης
και ανάμεσα να στέκεται για να τους παραστέκει
η θλίψη τους θεόρατη.
Παραμονή της Παναγιάς
στα μάτια τους περάσανε ξωκλήσια πανηγύρια
θέριεψε το ντέρτι τους
περδικού – κι αμάν αμάν
περδικούλες και βουνά»
και του γιαλού τα ψάρια.
Αποκρίθηκε από το 309 παγιδευμένος Θεσσαλός
ξυπνάτε του Όλυμπου πουλιά
του Κίσαβου γεράκια.
Μα ήρθαν οι νοσοκόμες τους συμμόρφωσαν.
Τραγούδια μεταδοτικά δε θέλανε στον όροφο
μήτε πουλιά και ψάρια.
Αρκούσαν τα κλάξον απ’ τα ανοιχτά παράθυρα
μια ξεχασμένη τηλεόραση
και τα τακούνια τους στο διάδρομο όλη νύχτα
για να ξανάβρει ο θάλαμος την κανονισμένη του ησυχία.
Κι ας ήταν να μη σμίξουν πια. [9]
Η ρωμαλέα ποίησή της είναι ικανή να σηκώσει στις φτερούγες της το βάρος της ποιητικής ψυχής, του ανθρώπινου πόνου και να διασχίσει τα σκοτάδια της ύπαρξης, ενώ τα πεζά της σπαρταρούν από σφρίγος, πηγαίο χιούμορ, αυθεντικότητα, δωρικότητα και αρδεύονται από τους ανθρώπους και τον βίο της υπαίθρου, αλλά και από προσωπικές, βιωματικές καταστάσεις της ποιήτριας.
Το πρωί στη Σύμη βρήκαμε δωμάτιο ψηλοτάβανο, δίπατο σπίτι αρχοντικό, αλλά η ζέστη ίδια και χειρότερη. Τα σπίτια στη Σύμη είναι χτισμένα αμφιθεατρικά, πύρωνε η πέτρα ολημερίς, καμίνι σκέτο.
Μία νύχτα αντέξαμε κι εκεί και φύγαμε για Τήλο. Νοικιάσαμε δωμάτιο σ’ ένα σπιτάκι πλάι στο κύμα. Έβραζε ο τόπος. Τα κλιματιστικά ήταν άγνωστα εκείνη την εποχή, εξ ακοής μονάχα. Οι ανεμιστήρες στην Αθήνα ήταν σε χρήση μόνο. Η Εγγλέζα σε κώμα, κοιμόταν μέρα νύχτα λουσμένη στον ιδρώτα. Εγώ είχα παλαβώσει από τη ζέστη, μάτι δεν έκλεινα. Για τη μέρα με έσωσε μια πατέντα. Έβρεχα κάθε τρεις και λίγο ένα φανελάκι και το ’βαζα κάτω απ’ το καπέλο. Προ πάντων υπέφερα στην ουρά στο μοναδικό τηλεφωνείο, κόσμος και λαός. Περίμεναν να μιλήσουν με τους δικούς τους, τα θύματα του καύσωνα ήταν πολλά σ’ όλη τη χώρα. Αλλά και που περίμενα; Τήλο έλεγα εγώ, Τήνο άκουγε ο πατέρας μου, Μήλο, έβγαλε συμπέρασμα πως ήμουνα στη Δήλο! […] [10]
Ένα δείγμα από τον διαυγέστατο, σχεδόν κρυστάλλινο, λόγο της ΓΑ μπορούμε, επίσης, να ανιχνεύσουμε στα τρία κριτικά κείμενά της:
Όπως και να έχει, το ποίημα είναι μια στιγμή δωρεάς, μια στιγμή χάριτος· είναι τρόπον τινά η προσευχή του ποιητή μπροστά στο μυστήριο του κόσμου, με την ομορφιά και την ασχήμια του, το μεγαλείο και τη μικρότητά του. Κάθε προσευχή είναι ενέργεια και η πλάση χρειάζεται τις προσευχές όλων μας – ποιητών και μη.
