Αναγνωστικά σχόλια
για τη συλλογή του Γιώργου Γκανέλη, Το ίζημα που άφησε ο χρόνος, εκδόσεις ΑΩ, 2024.
Η νέα (δωδέκατη) ποιητική συλλογή του Γιώργου Γκανέλη, Το ίζημα που άφησε ο χρόνος, χωρίζεται σε τρεις ενότητες: Α. ΑΠΝΕΥΣΤΙ, που καταλαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος της συλλογής και θεματικά εκτείνεται σε διάφορα επίπεδα τοποθετώντας με ακρίβεια το ποιητικό υποκείμενο μέσα στον κόσμο που το περιβάλλει. Εκεί συναντάμε και το ομότιτλο ποίημα «Το ίζημα που άφησε ο χρόνος» (σελ. 50), ένα ποίημα που εμπεριέχει όλα τα συστατικά της συλλογής στα οποία θα αναφερθώ στη συνέχεια, Β. ΠΛΑΝΟ ΕΠΙΣΚΕΥΗΣ όπου αναπτύσσονται πιο προσωπικά ποιήματα και ξετυλίγεται ο ψυχισμός του ποιητή, με μια διάθεση αυτοανάλυσης και ενεργητικού «προσωπικού» ακτιβισμού που καταλήγει παρόλα αυτά στη ματαίωση: Πενήντα δύο χρόνια αλητείας στα σύννεφα/ κι ούτε ένα αερόστατο να σηκώσει τη θλίψη (στο ομότιτλο ποίημα της ενότητας, στη σελ. 80) και Γ. Ο ΑΝΤΙΛΑΛΟΣ ΤΟΥ ΠΟΙΗΤΗ ΚΑΙ ΤΟ ΠΑΥΣΙΛΥΠΟ ΤΗΣ ΠΟΙΗΣΗΣ που είναι ένα πολύ σύντομο (τρισέλιδο), πεζόμορφο, μανιφέστο ποιητικής όπου ορίζονται αυστηρά οι έννοιες Ποιητής και Ποίηση. Σε αυτές τις τρεις ενότητες (οι δύο πρώτες θα μπορούσαν να είναι δυο ξεχωριστές ποιητικές συλλογές) ο Γκανέλης επικεντρώνει στον κυρίαρχο υπέρτιτλο της ποιητικής του παραγωγής/διαδρομής, δηλαδή στον Χρόνο, δίχως να αφήνει παραπονεμένα όλα τα υπόλοιπα συστατικά της: την «ευγενή» μελαγχολία που φλερτάρει καταστασιακά με την κατάθλιψη, τον έρωτα (που άλλοτε γλυκαίνει, άλλοτε πικραίνει, άλλοτε ευτελίζει κι άλλοτε αγιάζει), την απέχθεια προς κάθε Εξουσία – χειραγώγηση – εκμετάλλευση, τον Αυτοσαρκασμό που συνδυάζεται με την πικρία και που καταλήγει σε μια διαρκή αίσθηση προδοσίας. Οι αντίπαλοί του (το ανθρώπινο γένος), είναι και συνοδοιπόροι του, σε μια διαδρομή που επικεντρώνει κυρίως στην ανθρώπινη κατάσταση και στην οποία, όση και όποια οντολογία παράγεται, εγκαταλείπει τα μεταφυσικά βαρίδια της και επικεντρώνει σε έναν επίπονο (και επίμονο) εμπειρισμό. Η διαδρομή είναι που μετράει σε αυτό το ταξίδι αυτοπροσδιορισμού και όχι το τέρμα. Έτσι αν κανείς περιμένει να απαντηθούν τα μύρια ερωτήματα που εγείρονται, αυτό δε θα συμβεί (ούτε και) σε αυτή τη συλλογή. Το ύφος του όμως (δηλαδή η ταυτότητα του ποιητή) δείχνει να παγιώνεται: οξύνοες διερωτήσεις που εκκρεμούν ή «λύνονται» μόνο ποιητικά (δηλαδή υπερρεαλιστικά) μια κατακλείδα που «ζέχνει» συνήθως ειρωνεία (δηλαδή μια κατευθυνόμενη ποιητική επίθεση) και μια αίσθηση ανολοκλήρωτου: όλα τα ποιήματα του Γκανέλη, παρότι δηλώνονται ως παλλόμενες ποιητικές κατασκευές αυστηρά ορισμένες στο πλαίσιο του τίτλου τους, προσλαμβάνονται περισσότερο ως σπαράγματα καθώς η ποιητική ιδέα αναδύεται σα σπίθα εντός τους, δίχως να επιδιώκει να γίνει πυρκαγιά με το στανιό. Παραθέτω, ως χαρακτηριστικό, το ποίημα της σελ. 109,
ΕΡΩΤΑΣ ΧΩΡΙΣ ΑΝΤΑΠΟΚΡΙΣΗ
Ο καλύτερος φίλος είναι η μοναξιά/ γύρω της διέρχονται ποταμόπλοια./ Οι ενεστώτες απαρχαιωμένοι χρόνοι./ Εν τω μεταξύ νυχτώνει στο διάστημα/ και κινδυνεύει η ταχύτητα του φωτός./ Περιμετρικά πλανάται η απουσία σου./ Χορταριασμένα πολυβολεία χάσκουν/ σήραγγες προεκτείνονται στο τίποτα./ Εδώ τελειώνει άδοξα αυτό το ποίημα/ χωρίς να καταφέρω ακόμη να σε βρω.
στο οποίο υπογραμμίζεται η στάση του, που είναι και μια στάση απέναντι στα καθιερωμένα: ο ποιητής δεν περιορίζεται από το ποίημά του, δεν το υπηρετεί, δε φυλακίζεται. Ελευθερώνει το σπάραγμα σαν κραυγή. Κατά τη γνώμη μου πολύ σωστά πράττει. Μένει σε μας τους άνωθεν κριτές (και επικριτές) να σκύψουμε και να εγκολπωθούμε αυτή την καθαρή ποίηση που μας προσφέρεται εκτός κανόνων και συμβάσεων. Ή όπως λέει κι ο ποιητής στο ποίημά του της σελ. 38 «Ασύμμετρη απειλή» που το αφιερώνει στον Έκτορα Κακναβάτο: «Επ’ ώμου λοιπόν το σύννεφο και ντουγρού για την άβυσσο.»
⸙⸙⸙
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Ζωγραφική: ©Alex Katz. Δείτε τα περιεχόμενα του δέκατου πέμπτου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]