frear

Για το βιβλίο «Με το καλειδοσκόπιο του Μπέογουλφ» της Λίλιας Τσούβα – γράφει η Ισιδώρα Μάλαμα

Ένα καλειδοσκόπιο για μια πολυαισθητηριακή και πλουραλιστική αναγνωστική εμπειρία

Το τελευταίο πόνημα της Λίλιας Τσούβα από τον τίτλο του και μόνο καταδεικνύει τις πολλαπλές αντικατοπτρίσεις που επιχειρεί. Γιατί Με το καλειδοσκόπιο του Μπέογουλφ η συγγραφέας-ερευνήτρια χρησιμοποιεί από τη μια τη γραφή ως τον εξεταστικό σωλήνα, από την άλλη τις επιστήμες της Ιστορίας, της Εθνολογίας, της Λαογραφίας, της Παλαιογραφίας, της Φιλολογίας (με έμφαση στη Γραμματολογία και στη Γλωσσολογία) και της Κοινωνιολογίας ως τα πολύχρωμα αντικείμενα του εσωτερικού του καλειδοσκοπίου της και, τέλος, τη συνθετική της ικανότητα ως τους καθρέφτες μέσω των οποίων επιτυγχάνονται οι αντικατοπτρισμοί. Κι έτσι μεταφέρεται ένας πλουραλιστικός φωτισμός όλων εκείνων των χώρων που μέσα από την αλληλεπίδρασή τους συνθέτουν τον εκάστοτε πολιτισμό και, στη συνέχεια, τον παγκόσμιο πολιτισμό. Βασικό υπόβαθρο για την αξιοπιστία των όσων γράφονται αποτελεί η επιστημονική σκευή της συγγραφέα, που έχει υπηρετήσει με βαθιά προσήλωση τη Μεσαιωνική και Νεότερη Ελληνική Φιλολογία (ΑΠΘ), από όπου φυσικά προήλθε και το ενδιαφέρον αλλά και το μεράκι με το οποίο ενέκυψε σε μία εποχή ‒στον Πρώιμο Μεσαίωνα‒ σχετικά αχαρτογράφητη και, μάλλον, υποτιμημένη από τους μελετητές, και σε ένα έπος που έγραψε τη δική του σελίδα στην αγγλοσαξονική ιστορία αλλά και στη μεσαιωνική Δύση που γέννησε τον πολιτισμό μας.

Η εποχή του Πρώιμου Μεσαίωνα συνιστά μια χρονική περίοδο με ιδιαίτερο γεωπολιτικό και θρησκευτικό ενδιαφέρον. Μα το ιστορικό νήμα πιάνεται από πολύ πρωτύτερα, αναδεικνύοντας την εμβριθή κι αναλυτική μελέτη που έχει προηγηθεί. Στο επίκεντρο τίθενται η επέλαση των γερμανικών φύλων στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία και μετέπειτα οι μετακινήσεις των λαών του Βορρά, των Γετών, των Σουηδών και των Δανών, των μακρινών δηλαδή προγόνων των σύγχρονων Άγγλων, για την ιστορία των οποίων η συγγραφέας επικαλείται μεγάλο πλούτο ιστορικών πηγών και για τον πολιτισμό των οποίων μας παραπέμπει σε ένα πλούσιο κι ενδιαφέρον υλικό, τις εκάστοτε σάγκες («saga»), τους θρύλους που αποτέλεσαν τη βάση για την ανάπτυξη λογοτεχνικών έργων αγνώστων συγγραφέων, και σε πλήθος άλλων έργων που στο σύνολό τους επέδρασαν στη συγγραφή του έπους που μας απασχολεί. Η συνύπαρξη του παγανιστικού με το χριστιανικό στοιχείο συνιστά έναν ακόμη καμβά βασικό για την ιδιομορφία της εποχής που το γέννησε, καθώς προσθέτει άλλον έναν παράγοντα διαμόρφωσης του κόσμου που εκπροσώπησε ο Μπέογουλφ και, κυρίως, του δίνει τη δυνατότητα να καταγραφεί στο χαρτί, μέσα στους βασικούς χώρους όπου στεγάστηκε και θεμελιώθηκε ένα μεγάλο μέρος της τότε γραμματείας, τα μοναστήρια. Σε ένα από αυτά, συντέθηκε αρμονικά το παγανιστικό με το χριστιανικό στοιχείο που το έπος εσωκλείει και προέκυψε το κράμα εκείνο που με τις διαφορετικές δυναμικές του εκφράζει ποικίλα επίπεδα ηθικής, τα οποία παρά τις αντιθέσεις τους αντικατοπτρίζουν ρεαλιστικές ανθρώπινες στάσεις, καταστάσεις, προτάσεις και αντιστάσεις, υπαρκτές ακόμη και στο σήμερα.

