frear

Ο πένθιμος μύθος και η ανάσταση της Μητέρας – γράφει ο Μιχάλης Δελέγκος

Βίκυ Κατσαρού, Μόρα, Ενύπνιο, Αθήνα 2025.

Κοινωνικά και πολιτισμικά, η μητρότητα παραμένει εγκλωβισμένη στη βιολογική λειτουργία της. Η γυναίκα «ολοκληρώνεται» και θεωρείται γυναίκα όταν γεννήσει το παιδί της. Είναι μια αντίληψη που κυριαρχεί από τις απαρχές της ανθρώπινης ιστορίας. Η λογοτεχνία, όμως, έχει προ πολλού υπονομεύσει αυτή την αντίληψη, φωτίζοντας μορφές μητρότητας που δεν πηγάζουν από τη μήτρα, αλλά από την πράξη. Χαρακτηριστικά παραδείγματα το Beloved της Toni Morrison, όπου μια πρώην σκλάβα δεν είναι μόνο μητέρα της κόρης της· είναι μάνα κάθε τραυματισμένης μνήμης, κάθε θυσίας που απαιτεί η ελευθερία. Η μητρότητά της δεν περιορίζεται στον βιολογικό δεσμό αλλά αναδεικνύεται μέσα από το ακραίο τίμημα της προστασίας. Στη Φόνισσα του Παπαδιαμάντη, η Φραγκογιαννού σκοτώνει νεογέννητα για να τα λυτρώσει από τη φτώχεια και τη δυστυχία — ένας τραγικός καθρέφτης μιας διαταραγμένης μητρικής αγάπης, που, όμως, πηγάζει από έναν απεγνωσμένο οίκτο. Στην Παναγία των Παρισίων του Ουγκώ, η Εσμεράλδα, ένα ορφανό κορίτσι που μεγάλωσε δίχως μητρική στοργή, αναγνωρίζει την αγάπη αυτή στον Κουασιμόδο. Ακόμα και η Αντιγόνη του Σοφοκλή μπορεί να ιδωθεί ως μια συμβολική «μητέρα»: δεν γεννά, αλλά γίνεται φύλακας της τιμής, του νόμου της καρδιάς, της μνήμης. Είναι η θηλυκή μορφή που υπερασπίζεται το «παιδί» της (τον Πολυνείκη) απέναντι σε έναν θεσμικό κόσμο που απαιτεί υποταγή.

Μέσα από τέτοια έργα αποκαλύπτεται πως μητέρα δεν είναι μόνο η γυναίκα που γεννά, αλλά ο άνθρωπος που παραμένει. Μητέρα είναι αυτή/ός που δεν φεύγει.

Στη Μόρα της Βίκυς Κατσαρού αυτή η πνευματική μητρότητα αναδύεται μέσα από βαθιά προσωπικό βίωμα και εκφράζει τη μη βιολογική μητρότητα με συναισθηματική ένταση, υπαρξιακή ευθύνη και ιερότητα. Μιλά για το πώς μια γυναίκα που δεν μπορεί να γεννήσει παιδιά επιλέγει να αγαπήσει, να δώσει, να φροντίσει, να σταθεί ως μάνα, με όποια μέσα κι αν διαθέτει.

Η Μόρα δεν θρηνεί μόνο την έλλειψη, αλλά δοξάζει την εναλλακτική δυνατότητα. Αναδεικνύει μια βαθιά πνευματική μητρότητα, σχεδόν μυθική, που, όμως, είναι ριζωμένη στην καθημερινότητα, όπου μάλιστα διαφαίνεται κάτι βαθύ: η ανάγκη της γυναίκας να γεννήσει όχι μόνο σώμα, αλλά νόημα, αγάπη, παρουσία. Η φράση «Εσύ είσαι η Ελσαδδάι, μαζί σου διαθήκη θα συνάψω και θα φέρεις απογόνους θηρία και αστέρια. Καμία κόρη της γενιάς μας δεν έχει μήτρα που να αντέχει να γεννήσει ανθρώπους» μετατρέπεται σε δήλωση δύναμης και δημιουργίας, μιας μητρότητας χωρίς μήτρα, αλλά με φροντίδα και ευθύνη.

Αυτό ανοίγει μια συζήτηση καίριας σημασίας για τις γυναίκες μετά την εμμηνόπαυση (Η ανεξαρτησία μου υποκινεί νυχτερινές επαναστάσεις και εφίδρωση, μας λέει η Σάρα), που συνήθως εκτοπίζονται κοινωνικά στη σιωπή, στο περιθώριο της «παραγωγικής» ηλικίας.

