frear

Διασταυρώσεις μνήμης και ψυχανάλυσης στη λογοτεχνία της διασποράς – γράφει η Ρόζη-Τριανταφυλλιά Αγγελάκη

Δεν ξεχνώ την Κύπρο… Πεζά και ποιήματα για παιδιά και εφήβους, Επιμέλεια Κ. Κατσώνης – Τ. Τσιλιμένη, Ελληνοεκδοτική, Αθήνα 2025.

Οι μνήμες μας εδραιώνουν μια σύνδεση ανάμεσα στο ατομικό και το συλλογικό παρελθόν μας, την Ιστορία της πατρίδας μας και της προσωπικής μας ιστορίας. Είναι εξαιρετικά δύσκολο να διαχωρίσουμε το παρελθόν από το παρόν μας: στέκει εκεί, αιωρούμενο πάνω στις σιωπές μας, αντηχώντας στις σκέψεις μας, και καταλήγει να μας διαμορφώνει. Παράλληλα, η μνήμη του παρελθόντος μπορεί να λειτουργήσει και ως αντίδοτο στους αγώνες και τις αγωνίες του παρόντος μας. Η Toni Morrison παρομοιάζει τη μνήμη με το νερό και σημειώνει:

«Το νερό έχει τέλεια μνήμη και προσπαθεί διαρκώς να επιστρέψει εκεί από όπου προήλθε. Οι συγγραφείς είναι σαν το νερό: θυμούνται πού ήταν, ποια κοιλάδα διέσχισαν, πώς ήταν οι όχθες του ποταμού, το φως που υπήρχε εκεί και τον δρόμο της επιστροφής στον αρχικό τους τόπο. Η μνήμη τους έχει συναίσθημα», [1] ενώ συμπληρώνει πως το ποτάμι της μνήμης τους «φουσκώνει» και «ξεσπά» μέσα από τη σύμφυση της αλήθειας τους με τη φαντασία [2].

Οι μνήμες μας, πράγματι, πυροδοτούν τη φαντασία μας και μπορούν να είναι νοσταλγικές, συγκινητικές – ιδίως όταν αυτές αναφέρονται σε πατρίδες, τόπους γέννησης και καταγωγής. Ωστόσο, όσοι υπέστησαν τραυματικές μνήμες συνεπεία εξοριών, εκτοπισμών και απωλειών, μπορεί να βιώσουν το ταξίδι στο παρελθόν ως μια ακούσια αλλά αναγκαία διαδικασία συμφιλίωσης με τον παροντικό εαυτό τους. Άλλωστε, όπως υποστηρίζει η νέα γενιά θεωρητικών του τραύματος, οι αφηγηματικές και δη οι κειμενικές καταθέσεις όσων υπέστησαν πλήγμα που διαπέρασε την ψυχή τους, διαθέτουν θεραπευτική δύναμη (Kurtz, 2018) [3]. Τοιουτοτρόπως, επιβεβαιώνουν και τους θεωρητικούς και κριτικούς της λογοτεχνικής ψυχαναλυτικής κριτικής, που αξιώνουν ότι οι μαρτυρίες, οι αυτοβιογραφικές αφηγήσεις και τα κείμενα όπου λογοτεχνοποιούνται ατομικά και εθνικά τραύματα, πέραν του ότι έτσι κατασκευάζονται και πολιτισμικά, επιπλέον λειτουργούν και αντισταθμιστικά απέναντι στη ρήξη και την αποδιοργάνωση του ατομικού και συλλογικού Εαυτού και, κατ’ επέκταση, απέναντι στην απώλεια της ατομικής και συλλογική ταυτότητας [4].