Σημαντική σημείωση αποτελεί ότι η Τσούβα δεν παραθέτει απλώς γεγονότα από τη συνθετική ανάγνωση των πηγών της. Με οξεία ιστορική και κοινωνιολογική ματιά προβαίνει σε ανάλυση των αιτιωδών σχέσεων που εξηγούν κάθε φορά τα τεκταινόμενα, προσφέροντας στον αναγνώστη την ευκαιρία αφενός να διεισδύσει στις βαθύτερες παραμέτρους που κινούν τα νήματα της ιστορίας, αφετέρου να επιχειρήσει ταυτίσεις και να διαπιστώσει παραλληλισμούς ή αντιθέσεις εξαιρετικά χρήσιμες για τη δική του διαυγή πρόσβαση στην ιστορία του κόσμου που τον περιβάλει. Και παρά το γεγονός ότι ο μύθος και ο θρύλος συνιστούν κομβικά μέσα στο έπος του Μπέογουλφ, στην πραγμάτευση του ιστορικού πλαισίου στο οποίο αυτό εκκολάφθηκε η συγγραφέας δεν κάνει παραχωρήσεις, παραπέμποντας στη φράση του Finley «η ζωή είναι σε μεγάλο βαθμό λογική και διέπεται από τάξη»[1]. Κι αυτήν την τάξη φροντίζει να τη διατηρεί με μία ακατάπαυστη κι αστείρευτη εμμονή στη λεπτομέρεια. Σε αυτό το πλαίσιο, για παράδειγμα, η μετανάστευση των γερμανικών φύλων αποδίδεται εξονυχιστικά στις πιθανές και πολυσύνθετες αιτίες της, ανάμεσα στις οποίες αναφέρονται η κλιματική αλλαγή, ο υπερπληθυσμός, η ανάπτυξη της ναυτιλίας, η επαφή των λαών του Βορρά με τα πλούσια λιμάνια της Ευρώπης, κάποιοι πολιτικοί λόγοι που ανάγκασαν σημαντικά πρόσωπα της τότε σκανδιναβικής κοινωνίας να βρουν νέα πατρίδα (σσ. 36-37). Μέσα σε αυτή τη νομοτέλεια βρίσκει και τη λογική του εξήγηση η δημιουργία ενός έπους που ‒από άποψη περιεχομένου‒ πολύ απέχει από τη λογική. Κι όμως, είναι γέννημά της. Ένα έπος με έντονο το στοιχείο του φανταστικού και του υπερλογικού, το οποίο συνιστά το λογικό επακόλουθο της μεταβατικής περιόδου που το γεννά.

