frear

Όσα γνωρίζει ο ουρανός – γράφει η Χριστίνα Καραντώνη

Νίκος Προσκεφαλάς, Ο ουρανός ξέρει πέντε πράγματα παραπάνω, εκδ. Εύμαρος, 2025.

Ο ουρανός: γαλάζιος, όπως του εξωφύλλου. Βαρύς μολύβι, όπως στο ποίημα «Δίλημμα» και «ή που θα μας πλακώσει οριστικά/ ή που θα του δοθούμε/ να σωθούμε» πάντως «Μακριά του το ’χουμε αποφασίσει/ δεν μπορούμε// Ό,τι έπεται κάτω απ’ το δικό του βλέμμα συντελείται» (σ. 9), κατράμι ακόμα («‒κατράμι και τη μέρα ο ουρανός‒», «Υπνοβάτης», σ. 20). Ουρανός ενίοτε ξηρός αδάκρυτος (σ.17), χαώδηςΣαν το κερί στη θύελλα/ στο χάος του ουρανού/ θα σβήσει», «Εις εαυτόν», σ. 16). Ουρανός θόλοςνα βλέπω από κοντά φτερά πουλιών/ και ουράνιο θόλο», «Αναχώρηση», σ. 26). Ουρανός αμέτοχοςέναν αμέτοχο να διακοσμώ/ ουρανό», «Με θάρρος η πτώση», σ. 71). Ουρανός αβάσταχτοςκάτω απ’ τον αβάσταχτο ουρανό», «Σκιά», σ. 40). Ουρανός όμως ο σύντροφοςΣύντροφε ουρανέ», «Δελτίο καιρού», σ. 17) ο εν τέλει άκακος σπλαχνικός ουρανός («Το τελευταίο ποίημα», σ. 83). Ένας ουρανός που κόβεται από τα χελιδόνια σε φέτες και μοιράζεται «μες στα υπόγεια τ’ ανήλιαγα των ανθρώπων» («Έως θανάτου επιμονή», σ. 32), θυμίζοντας «Το ψωμί» τού Μίλτου Σαχτούρη και την αέναη δίψα μας γι’ αυτόν.

Ξέρει: τα πάνθ’ ορά, καθώς «Ό,τι έπεται κάτω απ’ το δικό του βλέμμα συντελείται» (σ.9). Έχει απρόσκοπτη αφ’ υψηλού θέα, αφού οι μικρότητες της γης δεν τον αγγίζουν, εμπεριέχει την πνευματικότητα και τη σοφία άρα, που η αποδέσμευση από την ύλη μπορεί να διασφαλίσει. Και το ποιητικό υποκείμενο, ο ποιητής; Ξέρει, ξέρουν, και αν ναι, τι; Ας πούμε πως έχουν επίγνωση της άγνοιάς τους, γι’ αυτό και μπορούν να θαυμάζουν, να απορούν, να ατενίζουν εκστατικά του μέλλοντος το αβέβαιον, αλλά και να διατυπώνουν διλήμματα, ή να ταλανίζονται προ αποφάσεων τη λήψη.

Πέντε πράγματα: όχι τα πάντα, περιορισμένη η γνωστική του ικανότητα, το απεριόριστο εμπίπτει στη σφαίρα της μεταφυσικής, είναι αποκλειστικό προνόμιο του Θεού, και ο ουρανός, μεταξύ θείου και ανθρώπινου, φυσικού και υπερ ή μετα-φυσικού, άλλοτε πλησιάζει τη γη άλλοτε τον θεό τον ίδιο. Ο αριθμός 5 ενδεικτικός, μεγαλύτερος του 2, με τον οποίο υποδηλούνται τα εντελώς στοιχειώδη, μικρότερος του 10 για παράδειγμα, το οποίο συχνά, για τα ανθρώπινα μέτρα συμβολίζει την οροφή, την αριστεία. Τα πράγματα, λέξη της καθομιλουμένης, ειδικά σε συνδυασμό με τον αριθμό, καλύπτουν ένα ευρύ πεδίο, δεν περιορίζονται δηλαδή στη σφαίρα των εκτατών αντικειμένων. Κυρίως όμως συμπυκνώνουν εμφατικά ένα ή περισσότερα, ιδιαίτερης πάντα βαρύτητας συμπεράσματα, κατασταλάγματα εμπειρίας. Τα πέντε πράγματα τ’ ουρανού, παρά τους ανέμους που τον διαπερνούν, εμπεριέχουν σταθερότητα, μπορούν κατ’ επέκταση να αποτελέσουν στέρεα, για την ανθρώπινη ύπαρξη, βάση.

