Αγγελική Πεχλιβάνη, Σκοτεινά φλας «ενός» πολέμου, ΑΩ εκδόσεις, 2025.
Η Αγγελική Πεχλιβάνη, όψιμη φίλη των ώριμων αλλά ακόμα σφριγηλών μας χρόνων –για να χρησιμοποιήσω μια δική της κουβέντα– μας επανασυστήνεται με την 5η ποιητική συλλογή της, Σκοτεινά φλας “ενός” Πολέμου, εκδόσεις ΑΩ. Γιατί έχω την γνώμη πως κάθε φορά που κάποιος ποιητής παρουσιάζει ένα καινούργιο βιβλίο, μας επανασυστήνεται. Έχουν προηγηθεί η Πεζή Οχούμενη, το From Russia with love, Οι Γάτες του Τρίτου και άλλοι ζωντανοί, και τα Σαράντα εμπύρετα όνειρα.
Στο βιβλίο αυτό η ποιήτρια μετατοπίζει εξ ολοκλήρου το ποιητικό συναίσθημα σε μιαν άλλη περιοχή του ανθρώπινου που είναι ο πόλεμος. Δεκαεννέα τοπία πολέμου του εικοστού και του εικοστού πρώτου αιώνα δεσπόζουν στο τελευταίο βιβλίο της. Με αφορμή τον πόλεμο στην Ουκρανία, ο οποίος ξεκίνησε τον Φεβρουάριο του 2022 και συνεχίζεται ακόμα, ο ποιητικός φακός της Πεχλιβάνη ξαναζεί μέσα του αλλά και μέσα σε άλλους πολέμους, καθώς η φύση του πολέμου όπως και του ανθρώπου δύσκολα αλλάζει.
Πρωταγωνίστρια αυτού του βιβλίου είναι η Ιστορία. Πράγμα που δεν μας εκπλήσσει αν αναλογιστούμε πως πολλά ποιήματα της ποιήτριας είναι εμπνευσμένα από την Ιστορία όπως επίσης και ότι αγαπά ιδιαιτέρως την ποίηση της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς, την λογοτεχνία δηλαδή που προέκυψε από τον πόλεμο και τον Εμφύλιο. Το ιστορικό υπόβαθρο, λοιπόν, αυτής της συλλογής είναι παντού παρόν μέσα από την μυθοπλασία. Η Ιστορία επιμερίζεται σε δεκαεννέα διαδοχικές ιστορίες, δεκαεννέα σκοτεινά φλας όμοια με το Κράτος του ζόφου, που κρατά στα χέρια της η Αλίνα
Ι.
[… Τα παράθυρα του σπιτιού, όπου κατοικούν η Αλίνα, ο Αντρέι και ο γάτος τους Νικήτα, πριν από λίγες μέρες, έβλεπαν στην πλατεία Βιονίρ και στο παρακείμενο μουσικό σχολείο. Πριν από λίγες μέρες, η Αλίνα και ο Αντρέι χόρευαν βαλσάκι υπό τους ήχους ενός βιολιού και φιλιόντουσαν στο στόμα. Σήμερα, μια μέρα του Απρίλη με ήλιο, το σπίτι είναι σκοτεινό, γιατί ο Αντρέι οχυρώνει τα παράθυρα με βιβλία. Τώρα ο Τσέχοφ, η Αχμάτοβα, ο Γκόγκολ και ο Πούσκιν, ο Παστερνάκ, η Σεντακόβα και η αγαπημένη τους Παύλοβα αμύνονται περί πάτρης. Περί πάτρης.
Η Αλίνα μεταφέρει το νεράκι και το φαγητό του Νικήτα στο χολ. Περνάει τρυφερά την παλάμη της στη ράχη του και του γλυκομιλάει. Επιστρέφει στο σαλόνι και παίρνει στα χέρια της ένα βιβλίο στην τύχη. Το κράτος του ζόφου, δώρο του πατέρα της το 1993, όταν εκείνη ήταν δεκαπέντε χρονών. Αρχίζει να πνίγεται. Φωνάζει στον Αντρέι να αφήσει τα παράθυρα ανοιχτά, θέλει αέρα δροσερό, θέλει να βλέπει το τέλος να έρχεται σαν φως, σαν φλας να τη φωτογραφίσει.
Να μείνει για πάντα πορτρέτο γυναίκας νεκρής με πλαίσιο το παράθυρο…].
Η Πεχλιβάνη όταν γράφει δεν πάσχει από ρεαλισμό ούτε από μαγεία. Ψηφίδες φωτός αναμετρώνται με το Κράτος του ζόφου –με φως και με θάνατον ακαταπαύστωςˑ το κάλβειο φως, το γνωρίζει καλά αυτό το φως η ποιήτρια.