Η κίνηση στον άξονα του χρόνου και στον άξονα του χώρου προϋποθέτει ασφαλώς κοπιώδη εργασία αλλά προσφέρει ευκολία στην ανάγνωση και στην κατανόηση. Με λίγα λόγια, η Λίλια Τσούβα ξεκινά τη συγγραφική της περιήγηση από το μακρινό παρελθόν της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας για να προσεγγίσει σταδιακά τον 8ο αιώνα μ.Χ. (έτος πιθανής σύνθεσης του έπους) κι έπειτα τον 11ο αιώνα μ.Χ. (έτος πιθανής καταγραφής του χειρογράφου), ενώ ταυτόχρονα πλησιάζει από τον Βορρά προς την Αγγλία, τον χώρο που αποτελεί τη μήτρα της συγγραφής του. Τούτη η κίνηση από έξω προς τα μέσα κι από το μακρινό προς το κοντινό αποτελεί άλλο ένα εργαλείο που εξυπηρετεί την επαγωγική της κατάληξη σε συμπεράσματα που απορρέουν λογικά, με τον αναγνώστη να κατέχει θέση συνοδοιπόρου σε τούτο το ταξίδι, στο πλαίσιο που κι αυτός εύκολα μπορεί και παρακολουθεί τη λογική εξέλιξη των γεγονότων. Η παράλληλη αναφορά σε στοιχεία πολιτισμού και κουλτούρας των τότε κοινωνιών (από τις καθημερινές συνήθειες μέχρι τον τρόπο ταφής των νεκρών τους) δεν μένει σε επίπεδο παροχής θεωρητικών, εγκυκλοπαιδικών γνώσεων, καθώς όλα αυτά βρίσκουν τον χώρο τους μέσα στο έπος, συνιστούν τα δομικά του μοτίβα. Με τον τρόπο αυτό, η αφήγηση καθίσταται συμπαγής, σφιχτοδεμένη, πλήρης, αφού όλα όσα γράφονται έχουν ένα τέλος ‒με την αριστοτελική διάσταση της λέξης, με την έννοια του σκοπού‒, που βρίσκει την τελική του εξήγηση, ολοκλήρωση κι επισφράγιση στην ιστορία του Μπέογουλφ.

Το βιβλίο Με το καλειδοσκόπιο του Μπέογουλφ δεν είναι, ωστόσο, ένα ιστορικό βιβλίο. Αντιθέτως, εντάσσεται στη σειρά «Λογοτεχνία» από την πλευρά των εκδόσεων. Κατά συνέπεια, ναι μεν η ιστορία είναι το απαραίτητο υπόστρωμα για το όλο εγχείρημα, αλλά αποτελεί συμπληρωματικό υλικό, απαραίτητη αλλά μη επαρκή αιτία για την κατανόηση του λογοτεχνικού γεννήματος. Γιατί στο επίκεντρο του πονήματος βρίσκεται η λογοτεχνία, το ίδιο το κείμενο, το οποίο συνοδεύει ακόμη και τις ιστορικές πληροφορίες, άλλοτε εισχωρώντας ανάμεσα σε αυτές και άλλοτε στεγάζοντάς τες κάτω από τη σκέπη του με τη μορφή ενός μότο. Αλλά και γιατί είναι και η γραφή της Τσούβα τέτοια, που παρά τις επιστημονικές της καταβολές δεν μπορεί να αποποιηθεί το λογοτεχνικό της τάλαντο. Η προσέγγιση της λογοτεχνίας με λογοτεχνικό τρόπο είναι ένα βασικό προτέρημα του έργου αλλά και μία νέα συγγραφική πρόταση για τον τρόπο οικείωσης της ιστορίας. Με λίγα λόγια, στο Με το καλειδοσκόπιο του Μπέογουλφ η επιστήμη συναντά την τέχνη, η τέχνη ανάγεται σε επιστήμη και τούτη η συνεύρεση υπερφαλαγγίζει στερεοτυπικά στεγανά, χαίρεται την ελευθερία της και δίνεται στον αναγνώστη.

