Μιχάλης Μακρόπουλος, …Άμμος, εκδ. Κίχλη, Αθήνα 2025.
Ο υπαινιγμός, η πυκνότητα και η δωρικότητα γίνονται, για άλλη μια φορά, εργαλεία στα χέρια του Μιχάλη Μακρόπουλου ο οποίος στη νουβέλα …Άμμος δημιουργεί ένα δυστοπικό σύμπαν αδιευκρίνιστης απειλής, γνωρίζοντας καλά πώς να αναδεικνύει την ποιητική της καθημερινότητας η οποία κρύβεται μέσα στις απλές αβίαστες χειρονομίες συνύπαρξης αλλά, κυρίως, κρύβεται μέσα στις σχέσεις των ανθρώπων. Ξέροντας επίσης καλά πως η θνητότητα και η φθαρτότητα είναι πάντα εδώ. Όπως και η διαρκής εναλλαγή του memento mori με το memento vivere. Memento mori, μια υπενθύμιση θανάτου, είναι οι κόκκοι της άμμου που τρίζουν εκεί όπου σμίγουν οι σελίδες του βιβλίου. Αλλά memento vivere είναι οι ίδιες οι λέξεις. Ένα ξόρκι είναι οι λέξεις ή έτσι τις βιώνει ο αφηγητής του βιβλίου, δίνοντας την ευκαιρία στον συγγραφέα να δηλώσει την πίστη του σε αυτές.
Πιστεύει στη δύναμη και στην επίδραση της λέξης ο Μακρόπουλος. Πιστεύει στη δύναμη της φράσης. Γι’ αυτό και η γραφή του είναι η επεξεργασία της γλώσσας μέχρι τελικής πτώσεως, μέχρι το σημείο που θα εισπράξει την κάθε μικρή διακύμανση, την κάθε διαφοροποίηση, την κάθε απόχρωσή της. Αλλά όχι σαν άσκηση επί χάρτου. Όχι σαν επίδειξη τεχνικής αρτιότητας – φυσικά αυτή είναι δεδομένη και αυτονόητη. Σαν μέσο για να μιλήσει για τα ανθρώπινα και την ανθρωπινότητα. Σε όλο το έργο του νομίζω πως αυτό κάνει. Επικεντρώνεται στις λεπτομέρειες της ζήσης, πιστεύοντας πως αυτές εντέλει είναι που απαρτίζουν τη ζωή και όχι οι «μεγάλες» στιγμές της. Η ζωή είναι το σύνολο των χειρονομιών της καθημερινότητας καθώς αυτές δημιουργούν τους δεσμούς, «χτίζουν» τις οικογένειες.
Μια οικογένεια κινείται μέσα στις σελίδες της «…άμμου». Ο πατέρας αφηγητής, η μητέρα Αθανασία που είναι σαν να κλείνει μέσα της «τον απόηχο μιας προσευχής που εισακούστηκε», ο Μανόλης και η Ερατώ, δύο παιδιά του δημοτικού που φαίνονται να είναι αυτά που επηρεάζονται λιγότερο από την αλλαγή της ατμόσφαιρας, ο μεγαλύτερος αδελφός τους Βασίλης, «το παντοτινό αγόρι», μια απροσδιόριστη φιγούρα που συμβολίζει την έννοια του διαφορετικού και ταυτίζεται με τον συνονόματό του σκύλο της οικογένειας: «Για τον Βασίλη ο σκύλος ήταν “εγώ”».
Αλλά αυτό που πραγματικά κυριαρχεί στις σελίδες του βιβλίου είναι η άμμος. Όταν αρχίζει να φυσάει νοτιάς, στεγνώνει και ξεραίνει τα πάντα. «Ο ουρανός ήταν θολός, τα φύλλα στα δέντρα κρέμονταν άψυχα. Η θάλασσα, από τα παράθυρα ψηλά στην πλαγιά, ήταν μια θαμπή μεμβράνη που απλωνόταν μέχρι λίγο παραμέσα κι έπειτα έσβηνε, ανακατωνόταν με τον ουρανό και γίνονταν ένα, μια βαριά αχλύ». Ο νοτιάς φέρνει την άμμο. Η άμμος δεν αφήνει τίποτε ανεπηρέαστο, τίποτε αλώβητο. Η άμμος εμφιλοχωρεί παντού. Τα καλύπτει όλα με ένα πέπλο θανάτου. Συμβολίζει τον θάνατο. «Αλλά πάντα θα ’μενε λίγη άμμος εδώ, λίγη εκεί, σαν memento mori που τρίζει σιγανά, κρυμμένη ως και σε μια μέρα ευτυχίας μες στις ζάρες του σεντονιού, στη ράγα του συρταριού, στα σκέλη του ψαλιδιού, από μέσα στη μύτη του παπουτσιού, στον μεντεσέ και στο ανάμεσο δύο σελίδων βαθιά, εκεί που τσακίζει η ράχη του βιβλίου».
Ο θάνατος εισχωρεί ακόμη και σε μια μέρα ευτυχίας. Ο πατέρας αφηγητής, περιτριγυρισμένος από σιωπή, μοιάζει να παρατηρεί τα πάντα, μοιάζει να ξέρει περισσότερα από όσα δείχνει. Υπό το πρίσμα της καταληκτικής παραγράφου – που δεν προκαλεί ακριβώς έκπληξη μιας και είχε προοικονομηθεί η κατάληξη, όμως προκαλεί ένα είδος σοκ –, φράσεις όπως «αλλά εμείς το ’χουμε πάρει απόφαση» που επαναλαμβάνει ο αφηγητής, φανερώνουν το πραγματικό περιεχόμενο τους και παύουν να είναι τόσο λακωνικές όσο κατά τη διάρκεια της αρχικής ανάγνωσης. Ο πατέρας αφηγητής μοιάζει να αντιστέκεται στον θάνατο συλλέγοντας στιγμές της καθημερινότητας – από κείνες τις μικρές –, διασώζοντάς τες από τη λήθη, υμνώντας τη ζωή έναντι του θανάτου. «Η μανέστρα ήταν στεγνή, όπως μ’ αρέσει, κι αποκάτω είχε πιάσει λιγάκι, που κι αυτό μ’ αρέσει, ακόμα και τα ξερά, που τα τρίβω με τη σπάτουλα απ’ το ταψί».
Έτσι κι αλλιώς, κάθε στιγμή ανεμελιάς περικλείει και το αντίθετό της. Η άμμος είναι ανίκητη. Ένα παιδικό παιχνίδι στην παραλία παύει να είναι σκέτο παιχνίδι. Ο πατέρας επιτρέπει να τον θάψουν στην άμμο – με την προϋπόθεση κάποιος να κρατάει το βιβλίο μπροστά του ανοιχτό και να γυρίζει τις σελίδες για να μπορεί να διαβάζει –, αλλά μετά από λίγο σηκώνεται, τινάζει την άμμο, και φωνάζει «Είμαι ζόμπι», ποτίζοντας τη σκηνή με ιαματική ιλαρότητα. Άλλωστε τα αποσιωπητικά στον τίτλο είναι πριν από την λέξη. Η «άμμος» είναι το τέλος. Όλα προηγούνται αυτής.
Η ποιητική πρόζα του Μακρόπουλου είναι υποδειγματικής ακρίβειας. Ένα κομψοτέχνημα λυρισμού και υπαρξιακού άλγους είναι η …άμμος.
⸙⸙⸙
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Φωτογραφία: ©Maya Meshel. Δείτε τα περιεχόμενα του δέκατου πέμπτου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]