Η εμπλοκή της ψυχανάλυσης με τη λογοτεχνία και τον επαναπροσδιορισμό της ταυτότητας σε αφηγήσεις που θεματοποιούν το συλλογικό τραύμα, είναι εμφανής στο συγκινητικό συλλογικό έργο Δεν ξεχνώ την Κύπρο… Πεζά και ποιήματα για παιδιά και εφήβους (2025), που κυκλοφόρησε πρόσφατα από την Ελληνοεκδοτική. Τον τόμο επιμελήθηκαν από κοινού ο δρ. Κώστας Κατσώνης, φιλόλογος, συγγραφέας και μελετητής της Λογοτεχνίας και της Κυπριακής Ιστορίας, και η Τασούλα Τσιλιμένη, Καθηγήτρια στο Π.Τ.Π.Ε. του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας και Διευθύντρια του Μουσείου Παιδικής και Εφηβικής Λογοτεχνίας στον Βόλο. Οι συγγραφείς του τόμου αποδεικνύουν στα πεζά και τα ποιήματά τους πώς οι τραυματικές και επώδυνες εμπειρίες διαμόρφωσαν και συνεχίζουν να διαμορφώνουν τη συνείδηση και την ταυτότητά τους, ενώ τους βοηθούν να καλλιεργούν και το αίσθημα του ανήκειν σε μια κοινότητα [5], που ενώνεται από το τραύμα του διασκορπισμού, τις μνήμες για την πατρίδα και τη συνεχή υποστήριξή της, καθώς και την επιθυμία επιστροφής σε αυτήν, βιώνοντας έτσι μια αέναη ένταση ανάμεσα στο «τώρα, εδώ» και τη μνήμη του «εκεί, τότε». Οι συγγραφείς που συνέβαλαν στον τόμο, στις γραμμές των πεζών και έμμετρων αφηγημάτων τους ανακαλούν εικόνες και κωδικοποιούν την προσωπική και συλλογική εμπειρία των τραυματικών γεγονότων του 1974. Ο χρόνος και η απόσταση από τα γεγονότα αυξάνουν την πολυπλοκότητα αυτών τους των αφηγήσεων, καθώς για να τις γράψουν, αναπόφευκτα αναπλάθουν σκηνές βίας, τρόμου, απόγνωσης και οδυρμού [6]. Τις αναπλάθουν, ωστόσο, δημιουργικά, με αποτέλεσμα η λογοτεχνία και η ψυχανάλυση να αλληλοσυμπληρώνονται. Παράλληλα, αναπλάθουν τις αναμνήσεις του «σπιτιού» τους, που υπάρχει ανεξίτηλο μέσα τους και η μνήμη του διασφαλίζεται στις γεμάτες νοσταλγία, μοναξιά και πόνο-πόθο γραμμές τους – συναισθήματα που παραμένουν σκιές ανεξίτηλες, στοιχειώνοντας την προσωπική και την εθνική τους ιστορία [7]. Η ανθολογία είναι διαηλικιακή και κάθε της κείμενο θα μπορούσε να χαρακτηριστεί συνειδησιακή πράξη, όπου συνδυάζονται χαρακτηριστικά προσωπικής λογοτεχνίας, αναμνηστικής αφήγησης και νεωτερικής αυτοβιογραφίας, ειδικότερα εφόσον συμφύεται στη γραφή τους ο συνειρμικός μονόλογος με τον επιστολικό λόγο και την ψυχαναλυτική ομιλία.

Ο Ανδρέας Ανδρέου παραθέτει δυο έργα του: Στο πρώτο, την «Ωδή σε ένα Κυπριωτάκι», αναφέρεται στο στοιχειωμένο από «το μίσος και τον πόλεμο» βλέμμα του 12χρονου –άραγε εαυτού του;– παιδιού από τη μαρτυρική Κύπρο. Στο μεν δεύτερο, αποτίει τιμή στη «μνήμη του Τάσου Ισαάκ» από το Παραλίμνι που άφησε την τελευταία του πνοή 95 μέτρα από την ελληνοκυπριακή πλευρά και 32 από την τουρκοκυπριακή, σύμφωνα με την έκθεση του OHE, και έπεσε ηρωικά 11 Αυγούστου, μέσα «στην κάψα του Δριμάρη» [8]. Η Ελένη Αρτεμίου-Φωτιάδου στο διήγημα της γράφει για «Αυτά που δεν ειπώθηκαν: Ακροβατώντας μεταξύ αγάπης και φόβου για τον κόσμο τούτον, παραθέτει στο νεκρό παππού της τις απορίες που της γεννήθηκαν μεγαλώνοντας με τη σκιά του θανάτου, την πίκρα του διαχωρισμού, τον τρόμο της εισβολής, ανάμεσα στα οδοφράγματα, ενώ η Γιόλα Δαμιανού-Παπαδοπούλου, στο «όνειρο της Αναστασίας» καταθέτει το παράπονο μιας ανήλικης Κυπριωτοπούλας που, καθώς έχασε τον πατέρα της κατά την εισβολή, ζήλευε ακόμη και τα χελιδόνια, όχι απλά για την ελευθερία τους, αλλά και για το ότι εκείνα γνώρισαν την πατρική στοργή που αυτή στερήθηκε.

Γεμάτη πίκρα είναι και η ιστορία της Μαρίας Θεοδοσιάδου για τις «καταραμένες μέρες» της 15ης και της 20ης Ιούλη, όπου ο πόλεμος σκόρπισε «το μελίσσι των ανθρώπων» στο νησί της· τότε που «σταμάτησε κάθε παλμός ζωής», «η τρομοκρατία οργίαζε» και «φώλιαζε παντού ο φόβος, η αγωνία, η ανασφάλεια» [9]. Τα ίδια συναισθήματα μοιράζεται και η Τούλα Κακούλη στο διήγημά της για «Εκείνον τον ματωμένο Αύγουστο», τον «πιο πικρό της ζωής του» ήρωα Κώστα Ζερβού από το Νέο Χωρίο Κυθρέας. Κι ενώ η Κακούλη θυμάται το «ματοκύλισμα» του νησιού της και θρηνεί για τον «αδελφοκτόνο σπαραγμό που έντυσε στα μαύρα πολλά σπίτια» [10] στον τόπο της, αναγκάζοντας τ’ αδέλφια της να τρέχουν σε «μπουλούκια της συμφοράς» για να γλυτώσουν από φωτιές, βόμβες και ατιμασίες, επιβεβαιώνοντας το ότι η Λογοτεχνία αποτελεί τον κατεξοχήν τόπο αφηγηματικής απόδοσης του τραύματος, η Ελισάβετ Κάρσα επαναπροσδιορίζει λογοτεχνικά την ταυτότητά της σε μια αφήγηση γεμάτη νοσταλγία για το πατρικό της, όπου «λαχταρούσε» να βρεθεί, να κουρνιάσει, να μυρίσει τον βασιλικό και τον δυόσμο της αυλής της.