Σε αυτό συμβάλει και μία ακόμη σειρά επιλογών της Τσούβα. Κατά πρώτον, η κατάτμηση του πολύ αυστηρά οργανωμένου υλικού σε μικρές ενότητες, με την αναφορά μόνο των απαραίτητων πληροφοριών, χωρίς μακρηγορίες και περιττολογίες αποτελεί μια κομβική τεχνική, αφενός γιατί αντιτίθεται στους συνήθεις πλατειασμούς, που βρίθουν αδιάφορων πληροφοριών, οι οποίες λειτουργούν αποπροσανατολιστικά και συχνά αντί να φωτίζουν συγκαλύπτουν, αφετέρου γιατί η σύγχρονη αναγνωστική τάση δείχνει να κάμπτεται από την έκταση και να προτιμά την ευσύνοπτη απόδοση των βασικών πληροφοριών, που καθιστούν ενήμερο τον αναγνώστη αλλά όχι κουρασμένο. Κατά δεύτερον, το κείμενο σε κάθε σελίδα διανθίζεται από πλήθος πολυτροπικών κειμένων, με έμφαση σε αναπαραστάσεις μνημείων, ζωγραφικές απεικονίσεις σπουδαίων ηγετών και χάρτες, που συνοδεύονται από επεξηγηματική λεζάντα, τα οποία με το πλήθος των σημειωτικών τους πόρων αφενός διευκολύνουν την κατανόηση και της επιτρέπουν τη σε βάθος ανάλυση στοιχείων αφετέρου ικανοποιούν το φιλοπερίεργο του αναγνώστη, την ανάγκη του να εικονοποιήσει πρόσωπα και πορείες, να συνδεθεί με τα πρώτα και να αποσαφηνίσει τα δεύτερα. Τρίτον, είναι το πλήθος των υποσημειώσεων που συνοδεύουν το κυρίως κείμενο αυτό που καθιστά την ανάγνωση μια πραγματικά πολύτιμη και πολυαισθητηριακή γνωστικά εμπειρία. Πέρα από το πλήθος των βιβλιογραφικών αναφορών, δίνονται πληροφορίες που επεκτείνουν ακόμη περισσότερο τη γνώση και την κατανόηση, όπως στοιχεία περιφερειακών ιστορικών γεγονότων, γλωσσολογίας, ονοματολογίας και γραμματείας, που φωτίζουν πτυχές της αφήγησης και καλλιεργούν αυτό που τόσο έχει λείψει ‒και δυστυχώς έχει εκλείψει‒ από την παρεχόμενη παιδεία: τις γενικές γνώσεις.

