Τα Είδη πρώτης ανάγκης (Κέδρος, 2025) είναι η δεύτερη ποιητική συλλογή της Βάλιας Τσάιτα-Τσιλιμένη, επίκουρης καθηγήτριας στο Τμήμα Νέων Ελληνικών της Φιλοσοφικής Σχολής του πανεπιστημίου της Γενεύης. Ο τίτλος αν και εκ πρώτης όψεως παραπέμπει σε υλικά αγαθά απαραίτητα για την επιβίωση, λειτουργεί μεταφορικά ως ένα σχόλιο για την αντοχή της ψυχής στην καθημερινή ερήμωση, σχεδόν σαν μια χειρονομία φροντίδας της ποιήτριας προς τον αναγνώστη που καλείται να επανεκτιμήσει την ανάγκη της ενσώματης επαφής, του έρωτα, της μνήμης και της τρυφερότητας, «είδη» που μπορούν να αποδειχθούν εξίσου σωτήρια με αυτά μιας έκτακτης ανάγκης.
Η συλλογή ανοίγει με την «Κοκκινοσκουφίτσα» και κλείνει με τον «Σιμιγδαλένιο», ποιήματα που συνομιλούν με γνωστά παραμύθια τα οποία καταλάγιαζαν τα υπαρξιακά άγχη της παιδικής μας ηλικίας. Το πρωτογενές υλικό του παραμυθιού αξιοποιείται από την Τσάιτα-Τσιλιμένη, με τέτοιο τρόπο ώστε να ανακατασκευάσει και εν τέλει να ανατρέψει τις σταθερές του. Η Κοκκινοσκουφίτσα δεν «περπατεί εις το δάσος» αμέριμνη, δεν κινδυνεύει εν αγνοία της, καθώς όπως η ίδια ισχυρίζεται «ξέρω πως στη διαδρομή/σκόπιμα θα σε συναντήσω/Όπως μας έμαθαν παιδιά/φωνάζω το όνομά σου/κι εύχομαι εύκολα να σ’ αναγνωρίσω». Η Κοκκινοσκουφίτσα είναι γυναίκα που μπορεί να κουβαλά το τραύμα της ύπαρξής της και η φωνή της να φιμώνεται, «ό,τι από το στόμα μου ειπωθεί / το σακατεύεις», αλλά γνωρίζει πλέον καλά τα σκοτεινά δάση της γυναικείας εμπειρίας και πιστεύει στον επαναπροσδιορισμό του κόσμου ετούτου: «και δεν υπολογίζεις/πως ρίμα γίνεται ο καιρός/βαδίζει ο χρόνος μας σκυφτός/και πίσω δεν γυρίζεις». Στον «Σιμιγδαλένιο» η ποιήτρια ανατρέπει το μοτίβο της κυριαρχίας του δημιουργού πάνω στο έργο του. Έτσι αντί για έναν τέλειο σύντροφο που ζωντανεύει κατά παραγγελία, η γυναίκα του ποιήματος έρχεται αντιμέτωπη με έναν «ολοκαίνουργιο και άγνωστο» άλλον που τον αφήνει ελεύθερο να της συστηθεί. Η ποιήτρια μετατρέπει εδώ ένα λαϊκό παραμύθι σε σύγχρονο στοχασμό για τον έρωτα και την ετερότητα.
Στα Είδη πρώτης ανάγκης η γυναικεία υπόσταση προβάλλεται ως δύναμη φροντίδας, τελετουργίας και γνώσης: είναι ταυτόχρονα φρουρός, τροφός και ερωμένη. Στο ποίημα «Το τάισμα» αν και ο χαρακτηρισμός της γυναίκας ως «βασίλισσας» της αποδίδει κυριαρχία και δύναμη, η προσφορά του στήθους της στον σύντροφό της κάθε φορά που επιστρέφει στο σπίτι, υποδηλώνει αρχικά απόλυτη αφοσίωση και δοτικότητα. Στους δύο τελευταίους όμως στίχους που συνιστούν και το νοηματικό κέντρο του ποιήματος, «να θρέψει τη μνήμη/μην τυχόν και χαθεί», η εικόνα αυτή μεταστρέφεται: η γυναίκα δεν προσφέρει απλώς στοργή, αλλά κρατά ζωντανό το παρελθόν του έρωτα, το αίσθημα του ανήκειν. Η αγωνία της να μη χαθεί η μνήμη, συνδέει τον έρωτα με τον φόβο της λήθης και της αποξένωσης. Η γυναίκα-βασίλισσα από ερωτική σύντροφος γίνεται τροφός της μνήμης και το στήθος, αρχέτυπο της μητρικής φροντίδας και της ερωτικής έλξης, μετατρέπεται με τρόπο αριστοτεχνικό σε σύμβολο μνήμης.