Παραπάνω: επιπλέον, περισσότερα, κατ’ αρχάς. Από ποιον; τίθεται εν συνεχεία το ερώτημα. Από εμάς, τους ανθρώπους, του ποιητικού υποκειμένου συμπεριλαμβανομένου, συνάγεται το συμπέρασμα. Αλλά και παραπάνω ως υψηλότερα, με την αρχική σημασία που προσδιορίζει τόπο. Το πάνω και πολλώ μάλλον το «παραπάνω», δεν γίνεται να απογυμνωθεί/απογυμνωθούν από το «ψηλά» και «υψηλότερα» αντίστοιχα.

Ο ουρανός ξέρει πέντε πράγματα παραπάνω του Νίκου Προσκεφαλά, από τις εκδόσεις Εύμαρος (2025). Μια συλλογή που ατενίζει το υψηλό, το ουράνιο, σκύβοντας εν παραλλήλω με την ίδια ειλικρίνεια και ευλάβεια στο επίγειο, στο χαμηλό. Που θεωρεί πως είναι στη φύση ή τη μοίρα του ανθρώπου να μετεωρίζεται στον μεταξύ γης και ουρανού χώρο, να πέφτει, να σηκώνεται, να προσδοκά και να πασχίζει για την ανύψωση, την εσωτερική εν τέλει ανάσταση. Μια συλλογή που αντιμετωπίζει τον άνθρωπο ως μέρος και όχι ως κέντρο του σύμπαντος, τα επί γης έμβια όντα ως ισότιμα με αυτόν, αλλά και πιο αθώα.

Ο ουρανός, λοιπόν, του Προσκεφαλά, βρίθει, εκτός των αστεριών ‒του ηλίου προεξάρχοντος‒ πτηνών, χελιδονιών, σπουργιτιών, και ορνέων ακόμα. Το ποιητικό υποκείμενο άλλοτε τα παρατηρεί, άλλοτε τα μνημονεύει, άλλοτε τ’ αφουγκράζεται ή και τους απευθύνει τον λόγο:

«τα καλοκαίρια έστηνα στα χωράφια δόκανα/ να βλέπω από κοντά φτερά πουλιών/ και ουράνιο θόλο// Ένα κοτσύφι κάποτε μου μίλησε» («Αναχώρηση», σ. 26).

«Μικρά σπουργίτια κι άμαθα, με πόσο αίμα την αθωότητά σας άδικα ξοφλάτε.» («Εκουσίως», σ. 30).

«Δυο χελιδόνια αποδημητικά/ τον πήρανε στις μαύρες πλάτες τους/ εδώ μπροστά μου απόψε/ τον απίθωσαν να τον σκεπάσω […] Να μην τον φάν’ τα όρνια, αφού/ κανείς ως φαίνεται δεν πρόκειται να ’ρθει/ το άψυχο κορμί του/ να γυρέψει» («Το τέλος», σ. 23)].

«Σπουργίτια που πετούν με δύναμη πέφτουν πάνω του με τόση ορμή, που από την ένταση της πρόσκρουσης ξεψυχούν την ίδια κιόλας στιγμή.[…], «Τρία πουλιά τρία νεαρά πουλιά», («Τρία πουλιά», σ. 31).