Κανείς δεν ήξερε ότι η Σάρα, όπως και κάθε γυναίκα της γενιάς της, γεννήθηκε όντας σε εμμηνόπαυση και με παραμορφωμένη μήτρα, δεν έζησε ποτέ της τη νεότητα στο σώμα της και τη λαχτάρα, παρά μια ζωή υπέφερε από φριχτούς πόνους, από όλα τα συμπτώματα και το βάσανο των ορμονικών μεταβολών. Κανείς δεν το ήξερε, γιατί, αν το ήξερε, θα την κοιτούσε με σπλάχνος και συμπάθεια που έμεινε άκαρπη και δεν κράτησε μωρό στα χέρια της ποτέ. Μπορούσε όμως να κρατάει τα γραπτά της, κι οι ωδίνες που τα γέννησε ήταν ίδιες και περσότερες, ώστε άξια πια να θεωρείται μάνα.

Πολλές γυναίκες σαν τη Σάρα αναπτύσσουν μια δεύτερη μητρότητα, υιοθετούν παιδιά, εγγόνια, προσφυγόπουλα. Φροντίζουν ζώα –ιδιαίτερα γάτες– όχι από μοναξιά, όπως συχνά λέγεται υποτιμητικά, αλλά γιατί παραμένει ενεργή η ανάγκη να προστατεύσουν, να αγαπήσουν, να προσφέρουν χώρο και τρυφερότητα.

Γίνονται μανάδες της κοινότητας. Η Μύριαμ θα πει:

Μονάχα με το μαύρο μου φόρεμα και τα κουλουριαστά μαλλιά στην πλάτη, έφυγα από το χωριό. Δεν πρόλαβα να δω το όνειρό μου σαρκωμένο, εκείνη την αυτάρκη, ευτυχισμένη κοινωνία γυναικών.

Και, επειδή η Μύριαμ απέτυχε, τους κατέστρεψε όλους. Αλλά δεν θα υπεισέλθω σε αυτό και στο γιατί συνέβη, καθώς θα ανοίξουν άλλες πτυχές του έργου, Θα κρατήσω το βλέμμα μου εστιασμένο στη μητρότητα της Μόρα της Βίκυς Κατσαρού.

Η εμμηνόπαυση, λοιπόν, δεν είναι το τέλος της μητρότητας. Είναι η απαρχή μιας άλλης μορφής της: λιγότερο σωματικής, αλλά περισσότερο πνευματικής και συναισθηματικής. «Ήμουν η Μητέρα όσων δεν απέκτησαν μητέρα…»

Αυτή η προσέγγιση της Κατσαρού συνομιλεί με σύγχρονες φεμινιστικές θεωρήσεις (όπως της Adrienne Rich), που μιλούν για τη διαφορά ανάμεσα στη μητρότητα ως βιολογικό γεγονός και ως εμπειρία. Κι αυτή είναι η Σάρα, η Μύριαμ, η Ελσινόρη, κι όλες μαζί η Μόρα. Μια γυναίκα που δεν έχει μήτρα, αλλά έχει ολόκληρη ζωή για να γεννήσει.

Η Ελσινόρη και η Μύριαμ είναι καταραμένες να αναγεννούν τον κόσμο μέσα από κύκλους φωτιάς, λόγου και καταστροφής. Δεν γεννούν όπως οι άλλες γυναίκες. Γράφουν. Ο λόγος τους είναι όπως ο λόγος ενός θεού, λόγος που γεννά την πράξη και τον κόσμο. Κι ο λόγος τους είναι ποίηση που μορφοποιεί.

Τα βιβλία της Μητέρας μια αρχαία γνώση μεταφέρουν, την ιστορία της Ελσινόρης, η Μάνα όλων μας σε πρώτο πρόσωπο μιλά για τις δυνάμεις της, τον μόνο έρωτά της, τις καύσεις μαγισσών, και το χρέος της μιας γυναίκας προς την άλλη.

Η Μόρα της Κατσαρού, λοιπόν, αποτελεί το ευαγγέλιο της Ελσινόρης, της Μύριαμ, της Σάρας, της ίδιας της συγγραφέως. Η Μύριαμ δεν γέννησε παιδιά, αλλά έδωσε ψυχή και προστασία σε όλα τα απόκληρα της φύσης. Η Ελσινόρη έγινε όλων των γυναικών προστάτης. Και η Σάρα συγγραφέας που ανακάλυψε την ποίηση της φροντίδας, της ενσυναίσθησης, υπερβαίνοντας τη βιολογία.

Οι ηρωίδες της Κατσαρού με τα σώματά τους δεν γέννησαν, αλλά έγραψαν. Η Σάρα έγινε παραλήπτρια λόγων και έργων των πρόγονών της, με το ραμμένο της στόμα και το μισό ραμμένο μάτι — μια κληρονόμος του τραύματος και της αποστολής. Η ίδια η σωματική αλλοίωση της Σάρας, αλλά και τα σημάδια στο σώμα της, είναι μεταφορές της ποιητικής πράξης. Η Σάρα ράβει και ξηλώνει παραμύθια.