Η μνήμη είναι για την Τσάιτα-Τσιλιμένη τροφή και σώμα, χώρος αντίστασης και εσωτερικός τόπος ιερής φύλαξης του παρελθόντος: «Το μεγαλείο της μνήμης/λέγαν οι γηραιότεροι/ κρύβεται σ’ ό,τι γεννά ένα βουνό/ολόφρεσκο κι ανάλαφρο/που σχηματίζει στον ορίζοντα/της όρασης/βαθύ, ουράνιο τόξο». Η μνήμη ταυτίζεται εδώ με το βουνό, που είναι «ολόφρεσκο κι ανάλαφρο», μια εικόνα παράδοξη που υποδηλώνει πως ακόμα και το βάρος της μπορεί να αποβεί σωτήριο. Ως ενσώματη μνήμη και τελετουργία παρουσιάζεται στη συλλογή αυτή και ο έρωτας, ως μια συνειδητή πράξη σύνδεσης, παρά πάθους και ηδονής. Στο ποίημα «Προειδοποίηση» ο έρωτας είναι πράξη ευθύνης, «μα μην ξεχάσεις/να φτύσεις τα τσόφλια/Μη σε βρει το πρωί/ με άγνωστο σπόρο στον λαιμό/και τρέχουμε για να σωθούμε», και η ανάγκη προστασίας από αυτόν που μπορεί να εξελιχθεί σε επικίνδυνη εμπειρία, προβάλλεται επιτακτική από τη γυναικεία φωνή με έναν τόνο μητρικής τρυφερότητας, αλλά και σαρκικής γνώσης.
Ο συνδυασμός ποιητικών εικόνων και καθημερινής δράσης, η αριστοτεχνική μετάβαση από το κυριολεκτικό στο μεταφορικό και οι μελετημένοι διασκελισμοί που ενισχύουν τη νοηματική φόρτιση του κειμένου είναι, όπως πιστεύω να φάνηκε από τα αποσπάσματα των ποιημάτων που παρατίθενται, κάποια από τα διακριτά μορφικά γνωρίσματα αυτής της συλλογής.
Κλείνοντας θα πρέπει να αναφερθεί ότι δεν είναι λίγες οι στιγμές που η ποιήτρια μας αποκαλύπτει και τις ζυμώσεις που συντελούνται στο εργαστήρι της: έναν χώρο πραγματικό που μυθοποιείται για να στεγάσει τις λέξεις της. Στο ποίημα «Οι αυλές» διαβάζουμε:
Εκείνο το φθινόπωρο, θυμάμαι
μάζευα αυλές
Όπου κι αν πήγαινα, είχα τα μάτια μου
στραμμένα στους κήπους
Άπλωνα τα χέρια
λαίμαργα άρπαζα
κάθε καμπύλη, κάθε γραμμή
Η ποιήτρια απεκδύεται στην πραγματική ζωή την υλική της υπόσταση και βυθίζεται στη μαγεία της ποίησης με τον τρόπο του Ζυλ Σουπερβιέλλ, που στο δοκίμιό του «Ονειρευόμενος μια ποιητική τέχνη» τον αποδίδει ως εξής: «όταν πάω στην εξοχή το τοπίο μεταβάλλεται σχεδόν αμέσως σε εσωτερικό, χάρη σε μια – κι εγώ δεν ξέρω τι είδους – διολίσθηση από έξω προς τα μέσα· είναι σαν να προχωρώ μέσα στον ίδιο μου το νοερό κόσμο.» (Ζυλ Σουπερβιέλλ, «Ονειρευόμενος μια ποιητική τέχνη», Έμπνευση και δημιουργία, Printa 2004, σελ. 111.)
Στη δεύτερη ποιητική της συλλογή η Βάλια Τσάιτα-Τσιλιμένη, βυθίζεται αρκούντως σε κόσμους νοερούς και απρόσιτους και υφαίνει πραγματικότητες, στις οποίες η γυναίκα υπάρχει και προσφέρει σε αυτόν τον κόσμο όχι με κραυγές, αλλά με ήσυχες, τελετουργικές, σχεδόν αρχαϊκές κινήσεις. Τα ποιήματά της διακρίνονται από τρυφερότητα, σωματικότητα, αλλά και βαθύ στοχασμό.
⸙⸙⸙
[Η Δήμητρα Λουκά είναι φιλόλογος και συγγραφέας. Ζωγραφική: ©Aron Wiesenfeld. Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Δείτε τα περιεχόμενα του δέκατου πέμπτου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]