«Πιο πάνω χρώμα λευκό από αλήτες γλάρους/ μπούχτισαν να κυνηγάνε ψάρια/ κι έμειναν έξω απ’ το κοπάδι/ να περιεργάζονται/ τα κόκαλα ενός ναύτη της Κρονστάνδης// Δυο χελιδόνια απ’ τη Σιμωνόπετρα/ πάνω απ’ το κεφάλι μου περιφέρουν/ μια κομμένη σελίδα/ απ’ το ψαλτήρι/ Συνεχίζω // Δεν είμαι μόνος» («Αναρρίχηση», 64).

Σε κάθε περίπτωση, μαθαίνει απ’ όλα αυτά και ιδιαίτερα από την τόλμη να αψηφάς του κοπαδιού τη μοίρα (σ. 32):

Έως θανάτου επιμονή

Λένε πως κάποια χελιδόνια
δεν αποδημούν
και το υπόλοιπο κοπάδι
δεν ακολουθούν
πως μένουν πάντα εδώ
το βάρος να σηκώσουν του χειμώνα
στα φτερά τους
και πως φωλιές σε καμιά δεν χτίζουν στέγη
Μονάχα κόβουν φέτες να μοιράσουν ουρανού
μες στα υπόγεια τ’ ανήλιαγα των ανθρώπων
Κάποτε δεν τα καταφέρνουν νικιούνται
από την παγωνιά κρυώνουν
Πέφτουν νεκρά τότε στη γη
και το λεπτό κορμί τους
δυο παγωμένα μέλη γίνεται
μια πλάτη ισχνή μα θαρραλέα
χάδι του ανέμου
δάκρυ σπονδή
σώμα μικρό
που αψήφησε του κοπαδιού τη μοίρα

Έχει και αγγέλους, ο ουρανός του Προσκεφαλά· όχι από τους συνήθεις, τους «συμβατικούς». Αμιγώς ποιητικοί, εμφανίζονται, ένας κάθε φορά, ως ιδιότυποι «φύλακες», αφού η μόνη προστασία τους συνίσταται στην εξοικείωση του ποιητικού υποκειμένου με την υλική του υπόσταση αφενός, υποκειμένη εκτός των άλλων στο νόμο της βαρύτητας, στην προετοιμασία του, άρα, για τις επικείμενες πτώσεις, αλλά και την εκ μέρους του συνειδητοποίηση της αξίας ακόμα και μιας επισφαλούς πτήσης:

Υπόμνηση 1

Και μην ξεχνάς
ψιθύρισε στο αυτί μου
ο άγγελος
καθώς πετούσα
πλάι του
Αν θες να λέγεσαι χαρταετός
πρέπει να ξέρεις από πτώσεις (σ. 47)

Ένα σπασμένο φτερό, στο ομότιτλο ποίημα (σ.45), αφήνει ο άγγελος σε θάλαμο νοσοκομείου, για να μεταμοσχευθεί, ως φάνηκε, στον θνητό που επέλεξε για επίκουρο, για βοηθό του: «[…] Αργότερα όταν τον κάλεσαν στο χειρουργείο/ για μεταμόσχευση φτερού/ κατάλαβε/ Έναν βοηθό είχε ζητήσει επειγόντως/ αποκαμωμένος ο άγγελος/ έναν βοηθό/ έστω και με φτερό/ σπασμένο». Το «Φθινόπωρο» (σ. 33), πάλι, «Όταν πληθαίνει το κακό/ και περπατά απτόητο στους δρόμους […] εσύ που πίστεψες πως είσαι άγγελος/ και θα σαρώσεις με ένα φτερούγισμά σου/ το κακό/ ένας ακρωτηριασμένος άγγελος ανήμπορος/ μεταμορφώνεσαι ήσυχα σε φύλλο κόκκινο/ πέφτεις/ χαμογελώντας// μια νέα γη/ μια νέα άνοιξη/ με το δικό σου σώμα να λιπάνεις».