Ο Κώστας Κατσώνης αφιερώνει τις σκέψεις και τη γραφή του στη «μάνα του Μάριου» που, μαζί με τον συνομήλικο του φίλο Τάσο, σκοτώθηκαν στις 14 Αυγούστου από βλήμα όλμου στο φυλάκιό τους, στην πράσινη γραμμή. Στη γραφή του Κατσώνη αποτυπώνεται ο πόνος της μάνας για το νεκρό παιδί της και για τη χαμένη πατρίδα που φωλιάζει για πάντα στα στήθια της και εκδηλώνεται με «στριγκλίσματα» και «κλάματα γοερά» μέχρι να πεθάνει. Ο Κατσώνης επιλέγει να τοποθετήσει την ιστορία του μέσα σε εκκλησιά, κατά την Αναστάσιμη Ακολουθία. Η αντιπαραβολή του θανάτου και της λύπης της μάνας του Μάριου με το μήνυμα της ζωής που φέρει η Ανάσταση των νεκρών τονίζει το ότι οι μνήμες των Κυπρίων θα είναι ισόβια αρνητικά φορτισμένες, επιβεβαιώνοντας ταυτόχρονα την σύμφυση της λογοτεχνικής αφήγησης, της προσωπικής λογοτεχνίας και της ψυχαναλυτικής διαδικασίας. Η δε προσπάθεια νοηματοδότησης των τραυματικών εμπειριών εκ μέρους όσων τις βίωσαν, καθιστώντας τες συλλογικές εμπειρίες με τη διαμεσολάβηση του δημόσιου λογοτεχνικού λόγου είναι εμφανής και σε ένα ακόμη δημιούργημα του Κατσώνη, με τίτλο «Παιδική απορία»· έργο που κλείνει μέσα του με μαεστρία όσα εύλογα ερωτηματικά γεννήθηκαν τόσο σε μικρούς, όσο και σε μεγάλους μετά την Εισβολή, παραμένουν όμως αναπάντητα.

Η Άννα Κουππάνου μας χαρίζει ένα απόσπασμα από το μυθιστόρημα της «Όταν μας άφησε η θάλασσα. Μια ιστορία βασισμένη σε πραγματικά γεγονότα από την Κύπρο του 1974», το οποίο περιγράφει θύμησες της ανήλικης Κατερίνας ενώ εγκατέλειπε την πατρίδα της αναγκαστικά, μαζί με τον δίδυμο αδερφό της και εκατοντάδες ακόμη ασυνόδευτα κορίτσια και αγόρια, κατευθυνόμενοι προς τον Πειραιά. Τα λόγια της κρύβουν πόνο και σπαραγμό που αγγίζει κάθε αναγνώστη, ακόμη κι αν δεν έχει ο ίδιος τα βιώματα της εξορίας και της προσφυγιάς, ενώ στη γραφή της Μάρως Κουσιαππά, ειδικότερα στα αποσπάσματα με τίτλο «Το έβδομο βιολί» και «Πωλείται τύχη», διαφαίνεται καθαρά πως η αφήγηση γίνεται πολιτισμικό εργαλείο, διαμεσολαβητικό για τη συλλογική μνήμη.

Στα γραφόμενα του Αντρέα Κωνσταντινίδη, εντοπίζεται και η πίκρα και η ελπίδα για έναν καλύτερο κόσμο: Ο συγγραφέας παραθέτει ένα έμμετρο αφήγημα με τίτλο «Στέρεψε ο Κεφαλόβρυσος». Σπαρακτικό και γοητευτικό, διαφέρει από το έργο του «Χαιρετισμός», που αποτελεί απόσπασμα από το συλλογικό «Τα χαμόγελα του ουράνιου τόξου». Εκεί περιγράφονται οι ελπίδες του για να βιώσει «καλύτερες μέρες» το νησί του και να βασιλέψει η «αγάπη», μαζί με την «καλοσύνη» [11]. Αυτά δεν φαντάζουν πλασματικά για τον συγγραφέα – ούτε για όσους εργάζονται με πίστη και όραμα για την αγωγή των παιδιών: Η αγάπη και η καλοσύνη, μέσα από την τρυφερή ιστορία του, βασιλεύoυν χάρη στα παιδιά, που μακριά από μίση και συμφέροντα, δίνουν το παράδειγμα ομόνοιας και αρμονίας.