Δεκαεννιά πεζόμορφα ποιήματα διασχίζουν το μέτωπο του πολέμου. Και επειδή η μάζα του κακού ισοδυναμεί με αφαίρεση, η ποιήτρια επιλέγει δεκαεννιά ιστορίες με ανθρώπινο πρόσωπο. Τόποι και άνθρωποι. Τόποι διαφορετικοί, άνθρωποι άγνωστοι μεταξύ τους, μοιράζονται την ίδια αχανή μοίρα του πολέμου. Σε χρόνους πάντα σκοτεινούς. Ντεμέτιβ, Κράματορσκ, Δίστομο, Σαράγεβο, Κρήτη, Ράντομ, Χαλέπι, Μοναστήρι ή Πετρουλιάνικα, Ραμάλα, Κερύνεια, Λουχάνσκ –ζαλίζουν οι τόποι, οι άλλοτε μυριστικοί, στον Κάτω Κόσμο.
Παλιά λεγόταν Άμβροσσος. Ανάσαινε τρία βουνά και από μακριά τη θάλασσα. Μετά, την είπαν Δίστομο. Φίλευε κι έπινε νερό από δύο στόματα.
[…] Και τότε σκόνη φύσηξε και κάλυψε τα πάντα […]
[…] Τα ορφανά τα μάζεψε ο Ερυθρός Σταυρός, τα πήγε στην Αθήνα, στην Καισαριανή. Έπρεπε ν’ αναστηθούν, μα πρώτα έπρεπε να κοιμηθούν ήσυχα, δίχως όνειρα. Όμως κάθε πρωί, αχάραγα, τα ξυπνούν τα πολυβόλα κι οι πληγές των πεθαμένων. Κάθε πρωί ξυπνούν από εκρήξεις και κραυγές. Στο Κόβεντρι και το Χαλέπι, στη Σμύρνη και την Οδησσό. Στη Βιάννο και το Χάρκοβο.
Τα ορφανά του Δίστομου δεν κοιμηθήκανε ποτέ – το ξέρετε.
Είναι η αϋπνία της κυψέλης. Το ουρλιαχτό του λύκου.
Και έπειτα τα πρόσωπα. Πρόσωπα καθημερινά σαν εμάς, που χορεύουν, ακούνε μουσική, ανασαίνουν τη θάλασσα, το αεράκι της Άνοιξης, φιλιούνται στο στόμα, φορούν σιδερωμένα, φρεσκοπλυμένα πουκάμισα – ξέρετε, τα φρικτά γεγονότα δεν έχουν ανάγκη από μεγαλόστομες φράσεις, αρκούν οι καθημερινές ασήμαντες λεπτομέρειες για να βυθιστούν τα πρόσωπα ακόμα πιο παράλογα στη φρίκη του πολέμου. Με ή χωρίς κάθαρση. Πάντοτε όμως με μνήμη (η Πεχλιβάνη γνωρίζει καλά πως ο εαυτός μας είναι κυρίως μνήμη). Η Αλίνα, ο Αντρέι, ο διάσημος πιανίστας Σβιάτοσλαβ Ρίχτερ, ο Αντώνης Κουτούζης, ο Βόλφανγκ, η Δήμητρα Πέτρουλα, ο Χανς Γιοάχιμ Φον Μπλυχερ, αφηγούνται στη μητρική γλώσσα του θανάτου
Ήτανε θαύμα η αυγή εκείνης της ημέρας. Η αυγή της 20ης Μαϊου 1941.
Γι’ αυτή την αυγή μιλάω. Την τελευταία.
[…] Τ’ όνομά μου είναι Χανς-Γιοαχίμ φον Μπλύχερ. Φράιχερ ο πατέρας μου. Το αίμα μου κρατά από Πρώσους ευγενείς του 18ου αι. Ανήκω στο 3ο Τάγμα Αλεξιπτωτιστών, στο τάγμα εφόδου. Μετέχω στην Επιχείρηση Ερμής και είμαι όμορφος σαν θεός.
Τ’ αδέλφια μου, Βόλφγκανγκ και Λεμπερέχτ, θάφτηκαν εδώ, στο Μάλεμε.
Τα οστά μου δεν βρέθηκαν ποτέ. Άσπρη πετρούλα ξέξασπρη.
Μόνη παρηγοριά εκείνη η αυγή και το κορίτσι που έραψε φόρεμα μεταξωτό απ’ το αλεξίπτωτό μου.