Μια νέα γη, οραματίζεται ο ποιητής, την ώρα που πατεί, παρατηρεί, εργάζεται, ζει, στην υπάρχουσα. Αισθάνεται, συναισθάνεται, την ομορφιά και την ασχήμια ως όψεις της πραγματικότητας, τον πόνο, τον μόχθο, τη συγκίνηση, τη χαρά, ως ανθρώπινες καταστάσεις, ψηλαφεί τις δικές του πληγές, όμως ποτέ αποκομμένες από τις πληγές των άλλων, και ομολογεί, ναι, δεν διστάζει να χρησιμοποιεί το α΄ πρόσωπο στις εξομολογήσεις του. Μ’ άλλα λόγια πληγώνεται από την ασχήμια, την αδικία, τα δεινά της ανθρωπότητας, ωστόσο τολμά να ονειρευτεί μια νέα άνοιξη, μια νέα γη, ν’ ανοίγει στο σκότος χαραμάδες, έστω και αν «Χαραμάδα φυλακισμένη» τιτλοφορείται το 2ο μέρος της συλλογής του, «Μαύρο πηχτό φυλακισμένο/ αίμα» το λιγοστό νερό τού Ηρακλείτειου ποταμού που παραμένει ίδιος και απαράλλαχτος, αφού «Πατήρ πάντων» δηλοί ο τίτλος του ποιήματος (σ. 24), δηλαδή ο πόλεμος, ζει και βασιλεύει. Φυλακισμένο και το αίμα τού ροδιού που διαψεύδει την προσδοκία καρπού («Αίμα στο ρόδι», σ. 35), φυλακή χωματένια, θνητή, άχαρη το σώμα για την καρδιά που λαχταράει πετάγματα («Δραπέτες», σ. 36). Για τις ανθρώπινες μορφές-ψυχές φυλακή και του γλύπτη η τέχνη, η αγαλματοποιία («Φυλακισμένα», σσ. 42-43). Έχει όμως ιδιαίτερο, θαρρώ, ενδιαφέρον, που οι ανωτέρω περί φυλακών/φυλακισμένων αναφορές εμπεριέχονται στο πρώτο μέρος της συλλογής με γενικό τίτλο «Εκτός των τειχών οι μάχες», ενώ στο 2ο μέρος («Χαραμάδα φυλακισμένη») συναντούμε επισημάνσεις-διαπιστώσεις εκ πρώτης όψεως περισσότερο συμβατές με το μαχητικό πνεύμα που υπονοεί ο τίτλος του πρώτου, όπως για παράδειγμα: «Αλλά στη Βαβυλώνα εδώ/ αδελφοί μου/ στη Βαβυλώνα θα δοθεί η μάχη/ η τελική/ κι ο αγώνας/ ο δίκαιος» («Στη Βαβυλώνα», σ. 56), ή από το ποίημα «Επιμονή», «Τώρα δεν έχω επιλογή/ στην πρόκλησή της τη χρωματιστή θα ενδώσω/ Την ώρα της μάχης πλάι της θα μείνω όσο αντέξω/ Την άμυνα των λουλουδιών της/ τίμιος ιππότης/ θα στηρίξω» («Επιμονή», σ. 61). Αλλού: «Είναι κι αυτή η εμμονή μου/ μ’ ένα λυχνάρι μόνο/ στις θύελλες να περπατώ/ χίλιες και μία νύχτες προσέχοντας/ στου Αλαντίν τη σκοτεινή σπηλιά» («Μοναχική αμέλεια», σ. 63). Στο ποίημα «Αναρρίχηση», τέλος, διαβάζουμε: «Πιάστηκα απ’ το βράχο/ γιατί ό,τι μου υποσχέθηκε το κύμα ήταν απάτη/ Μου μένει ν’ αναρριχηθώ τώρα/ Από ένστιχτο σκαρφαλώνω/ καθόλου εκ πείρας […] Συνεχίζω// Δεν είμαι μόνος» («Αναρρίχηση», σ. 64.)