Στα ποιήματα του Ηλία Μανιταρά «Μήνυμα», «Ρώτησα», «Πατρικό Ι», «Και κλέβω» και «Αλήθεια», ο ποιητής μεταφέρει τους εσωτερικούς στοχασμούς του: Για το ότι κατάφερε και άντεξε στην προσφυγιά, για το πόσα πήρε μαζί του ο χρόνος και πώς φτάνει κανείς να επαναξιολογεί όσα μοιάζουν δεδομένα, καθώς και για το πόσο ματαιόδοξα ζούμε, δίχως παιδεία και πολιτισμό, αλλά με γνώμονα το μίσος και τη διχόνοια. Το ότι παρομοιάζει τον εαυτό του με δέντρο που άντεξε χωρίς νερό, βασικό αγαθό για όλα τα όντα πάνω στη γη, υποδηλώνει πόσο βασική είναι για έναν άνθρωπο η αίσθηση του ανήκειν σε μια πατρίδα, ένα σπίτι, και η Μάρω Ματθαίου θρηνεί για τον χαμό του. Στα έργα της με τίτλο «Τα σπίτια έχουν ψυχή», «Στο πατρικό το σπίτι», «Μεσαορίτισσα κυρά», «Μέσα απ’ τις αναμνήσεις», «Γράμματα μέσον του Ερυθρού Σταυρού – πίσω απ’ τις λέξεις!!!», «Γιαλούσα, “Κινηματογράφος Τάκη Τσάππα”» και «Κέντησε στο μαντήλι της», διαβάζουμε για το απολιθωμένο της δάκρυ· για το σπίτι της που επισκέφθηκε και έμεινε να το παρηγορεί, καθώς έστεκε «θλιμμένο, αγέλαστο, ξερό, στεγνό, βουβό», μέχρι να «πέσουν οι σκιές» του ουρανού και της σκληρής πραγματικότητας, όπου κάθε εξόριστος επανέρχεται μετά από κάθε νοσταλγική του διαδρομή στο παρελθόν· αλλά και για το παράπονό της να μην έχει το προνόμιο να γυρίσει στα πάτρια να «χαρεί Χριστούγεννα, Αποκριές, Πάσχα», «να νιώσει γνώριμες, οικείες μυρωδιές» [12] – πράγματα για άλλους αυτονόητα και για άλλους πολύτιμα και για πάντα χαμένα.