Η γραφή της ποιήτριας και σε αυτήν τη συλλογή ακολουθεί τις ίδιες συντεταγμένες. Ποίηση σκοτεινού λυρισμού, πεζόμορφη, αφηγηματική πλην όμως με ρυθμικό βηματισμό, υπαινικτική, πάντοτε τρυφερή, λιγότερο αυτοαναφορική και ειρωνική, με λιγότερα διακειμενικά στοιχεία, ιστορικά και λογοτεχνικά, –αυτή τη φορά οι υπομνήσεις βέβαια στο τέλος του βιβλίου είναι εξαιρετικά διαφωτιστικές για τον αναγνώστη. Η ποίηση της Πεχλιβάνη είναι ένα βυθόμετρο, έχει βυθό και βάρος – δεν μπορώ να φανταστώ την ποιητική συγκίνηση μακριά από αυτά τα δυο – πρωτίστως όμως, κατάφερε, σε αυτή τη συλλογή. να αποδώσει θαυμαστά την ιλιγγιώδη στιγμή του πολέμου. Καθόλου εύκολο.
Θα σας διαβάσω ένα τελευταίο προφητικό ποίημα της συλλογής
VIII.
Αντώνιος Κουτούζης λέγομαι. Είμαι απ’ τη Λαμία. Έχω, απ’ τον πατέρα μου, το σιδεράδικο στην είσοδο της πόλης. Και αυτός, το κληρονόμησε απ’ τον γέρο του. Το σίδερο είναι η μοίρα μας. Ξέρω γράμματα αρκετά. Τέλειωσα το δημοτικό. Τα ’παιρνα, μα δεν μ’ άρεσαν. Μου άρεσε πάντα η φωτιά, το πυρωμένο σίδερο. Τ’ αμόνι μου εκατό κιλά, δεν ήταν όμως αρκετό. Πήγα εθελοντής στο μέτωπο. Έφτασα στο Εσκί Σεχήρ. Βίασα, σκότωσα, έκαψα πατρογονικά, πυρπόλησα του αίματος γραμμές. Όταν οι Τούρκοι έσπασαν το μέτωπο, κατά την υποχώρηση, μ’ έπιασε λύσσα, ξεθεμέλιωνα ολημερίς κι ολονυχτίς. Στο Εϋρέτ και το Ουλουτζάκ με νιώσανε τα χώματα, με ξόρκισαν οι μήτρες. Ήμουν με τον Τρικούπη, δειλά θρασίμια κρύβονταν, ποθούσανε τη θάλασσα. Πέντε ημέρες πολεμούσα σέρνοντας αίμα και φωτιά, στο τέλος τραυματίστηκα. Μ’ άφησαν στην κοιλάδα του Αλή Βεράν, με σφάξανε οι Τούρκοι. Δεν μετανιώνω, όμως. Χρόνια μετά, θα καίω το Χαλέπι και τη Βηρυττό. Θα φτάσω στην Παλμύρα. Κανείς δεν θα με σταματήσει. Ούτε ο Ευφράτης, ούτε κανένας ποταμός.
Η αναζωπύρωσή μου στους αιώνες είναι η μοίρα μου.
Και η δικιά σας.
Σπουδαία γραφή, σπουδαία ποίηση.
Χωρίς να ξέρω ακριβώς γιατί, αλλά τα ποιήματα αυτής της συλλογής μου θύμισαν μια παρομοίωση του Ομήρου στην Ιλιάδα όταν ο Πάτροκλος μπήγοντας το δόρυ, μαζί με τα πνευμόνια, τράβηξε έξω και την ψυχή του ωραίου Σαρπηδόνα. Νιώθω πως έλαμπε ψηλά στο δόρυ η ψυχή του Σαρπηδόνα.
Έτσι νομίζω πως λάμπει και η ποίηση της Πεχλιβάνη μέσα στην πυξίδα του θανάτου. Σαν ένα είδος αθανασίας. Πόσοι νεκροί ζουν μέσα μας αυτήν τη στιγμή και λάμπουν; Άλλοι τόσοι και περισσότεροι ζουν και αφηγούνται τις ιστορίες τους στην συλλογή της ποιήτριας.
Η ποίηση, για τον ταξιδιώτη που τη διασχίζει είναι μια παράξενη πατρίδα. Με κολάσεις, θανάτους –μα και άλλους τόσους ουρανούς.
⸙⸙⸙
[Το κείμενο διαβάστηκε στην παρουσίαση του βιβλίου που έγινε στο Καφέ του Κήπου του Αρχαιολογικού Μουσείου, στις 20 Μαΐου 2025. Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Ζωγραφική: Felix Nussbaum. Δείτε τα περιεχόμενα του δέκατου πέμπτου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]