Όπως μια ποιήτρια μεταμορφώνεται από όσα γράφει, έτσι κι εδώ, η σάρκα σφραγίζεται με λέξεις που δεν ειπώθηκαν ακόμα.

Γι’ αυτό και στο τέλος ράβει τον λαιμό της, το σύμβολο του εκπεφρασμένου λόγου και της επικοινωνίας, εξαγνίζοντάς τον με τα σύνεργα της γραφής, αντί για βελόνα και κλωστή.

Επιπλέον στη Μόρα η Μητέρα είναι ο μύθος που γεννά ιστορίες.
Δεν κρατώ στα χέρια μου το Βρέφος,
κρατώ τον Λύκο.

Η μητρότητα δεν είναι «η γυναίκα με το βρέφος στην αγκαλιά»· είναι η Μητέρα ως προφήτισσα, προάγγελος οδύνης και εξέγερσης. Η Μύριαμ δεν γέννησε, αλλά κληροδότησε μια ιστορία, ένα σύμπαν. Το έχει πει η ίδια η Κατσαρού σε συνέντευξή της ότι σκοπός του βιβλίου αυτού ήταν η δημιουργία μιας παρακαταθήκης. Είναι η πρώτη των γυναικών, όχι επειδή γέννησε, αλλά επειδή μίλησε.

Η Μόρα της Κατσαρού είναι ένα έργο που απευθύνεται σε όλους. Η ίδια η συγγραφέας, όμως, έχει δηλώσει ότι απευθύνει το έργο της κυρίως σε όσες και όσους δεν απέκτησαν παιδιά, μεγαλώνουν γάτες, σκύλους ή άλλους ανθρώπους, δίνουν φροντίδα ως πράξη αντίστασης, γράφουν για να μη σβήσουν.

Κι αυτοί είναι οι ποιητές της επιβίωσης. Η Μύριαμ αντιστάθηκε σε μια παγκοσμίως καταστροφική φωτιά, σώθηκε και ξανάγραψε τον κόσμο. Και αυτή και η Ελσινόρη.

Φτάνοντας σε έναν απόλογο, ο μύθος της Μόρας ως τέρατος που τελικά είναι η αρχετυπική Μητέρα, καταλήγει στο βιβλίο της Κατσαρού όχι ως πλάσμα που έρχεται μέσα στη νύχτα και σου κάθεται στο στήθος προκειμένου να σε πνίξει και να μην μπορείς να βγάλεις άχνα, αλλά ως λύτρωση. Έρχεται σε αντιδιαστολή με τη βιολογική μητέρα της Σάρας που την αγνοεί, δεν τη φροντίζει, δεν της δίνει σημασία, την αφήνει να υποφέρει. Η Μόρα ως μητέρα έρχεται για να δώσει την αγάπη της και τη φροντίδα της στη μικρή Σάρα. Είναι η Μητέρα που σώζει.

Στην αρχή του βιβλίου η Μόρα μπορεί να φαίνεται τρομακτική, αλλά στη διάρκεια της ανάγνωσης γίνεται κατανοητό ότι η Μόρα δεν είναι ανάγκη να νικηθεί· το μόνο που χρειάζεται είναι να της μιλήσουμε. Η γλώσσα και η ποίηση γίνονται μέσα εξευμενισμού.

Όπως η Μύριαμ αντιστρέφει την κατάρα και η Ελσινόρη επαναπροσδιορίζει την προφητεία, έτσι και η Μόρα μεταμορφώνεται για να την αναγνωρίζουμε ως το δικό μας κομμάτι.

Τέλος, η Μόρα ως σύμβολο συνέχει όλο το βιβλίο. Είναι η Μητέρα των αποσυνάγωγων, των «προβληματικών» παιδιών, των παιδιών που δεν πρόλαβαν να γεννηθούν, των τραυμάτων που έγιναν ιστορίες, των λέξεων που πνίγηκαν.

Η Μόρα της Βίκυς Κατσαρού ανατρέπει το στερεότυπο εκείνου που θεωρούσαμε «τέρας» και μας καλεί να δούμε πως ό,τι φοβηθήκαμε μέσα μας μπορεί να γίνει μητρικό, αρκεί να το αγκαλιάσουμε.

⸙⸙⸙

[Ο Μιχάλης Δελέγκος, μεταφραστής, βοηθός ερευνητής σε θέματα νέου ελληνικού πολιτισμού στο πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης. Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Ζωγραφική: ©Νika Νovich. Δείτε τα περιεχόμενα του δέκατου πέμπτου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]

Σε λίγο καιρό κοντά σας με νέο ηλεκτρονικό τεύχος στο mag.frear.gr

Mag.frear.gr – Τα ηλεκτρονικά μας τεύχη