Η Μαρία Μιχαηλίδου-Καδή, μαζί με την Mehves Beyidoglu, στο απόσπασμά τους «Από τη γη μέχρι τα αστέρια», κλείνουν στον επιστολικό λόγο τους την προσπάθεια μιας μάνας να εξηγήσει με οδηγό την αγάπη της για το παιδί της για τη ζωή πριν τους «φραγμούς και τα συρματοπλέγματα» [13], ενώ η Μαρία Ολυμπίου στην «Κούκλα της Ζωής», γράφει για τον τρόπο που ένα παιδί προσπάθησε να διαχειριστεί το τραυματογενές γεγονός της εισβολής, ξεσπώντας τον θυμό του για το ότι «του πήραν τα περισσότερα» από όλα όσα ονειρευόταν» [14]. Τα ποιήματα της Έλλης Παιονίδου «Μετά την εισβολή», «Εγκλωβισμένοι», «Βροχή», «Προσφυγιά», «Γέρος από το Λεονάρισσο», «Το σκυλί που έμεινε πίσω», «Άγιος Ιλαρίωνας» «Καρπασία» και «Μάνα του αγνοουμένου», από συλλογή γραμμένη το 1978, κλείνουν μέσα τους τον οδυρμό, την απελπισία, την απορία για το άδικο και την θλίψη που συνοδεύει τους εξόριστους μετά τη ζοφερή συνειδητοποίηση πως το «φευγιό» έγινε η «σφραγίδα της ζωής τους» [15]. Βοηθά τον αναγνώστη έτσι να συνειδητοποιήσει πώς οι εκπατρισμένοι, υπερβαίνοντας το βιωμένο τραύμα τους, μαθαίνουν να ζουν μαζί του προσπαθώντας να το επουλώσουν. Το γεγονός πως η ίδια γράφει για αυτό, όπως όλοι οι συγγραφείς του τόμου, επιβεβαιώνει το ότι η Λογοτεχνία του τραύματος και της μνήμης αποκαθιστά τη ρήξη της συλλογικής ταυτότητας των εξόριστων, ακόμη και μέσα από τον πόνο. Ο πόνος για την «σκλάβα πόλη» είναι προφανής και στα έργα του Νίκου Πενταρά, «Νόστος», «Εγγόνι και παππούς» και «Ετυμολογικό Κατεχομένων Κύπρου», αλλά και σε εκείνο της Έλενας Περικλέους που καταθέτει τα συναισθήματα μαρασμού που την κυριεύουν ενώ αισθάνεται «μοιρασμένη» από την πράσινη ή μάλλον «συρμάτινη» γραμμή, όπως τη χαρακτηρίζει, που χώρισε τόπους και ανθρώπους, «έκλεψε τα σπίτια τους και όσους αγαπούσαν». Αναφέρεται στη γιαγιά και τη μαμά της, τα δύσκολα χρόνια τους λόγω φτώχειας – που έγιναν πιο δύσκολα όταν έφυγε ο πατέρας της και ήρθε ο πόλεμος· αυτός που τους ανάγκασε να πάρουν μόνο τα κορμιά τους από εκεί, αφήνοντας για πάντα το μεγαλύτερο κομμάτι της ψυχής τους. Επισκεπτόμενη τα σκιερά δώματα της δικής της ψυχής, η Περικλέους εκθέτει το ατομικό, το διαγενεακό, το συλλογικό, το ιστορικό και το πολιτισμικό τραύμα των Κυπρίων, όπως επίσης τις εναγώνιες προσπάθειές της να εξηγήσει στα παιδιά της όσα πέρασε και όσα συμβαίνουν στον τόπο τους. Κλείνοντας αναφέρει πως δεν καταλαβαίνουμε πώς νιώθει, όλοι όσοι δεν είμαστε από Κύπρο. Μας βοηθά, ωστόσο, η γραφή της να συναισθανθούμε τον πόνο της, τον πόνο τους, και να ταυτιστούμε ενθυμούμενοι τις φορές που νιώσαμε κάπου, κάποτε, αποδιωγμένοι και φοβισμένοι. Κι ενώ η Περικλέους γράφει για τη μητέρα και τη γιαγιά της, η Σταυρούλα Περίκλου γράφει ποιήματα σπαραγμού για τον «λεβέντη» 80χρονο παππού της που εκδιώχθηκε από το σπίτι του, για τον αγνοούμενο πατέρα της που «έπεσε ηρωικά για της πατρίδας την τιμή» και την προσμονή της, που την παρομοιάζει με ουράνιο τόξο, να κυματίσει ξανά η σημαία της λευτεριάς στον τόπο της. Ο Αντώνης Πιλλάς γράφει στα ποιήματά του ό,τι «θυμάται ένα προσφυγόπουλο» που, πριν αποκτήσει την ζοφερή εμπειρία του ξεριζωμού, έπαιζε ανέμελα και χαιρόταν τις ομορφιές της πατρίδας του, μέχρι που η «οργή, ο σεισμός και τα σύνεργα θανάτου στην ορφάνια τον ρίξανε» [16]. Μοιράζεται, λοιπόν, μαζί μας δημιουργήματα από παλιότερες ποιητικές του συλλογές, που κλείνουν στις σελίδες τους τα «δάκρυα που έχει μαζεμένα» για της γης τα «μέρη τα αγαπημένα», και το έργο του συμπληρώνουν τα υπέροχα και συγκινητικά ποιήματα του Ελευθέριου Πλουτάρχου, που φέρουν τους τίτλους «Μνήμες Ιούλη», «Προσφύγων μνήμες» και «Τέσσερα ψηφία ματωμένα (1974)». Η Κίκα Πουλχερίου στο αφήγημά της με τίτλο Νοσταλγία, ανακαλεί τις «νύχτες γεμάτες σκοτεινιά» που έζησε «από τότε που έφυγαν από το σπίτι τους» [17] με την οικογένειά της, για την πίκρα, τα κλάματα και τον σπαραγμό που της προκαλούσε το γεγονός πως δε μπορούσε να επισκεφτεί τη «ζεστή αξέχαστη φωλίτσα της», και με αφορμή το όραμα -όπως χαρακτηρίζει την ψευδαίσθηση ενός δικού της ανθρώπου, ότι έβλεπε την αυλή και τον νερόμυλο του πατρικού τους σπιτιού, λογοτεχνοποιεί τον μύθο της αιώνιας επιστροφής [18] στην πατρίδα- μύθο που στηρίζει κάθε πρόσφυγα και εξόριστο.