Όσον αφορά το ίδιο το έπος, η επιλογή του Μπέογουλφ γίνεται από τη συγγραφέα για πολλούς λόγους που υπερβαίνουν την επιστημονική της σκευή ως ερευνήτριας της Μεσαιωνικής και Νεότερης Φιλολογίας. Ασφαλώς οι σπουδές της αυτές συνιστούν το βασικό υπόβαθρο που έδωσε τα ερεθίσματα και τις γνώσεις για την ενασχόληση με αυτό, αλλά ο βαθύτερος σκοπός υπερφαλαγγίζει τη φιλολογική ανησυχία και ακουμπά ευρύτερους στόχους που αφορούν τη διαμόρφωση της εθνικής αλλά κυρίως της οικουμενικής ταυτότητας των αναγνωστών. Αφενός γιατί το έπος εντάσσεται μέσα στην πλειάδα των επών που δηλώνουν με την εμφάνισή τους την αφύπνιση της εθνικής ταυτότητας των λαών, αφετέρου γιατί η ανάδειξη του μεγαλύτερου διασωθέντος κειμένου της αρχαίας αγγλικής γλώσσας και των αρετών του σε συνδυασμό με την ανάδειξη της ηθικής του ήρωα επιχειρεί και επιτυγχάνει την εξακτίνωση της σκέψης πέρα από την ομφαλοσκοπική εκείνη ματιά που θέλει τα ελληνικά έπη μοναδικά μνημεία λόγου και πολιτισμού των λαών και τη στροφή της σε μία άλλη τροχιά, που παρακολουθεί τη γόνιμη αλληλεπίδραση των λογοτεχνικών κειμένων και τη σκληρή προσπάθειά τους να εκπροσωπήσουν επάξια τις κοινωνίες που φιλοξενούν και να καταυγάσουν τις αξίες από τις οποίες εμφορούνται. Έτσι, ο αναγνώστης έχει την ευκαιρία να διαβάσει ένα έπος που, σύμφωνα πάντα με την ερευνήτρια-συγγραφέα, έχει ενσωματώσει έμμεσα τα επικά στοιχεία της Ιλιάδας [2], άμεσα της Αινειάδας, στοιχεία της προχριστιανικής αγγλοσαξονικής προφορικής παράδοσης, των σκανδιναβικών παραμυθιών, των αρχαίων ιστοριών των λαών της Βαλτικής, των κέλτικων παραμυθιών κι άλλων προφορικών αφηγήσεων. Και τούτο το κράμα το καθιστά θεματικά και μορφολογικά πλουραλιστικό. Την ίδια ώρα, οι παραπάνω παραλληλισμοί που διαπιστώνει η συγγραφέας κατά την παρακολούθηση της πλοκής, έχοντας ως εργαλείο νεότερες επιστημονικές προσεγγίσεις, όπως για παράδειγμα το αρχετυπικό μοντέλο του Ήρωα, όπως το κατέγραψαν μελετώντας τα στάδια αφήγησης των δημωδών ιστοριών οι Κάμπελ και Φόγκλερ ‒παραπέμποντας, παράλληλα, σε σύγχρονες μυθοπλαστικές, κινηματογραφικού τύπου, τεχνικές‒, συμβάλουν στην τοποθέτηση του έπους στη σφαίρα του τότε αλλά και του τώρα, του εκεί αλλά και του εδώ, της σημαντικής διαχρονίας και, τελικά, το αναγάγουν στη χορεία αυτών που αποκαλούμε «κλασικά έργα».

Η σημαντικότητα του βιβλίου, ωστόσο, έγκειται πιστεύω, κυρίως, στον αξιακό κώδικα που το έπος και ο ίδιος ο Μπέογουλφ πρεσβεύει, ως αντιστάθισμα στο Κακό που παραμονεύει και απειλεί με διάλυση το κοινωνικό στερέωμα. Είτε στη νεανική του ηλικία, ως πρόθυμος εξολοθρευτής του κακού που αντιμετωπίζει ο γείτονας, είτε στην ώριμη ηλικία του, ως βασιλιάς-προστάτης του λαού του, ο Μπέογουλφ συνιστά το αρχετυπικό μοντέλο του ανθρώπου που προτάσσει το κοινό καλό και αγωνίζεται με προσωπικό κόστος για την εγκαθίδρυσή του. Το θάρρος, η ευγένεια, η τιμιότητα, η αφοσίωση σε πρόσωπα και σε στόχους, τοποθετημένα με προσοχή από τον άγνωστο συνθέτη του έπους στον ήρωά του, πέρα από ηθικό περιεχόμενο και διδακτικό στόχο, εξυπηρετούν και μια σύγχρονη προοπτική και προσδοκία, που εμφωλεύει και στην ανησυχία της συγγραφέα: να καταφανεί ότι όλο αυτό το αξιακό στερέωμα προϋπάρχει ως αρχή και ως τέλος στη διαμόρφωση του δυτικοευρωπαϊκού και παγκόσμιου πολιτισμού. Ενός πολιτισμού που ακόμη και σήμερα ‒ίσως περισσότερο κι από παλιά‒ συνταιριάζει το πολεμικό με το χριστιανικό στοιχείο, γυρεύοντας ιππότες που θα συντρίψουν το κακό. Ενός πολιτισμού, που προσκολλημένος στο εφήμερο και το ατομικιστικό, αποζητά απεγνωσμένα ήρωες-πρότυπα για να ταυτιστεί και να αντιπαρέλθει τις φυγόκεντρες δυνάμεις που στρέφουν τους ανθρώπους στην τροχιά του «φαίνεσθαι» και του «έχω».