Ακολουθώ τις νύχτες το φεγγάρι
τις σκιές
παίρνω από πίσω τη σκιά μου.
Γιατί, τι είναι ο ποιητής;
Ένα υπάκουο σκυλί που ιχνεύει τη σκιά του
ψάχνει τα θηράματα που χτύπησε ο Θεός
να του τα πάει. [11]
Είτε πρόκειται για πεζό είτε για ποιητικό λόγο, η θεματολογία, ο ρυθμός και το ύφος συντονίζονται και προσιδιάζουν στο γάργαρο, κελαρυστό, κελαηδιστό γέλιο της Γιώτας Αργυροπούλου, η οποία τόσο νωρίς σάλπαρε για «τα δώματα του Αείζωου» [12], αφήνοντάς μας απαρηγόρητους, όχι μόνο για τη σωματική της απώλεια, αλλά και την απώλεια μιας ολοκληρωμένης ποιήτριας και πολλά υποσχόμενης, με σπαρακτικό και σπαρταριστό λόγο, πεζογράφου.
Μικρή παρηγορία και προσπάθεια κάλυψης αυτού του κενού αποτελεί ο συγκεντρωτικός τόμος, ο οποίος φιλοξενεί άπασα την πνευματική δημιουργία της ποιήτριας, συνταιριάζοντας περισσότερες ψηφίδες της λογοτεχνικής της προσωπογραφίας και παραδίδοντάς μας ένα πλήρες πορτρέτο της.
Σημειώσεις
1. «Πάρε το μηδέν ΙΙ», Ποιήματα και Πεζά. 1998-2018. Συγκεντρωτική έκδοση, Μελάνι, 2023, σ. 308 (Για Σίκινο, Ανάφη, Αμοργό, Gutenberg, 2017). Χάριν συντομίας στο εξής θα αναφέρονται ο τίτλος του ποιήματος και το ακρωνύμιο της συλλογής. ΤΑ για την Τοιχογραφία της άνοιξης, Μεταίχμιο, 2006² αναθεωρημένη, ΝΑ για τα Νερά απαρηγόρητα, Πλανόδιον, 2009², Δ για τα Διηγήματα, Μεταίχμιο, 2010, ΠΑΠ για το Ποιητών και Αγίων Πάντων, Μεταίχμιο, 2013, ΣΑΑ για το Για Σίκινο, Ανάφη, Αμοργό, Gutenberg, 2017 και ΠΠ Ποιήματα και Πεζά. 1998-2018. Συγκεντρωτική έκδοση, Μελάνι, 2023.
2. Εμφάνιση εξήντα αναφορών σε πτηνά στα πέντε ποιητικά βιβλία της ΓΑ και δύο στα αδημοσίευτα ποιήματα του συγκεντρωτικού τόμου ΠΠ.
3. [Τραγούδια ιαματικά…], ΠΠ, σ. 203, Δ, σ. 61.
4. [Κάποτε ο παππούλης…], ΠΠ, σ. 202, Δ, σ. 60.
5. [Στον γάμο μου…], ΠΠ, σ. 197, Δ, σ. 55.
6. [Στην είσοδο μού…], ΠΠ, σ. 195, Δ, σ. 54.
7. [Τραγούδα μου θεία…], ΠΠ, σ. 194, Δ, σ. 53.
8. https://diastixo.gr/aprosopo-2/2952-giota-argiropoulou (23/06/2025).
9. «Νοσοκομείο Μεταξά ΙΙ», ΠΠ, σ. 154, Δ, σ. 19.
10. «Χταποδάκι στα κάρβουνα», ΠΠ, σσ. 407-8.
11. «Η ποίηση είναι μια εμμονή», ΠΠ, σσ. 442-4. Μπορεί να διαβαστεί ολόκληρο εδώ (23/06/2025).
12. «Δελφίνια», ΠΠ, σ. 287, ΣΑΑ, σ. 11.
⸙⸙⸙
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Φωτογραφία: ©Laura Makabresku. Δείτε τα περιεχόμενα του δέκατου πέμπτου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]