Η Μαρία Προδρόμου, όπως και όλοι οι υπόλοιποι συγγραφείς, συμπλέκει την αυτοβιογράφηση και τη μαρτυρία με τα ιστορικά γεγονότα και τα επενδύει με την αποτύπωση των συναισθημάτων που της προκάλεσε η βιωμένη εμπειρία. Στην ιστορία της με τίτλο «Προσφύγεννα», παίζει με τις λέξεις και επιστρέφοντας με τη φροϋδική έννοια [19] στην εποχή όπου αναγκάστηκαν «να φύγουν με τα ρούχα και τις παντόφλες τους» [20] από τα σπίτια τους, μιλά για τα «καυτά δάκρυα» [21] που γέμισαν τα μάτια της από την εποχή που ξαναγεννήθηκε, αποκτώντας πλέον για το υπόλοιπο της ζωής της μια νέα ταυτότητα, την προσφυγική· διηγείται τις στιγμές που πέρασε τρώγοντας φαγητό στα συσσίτια, στοιχειωμένη από τους ήχους των βομβαρδισμών που δεν την άφηναν «να κλείσει μάτι» [22] στα αντίσκηνα, αιχμάλωτη, διωγμένη, ενώ η Σωτηρία Πύλα διηγείται τις «δύσκολες στιγμές στην τάξη της προσφυγιάς» που, που αντί να γεμίζει από ήχους παιδικών γέλιων και φωνές ενθουσιασμού, γέμιζε δάκρυα, αφηρημάδα, «οργή και πόνο»  ψυχικό και σωματικό, «νευρικής φύσεως» [23], εκείνον που προκαλούσε η «προσφυγιά και το άδικο του πολέμου». Η Μαρία Πυλιώτου γράφει για το «όνειρο στο λούνα παρκ», αλλά και την ανάγκη των ξεριζωμένων να κάνουν όνειρα που, ακόμα κι αν ξέρουν πως δε θα βγουν αληθινά, ωστόσο τους κρατούν ζωντανούς [24]. Αυτή τη φορά ο πόνος «του μεγάλου χαλασμού» εξισώνεται με τον πόνο που ένιωσε η ανήλικη αφηγήτρια του κειμένου, όταν είδε να ξεριζώνεται από το λούνα πάρκ το αεροπλανάκι· το παιχνίδι όπου όταν ανέβαινε, έβλεπε –ή νόμιζε ότι έβλεπε– το χωριό της, από μακριά. Το «ξερίζωμα», λοιπόν του παιχνιδιού, διαβάζουμε πώς της θύμισε το δικό της ξερίζωμα, «το άδικο, την καταστροφή» – «όχι πως την είχε ξεχάσει» [25].

Ο τίτλος στην ιστορία του Αντώνη Σέργη με τίτλο «πρόσφυγας», περιγράφει όλα όσα έζησε ο συγγραφέας κατά τη διάρκεια των γεγονότων που τον κατέστησαν έτσι: Όταν τους φώναξαν «φεύγουμε και το έκαναν, κρυμμένοι πίσω από τις σκιές των άλλων», ανυποψίαστοι πως δε θα επέστρεφαν ποτέ, ή ότι θα έμεναν να καίγονται αυτοί και οι «ψυχές τους, ανασαίνοντας πόνο και οργή» [26], ψάχνοντας νερό –της λησμονιάς;– να σβήσουν την αίσθηση πως «σέρνονται» [27]. Η αίσθηση του πρόσφυγα και της προσπάθειας κάθε πρόσφυγα να συνειδητοποιήσει τι του συνέβη και να «σταθεί όρθιος», να ξεκινήσει μια νέα ζωή με την νέα του πια ταυτότητα, δίνεται ακόμη πιο έντονα μέσω της εικονοποιητικής διάστασης της γλώσσας στο σημείο όπου ο συγγραφέας ταυτίζεται με το φίδι που μεταμορφώνεται ενώ «αλλάζει φολίδες» [28] για να ξαναγεννηθεί. Ο λόγος του διασταυρώνεται με εκείνον του Αιμίλιου Σολωμού, που στη δική του συγκλονιστική ιστορία με τίτλο «Πρόσφυγες», γράφει για τους τόπους, τους ανθρώπους, τα σπίτια που χάθηκαν ξαφνικά εκείνον τον Ιούλιο, και χάθηκε μαζί και «ένα μέρος της παιδικής του ηλικίας» [29].