Η Λίλια Τσούβα συγγράφοντας το «Καλειδοσκόπιό» της αντικατοπτρίζει ουσιαστικά τις διαχρονικές ανησυχίες των ανθρώπων, την ανάγκη τους για ήρωες που έρχονται από ένα παρελθόν συχνά άσημο και παραμελημένο αλλά στο βάθος του κατάφωτο και ευλογημένο. Μεταφέροντάς μας αποσπάσματα από τη μετάφραση του Πάνου Καραγιώργου και του Τζον Τόλκιν (μέσω της μετάφρασης του Θωμά Μαστακούρη), μας καθιστά κοινωνούς του κόσμου του Μπέογουλφ, που βρίσκεται στο γενετικό μας υλικό, όπως και ο κόσμος της Ιλιάδας και της Οδύσσειας, όπως και ο κόσμος της Παλαιάς Διαθήκης. Και δεν έχει σημασία, τελικά, αν το ένα ή το άλλο έργο είναι πολυτιμότερο: η λογοτεχνία δεν αποτελεί χώρο διαγκωνισμού. Σημασία έχει να μπορεί κανείς να αντλεί από κάθε πηγή τα χαρακτηριστικά εκείνα της ταυτότητας που έχει απωλέσει και του είναι πολύτιμα. Κι από δυνατότητες να τα καθιστά ενέργειες, όπως θα έλεγε και ο Αριστοτέλης. Πέρα, λοιπόν, από την αδιαμφισβήτητα επιστημονική αξία που έχει το πόνημα της Τσούβα, σε έναν χώρο μάλιστα ανεξερεύνητο, έχει για όλους εμάς ‒που δεν έχουμε σπουδάσει τη Μεσαιωνική Φιλολογία με τόση βαθύτητα‒, αξία ανθρωπιστική. Γιατί ο άνθρωπος Μπέογουλφ, έχει κάποια συμβολικά χαρακτηριστικά: είναι τεράστιος αλλά θνητός· παντοδύναμος αλλά εφήμερος. Στον αποσυμβολισμό του ο Μπέογουλφ διατρανώνει τη μεγαλοσύνη του ανθρώπου, που εκπληρώνεται μόνο μέσα από τις αξίες και τις αρετές που κάνει πράξη, γιατί αυτές είναι ο μόνος τρόπος για να νικήσει τη φθαρτότητά του. Και το πέρασμα στον χώρο του έπους που θα τραγουδιέται πάντα είναι η δικαίωση για την επιλογή του ηθικού δρόμου, ακόμη κι αν στο τέλος αυτού αναμένει ο θάνατος.

Σημειώσεις

1. John H. Finley, Θουκυδίδης, μτφρ. Τάσος Κουκουλιός, (τίτλος πρωτοτύπου Thucydides, Oxford 1942), Αθήνα 2006, σ. 318.

2. Έμμεσα γιατί η προχριστιανική Αγγλία δεν γνώριζε την Ιλιάδα αλλά είχε πρόσβαση στην Αινειάδα του Βιργιλίου, η οποία φέρει πολλά στοιχεία του από το ομηρικό έπος, όπως αναφέρει η Τσούβα, σελ. 118.

⸙⸙⸙

[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Φωτογραφία: ©Maya Meshel. Δείτε τα περιεχόμενα του δέκατου πέμπτου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]

Σε λίγο καιρό κοντά σας με νέο ηλεκτρονικό τεύχος στο mag.frear.gr

Mag.frear.gr – Τα ηλεκτρονικά μας τεύχη