Τα παραπάνω υποδηλούν, εκτιμώ, την αλληλεπίδραση και τη διαρκή διαπάλη ανάμεσα στο εντός και εκτός, το άνω και το κάτω, ουρανό και γη, φως και σκότος, στο υφιστάμενο και το δέον, στα δίπολα γενικώς που συνθέτουν τη ζωή, εμπεριέχουσα και τον θάνατο. Δεν είναι τυχαία, εξάλλου, η παρουσία του Ηράκλειτου, αυτού που πρώτος μίλησε για την ενότητα των αντιθέτων, σε τουλάχιστον δύο ποιήματα. Οι μάχες, λοιπόν, λαμβάνουν χώραν εκτός των τειχών, από κοινού με άλλους, αλλά και εντός των τοίχων, με τον εαυτό τον ίδιο. Η ήττα, η πτώση καραδοκεί, καμία αυταπάτη· όμως ακόμα κι έτσι, οι μάχες δίνονται, οφείλουν να δοθούν. Οι χαραμάδες, επίσης, ποτέ δεν είναι αρκετές για να κατισχύσει ‒εισχωρώντας‒ το φως, η ελπίδα. Πάντα, δηλαδή, θα ασφυκτιούν θα φυλακίζονται από τον συμπαγή ολόγυρά τους όγκο. Ας μη λησμονούμε, όμως, πως κάθε ρωγμή, κάθε χαραμάδα, αποτελεί μικρό ίσως, αλλά πάντως πλήγμα, στην τοιχοδομή κάθε φυλακής.

Ενδεικτικό τού πώς συμπλέκονται ελπίδα και διάψευση, πραγματικότητα και όνειρο, έξω και έσω χώρος, αλλά και του πώς ο φόβος δεν ακυρώνει την προσπάθεια, οι πεζόμορφες αλλά άκρως ποιητικές «Πέντε δοκιμές για την άνοιξη εν είδει μικρών σπαραγμάτων» (σ. 80-81), όπου και η τελευταία:

5. Κάμποσα χρόνια οι ίδιες πάνω κάτω παλινδρομήσεις, η ίδια του συναισθήματος εξέγερση, ή ίδια λυρική επανάσταση, η ίδια στο τέλος ήττα. Αλλά με ξέρει, με νιώθει η άνοιξη. Δεν με παρεξηγεί, δεν με μαλώνει. Παιδί δικό της είμαι, ένα δάκρυ της.

Και δικό μας «παιδί» ο Νίκος Προσκεφαλάς, μας αγγίζει με τη χαμηλόφωνη αλλά δυνατή ποίησή του, τον συγκρατημένο αλλά ηχηρό λυρισμό του, τις τρυφερές εικόνες του, την ανθεκτική ευαισθησία του, την ευγένειά του. Φυσικά και δεν τον παρεξηγούμε, μα και να τον εξηγούμε διστάζουμε, γιατί οι εξηγήσεις δεν χρειάζονται όταν η ποίηση αδιαμεσολάβητη βρίσκει απευθείας στόχο, την καρδιά μας. Όχι για να την τραυματίσει, ούτε για να την εξεγείρει, αλλά για να τη συμπαρασύρει στις λεωφόρους της ομορφιάς. Εκεί που ίσως συντελούνται οι αληθινές επαναστάσεις.

⸙⸙⸙

[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Ζωγραφική: ©Jean Pierson. Δείτε τα περιεχόμενα του δέκατου πέμπτου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.

Σε λίγο καιρό κοντά σας με νέο ηλεκτρονικό τεύχος στο mag.frear.gr

Mag.frear.gr – Τα ηλεκτρονικά μας τεύχη