Η Βασιλική Φωτίου, συγγραφέας και ποιήτρια με εμπειρία συγγραφής τριάντα και πλέον θεατρικών έργων για όλες τις βαθμίδες της Εκπαίδευσης, παραθέτει ένα απόσπασμα του έργου της με τίτλο «το καράβι της Κερύνειας», όπου χρησιμοποιεί την αλληγορία, την αρχαία ελληνική μυθολογία και τα στοιχειά της φύσης για να μιλήσει για το νησί της, το οποίο μπορεί να «σκλάβωσαν θαλασσινοί κουρσάροι» και να «το λύγισαν τυφώνες», ωστόσο η ψυχή του «αλύγιστη διαβαίνει μες τους αιώνες» [30]. Μέσα από το θεατρικό της έργο και τη ζωντανή, συμβολική του γλώσσα, οι αναγνώστες μαθαίνουν για τους «τρελούς ανθρώπους» που «καμώνονται πως λατρεύουν τη θεά Ειρήνη, μα όλο χτίζουν βωμούς στο θεό του πολέμου» [31] – αυτόν που γέμισε σοβαρούς προβληματισμούς τον συγγραφέα Κυριάκο Χαραλαμπίδη για τη χαμένη ελληνική αρετή, την αληθινή μας φύση και το χαμένο σθένος που κατάντησε τους συντοπίτες του « σκόρπιους, τσακισμένους ανάμεσα στα σκόρπια μάρμαρά τους» [32]. Τα ποιήματά του «Παιδί με μια φωτογραφία» και «Γλυκό του κουταλιού» από παλιότερες συλλογές του συμπληρώνουν το έργο του Χαραλαμπίδη, που δεν είναι άλλο από το να εκφράσει τον πόνο του και να τον μεταδώσει σε όσους διαβάζουν τις γραμμές του, τι ακριβώς τον οδήγησε να συγγράψει. Ο εξομολογητικός τόνος διατηρείται και στην ημερολογιακή γραφή της Δήμητρας Χαραλάμπους, της οποίας η ιστορία με τίτλο «Οι σπόροι των αναμνήσεων» μας ταξιδεύει στην Αμμόχωστο, το φθινόπωρο του 1973, όπου οι γονείς της την παρακίνησαν να φτιάξει μια αυτοσχέδια «χρονοκάψουλα», για να βάλει μέσα όσα αντικείμενα ήταν σημαντικά για εκείνη. Απώτερος σκοπός τους ήταν η κόρη τους μεγαλώνοντας να δει τις αναμνήσεις που θα είχε «φυτέψει» σε εκείνο το μεταλλικό κυλινδρικό κουτί και να δει τι αίσθηση θα της άφηναν τα αντικείμενα που θα έβαζε μέσα. Το ημερολόγιό της φτάνει στον Αύγουστο του 1974, όπου η μικρή πρωταγωνίστρια έπρεπε ξαφνικά να μαζέψει τα «βασικά» σε μια βαλίτσα και να εγκαταλείψει το σπίτι, το παρελθόν, την πατρίδα της. Η ημερολογιακή της αφήγηση κλείνει με τα πικρά συναισθήματα που νιώθει η συγγραφέας τον Αύγουστο του 2024 και τα καταγράφει ενώ πια βρίσκεται «στην ελεύθερη Αμμόχωστο» – συναισθήματα που νιώθει κάθε Αύγουστο από το 1974. Το περιεχόμενο της χρονοκάψουλας τελικά ισορροπεί την θλίψη της με συναισθήματα χαράς, την οποία η αφηγήτρια νιώθει βλέποντας τα τρία σακουλάκια με το πολύτιμο περιεχόμενο. Μαθαίνοντάς το οι αναγνώστες παραινούνται εμμέσως να μάθουν να εκτιμούν ό,τι έχει πραγματική αξία, και όχι κόστος.

Ο Μπάμπης Χαραλάμπους στις ιστορίες από το βιβλίο του Ο Αττίλας κι εγώ, με τίτλο «Οι καταθέσεις ενός πρόσφυγα» και «Το χόμπι», χρησιμοποιεί την παρωδία, τον αυτοσαρκαστικό τόνο, αλλά και το χιούμορ για να επενδύσει την αφήγηση και να εκφράσει τον πόνο και την πίκρα του για την πείνα, την ανέχεια, τον ξεριζωμό και την ελπίδα κάθε Κυπριωτόπουλου να γυρίσει σπίτι του· αυτό που νοσταλγεί και που ποτέ δεν θα ξεχάσει, όσο και αν βρίσκει πράγματα να απασχολείται. Η δε Μαρούλα Χαραλάμπους-Λοϊζίδου, στο κείμενό της «Γράμμα σε ένα φίλο», μέσα από τον επιστολικό λόγο και την ερμηνεία των κοινωνικο-ιστορικών και πολιτικών γεγονότων πριν, κατά τη διάρκεια και μετά την εισβολή, εκφράζει τις απορίες της: «Πώς μπόρεσε μισή πατρίδα, κουτσουλιά γης, να χωρέσει τόσα προσφυγόπουλα» [33].

Η Αναστασία Χατζηλοή-Κατσώνη γεννημένη στη Λάπηθο, όπου και έζησε μέχρι τα 18 της χρόνια, γράφει για την πολυαγαπημένη της γενέτειρα, από όπου ξεριζώθηκε, όπως και όλοι οι συγχωριανοί της, μετά την τουρκική εισβολή του 1974. Καθώς η ψυχή της μένει πάντα εκεί, εξέδωσε την ποιητική της συλλογή Λάπηθός μου, η οποία επανεκδόθηκε το 2016 ως δίγλωσση έκδοση (ελληνικά και αγγλικά), διανθισμένη με ασπρόμαυρες φωτογραφίες από την κατεχόμενη Λάπηθο. Στον τόμο αυτόν παραθέτει τρία ποιήματα με τίτλο «Λάπηθος, κόρη του γιαλού», «Λάπηθος», και «Πόλεμος». Σε όλα ο έμμετρος λόγος αποτυπώνει τον μαρασμό της για το διωγμό, όπως επίσης «το κουράγιο», «την υπομονή» και τις ελπίδες της να δει την Κύπρο πάλι ελεύθερη και να ξαναπάει στον τόπο της. Ανείπωτο πόνο όμως εκφράζει και το πεζό του Άθως Χατζηματθαίου «Η κραυγή της μάνας», δίνοντας την οπτική δυο γονιών που ‘χάσαν, εκτός από την ελευθερία τους, και το μονάκριβο παιδί τους, με τη θλίψη να «φωλιάζει πια για πάντα στην ψυχή τους» [34]. Οι τίτλοι των υπόλοιπων 6 ποιημάτων του, με τα οποία και ολοκληρώνεται ο τόμος, ήτοι «Παραδοχή», «Το σύννεφο», «Είκοσι Ιουλίου», «Στάχτες αθανασίας», «Κάθε επέτειο» και «Απολογισμός», υποδεικνύουν τι αισθάνεται ο δημιουργός, μέσα από την παραδοχή της προδοσίας, που έκρυψε σα σύννεφο το ουράνιο τόξο της ψυχής του, την 20ή Ιουλίου· μέρα που μαυρίζουν οι θύμησες κάθε φορά – μέρα που «κι ο ίδιος ο ήλιος θα μετάνιωνε» [35]· θύμησες της εισβολής, που σα «μαχαίρι που καρφώθηκε βαθιά στο σώμα» [36], αφήνοντας μέσα του πληγή ανοιχτή, αιώνια. Πρόκειται για τόμο που αξίζει να διαβαστεί από μικρούς και μεγάλους, καθώς παρωθεί τους αναγνώστες, ακόμη και εκείνους που δεν βίωσαν οι ίδιοι την ανθρώπινη τραγωδία που συντελέστηκε στην Κύπρο το 1974, να κατανοήσουν το μέγεθος της ανθρώπινης θηριωδίας, να συναισθανθούν το τραύμα που έμεινε ανεξίτηλο στις ψυχές των συνανθρώπων τους και –ειδικά τα παιδιά– να ονειρευτούν έναν πιο δίκαιο, ειρηνικό κόσμο.

Σημειώσεις

1. Morrison, T. (1990). The Site of Memory. Στο R. Ferguson (Ed.), Out There: Marginalization and Contemporary Culture, (pp.299–305). Cambridge: MIT Press, p. 305.
2. Η φράση είναι αποδοσμένη στα ελληνικά από τη γράφουσα.
3. Kurtz, R. (Ed.), (2018). Trauma and literature. Cambridge, United Kingdom ; New York, NY : Cambridge University Press.
4. Felman, S., & Laub, D. (1992). Testimony: Crises of Witnessing in Literature, Psychoanalysis, and History. New York: Routledge; Ricoeur P. (2013). Η μνήμη, η ιστορία, η λήθη. Μετ. Ξενοφών Κομνηνός, Αθήνα: Ίνδικτος; Rutherford, J. (2003). (Ed.), Identity, Community, Culture, Difference. London: Lawrence and Wishart.
5. Smadar, L. & Swedenburg, T. (Eds.), (1996). Introduction to Displacement, Diaspora, and Geographies of Identity: London: Duke University Press.
6. Pennebaker, J. W., Paez, D. & Rime, B. (Ed). Collective Memory and Political Events: Social Psychological Perspectives. Mahwah, NJ: Lawrence Erlbaum Associates.
7. Matsuoka, A. & Sorenson, J. (2001). Ghosts and Shadows. Toronto: University of Toronto Press.
8. Σελ. 18.
9. Σελ. 36.
10. Σελ. 39.
11. Σελ. 73.
12. Σελ. 84.
13. Σελ. 91.
14. Σελ. 97.
15. Σελ. 99.
16. Σελ. 115
17. Σελ. 123.
18. Δανείζομαι τον τίτλο από το έργο Mircea Eliade, Le Mythe de l’éternel retour, Paris: Gallimard.
19. Βλ. Freud, S. (1920). Beyond the Pleasure Principle. London: Hogarth.
20. Σελ. 126.
21. Σελ. 129
22. Σελ. 127.
23. Σελ. 133.
24. Davis F. (1979). Yearning for Yesterday: A Sociology of Nostalgia. New York: Free Press.
25. Σελ. 142.
26. Σελ. 143.
27. Σελ. 144.
28. Ό.π.
29. Σελ. 149.
30. Σελ. 164.
31. Σελ. 153.
32. Σελ. 167.
33. Σελ. 188.
34. Σελ. 198.
35. Σελ. 200
36. Σελ. 201.

⸙⸙⸙

[Η κ. Ρόζη- Τριανταφυλλιά Αγγελάκη είναι επίκουρη καθηγήτρια ΤΕΠΑΕ ΑΠΘ. Πρώτη δημοσίευση του κειμένου στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Δείτε τα περιεχόμενα του δέκατου πέμπτου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]

Σε λίγο καιρό κοντά σας με νέο ηλεκτρονικό τεύχος στο mag.frear.gr

Mag.frear.gr – Τα ηλεκτρονικά μας τεύχη