frear

Για τον «Αγρό αίματος» του Γιώργου Χ. Ζαχαρόπουλου – γράφει η Βίκυ Κατσαρού

Ποίηση που αιμορραγεί ποίηση
Γιώργος Χ. Ζαχαρόπουλος, Αγρός αίματος, Μωβ σκίουρος, Αθήνα 2024.

Συμβούλιον δὲ λαβόντες ἠγόρασαν ἐξ αὐτῶν τὸν ἀγρὸν τοῦ κεραμέως εἰς ταφὴν τοῖς ξένοις, δι’ὸ ἐκλήθη ὁ ἀγρὸς ἐκεῖνος ἀγρὸς αἵματος ἕως τῆς σήμερον.

Αγρός αίματος, ένας τόπος που προσδιορίζεται κοντά στα τείχη της Ιερουσαλήμ, εκεί που λέγεται πως πέταξαν τα τριάκοντα αργύρια όταν ο Ισκαριώτης μετανόησε και τα επέστρεψε. Τα πέταξαν για να μην τα ξαναβάλουν στον κορβανά, καθώς αποτελούσαν αντίτιμο αίματος και προδοσίας.

Στις Πράξεις των Αποστόλων παρατίθεται η πληροφορία ότι τον αγρόν αυτόν αγόρασε ο ίδιος ο Ιούδας ο Ισκαριώτης από τον κεραμέα, όμως συνέβη να βρει εκεί τραγικό θάνατο, όταν ξεχύθηκαν τα σπλάχνα του από την κοιλιά του. Εξ αυτού και ονομάσθηκε ο αγρός ακελδαμά που σημαίνει στην αραμαϊκή αγρός αίματος.

Κι όπως είναι γραμμένο στο βιβλίο των Ψαλμών: «Ας γίνει η κατοικία του έρημη, και ας μην υπάρχει κάποιος που να κατοικεί σ’ αυτή» και: «Άλλος ας πάρει την επισκοπή του».

Ως ακάθαρτος τόπος χρησιμοποιήθηκε σαν νεκροταφείο ξένων, ανθρώπων δίχως τόπο, με μόνο τόπο ικανό να τους δεχτεί ένα χωράφι που κατάπιε τα ίχνη προδοσίας του Σωτήρα και ποτίστηκε από τα σπλάχνα του προδότη.

Αυτή η σημειολογία είναι και ο τόπος που ο Γιώργος Ζαχαρόπουλος οικοδομεί την ποίησή του. Επαναλαμβάνω τον παραπάνω στίχο από τους Ψαλμούς: Ας γίνει η κατοικία του έρημη, και ας μην υπάρχει κάποιος που να κατοικεί σ’ αυτή. Κι ήρθε και κατοίκησε ο ποιητής. Τραύμα, πόνος, κάθαρση, σώμα, πνεύμα, ο άνθρωπος που μετεωρίζεται στο αβέβαιο, που αγαπά το τραύμα του και δεν θέλει να το επουλώσει γιατί του είναι οικείο, και θέλω εδώ ακριβώς για λίγο να σταθώ. Σε αυτή την εικόνα του ανθρώπου που πονάει, που έχουν κακοφορμίσει οι πληγές του, είναι άσχημες, αποκρουστικές, επώδυνες, αλλά ο άνθρωπος τις αγαπά, και δειλά ζητά διαφυγή.

Το πύον ρέει ξανά εκ της πληγής μου/η αλγηδόνα με καλωσορίζει τρυφερά/αδιάκοπα /αποθνήσκω /στα χάδια της επάνω/οι αρτηρίες στον λαιμό μου/φούσκωσαν/χωράει και γλιστρά /εντός τους/η λυδία λίθος/τρία μερόνυχτα τώρα/ουρλιάζω, μα/η οιμωγή μου είναι άηχη /συγχωράτε με, διασπάστηκα/δίς ἤ τρίς ἀλέκτωρ ἐφώνησε

Η αλγηδόνα καλωσορίζει τρυφερά, ο ποιητής αφήνεται να πεθάνει πάνω στα χάδια της, γλιστρά στις αρτηρίες που πονούν εντός τους, χωράει να γλιστρήσει η λυδία λίθος, εκείνο το πέτρωμα που για πολλούς αιώνες το χρησιμοποιούσαν ως εργαλείο εξακρίβωσης της καθαρότητας κραμάτων χρυσού, φράση που λέγεται για να δηλώσει την έννοια της δοκιμασίας, του τρόπου ελέγχου. Σκληρή εικονοποιία φτιάχνει ο ποιητής, μια μαύρη, σκληρή πέτρα να γλιστρά μέσα από τις φλέβες του λαιμού του και σαν τρόπος να δοκιμαστεί η καθαρότητα να δοκιμάζεται η αγνότητα των σπλάχνων του. Ο Ζαχαρόπουλος το έχει πει και σε συνέντευξή του: «Οτιδήποτε είναι αγνό, συνήθως υπόκειται σε κάποια βεβήλωση». Εδώ στο ποίημα αυτό ελέγχεται με φοβερό πόνο η καθαρότητα του ποιητή και αν έχει βεβηλωθεί η ουσία του.

Ο πόνος αυτός οδηγεί και στην αυτοκριτική του ποιητή, στην αυτοκριτική που οφείλει να κάνει κάθε ποιητής.

ΑΥΤΟΠΟΡΤΡΑΙΤΟ
Μακάβριοι οἱ πτωχοί τῷ πνεύματι/ καθώς ακκίζομαι πως/ κάνω ποίηση/ εἰ και κάτι/ κηδειόχαρτα /συντάσσω

Ο Ζαχαρόπουλος με τον στίχο «μακάβριοι οι πτωχοί τῷ πνεύματι», με λίγες μόνο λέξεις ασκεί κριτική στην πνευματική φτώχεια. Με τους επόμενους στίχους του όμως αποκαλύπτει αυτή την εσωτερική σύγκρουση μέσα στον ίδιο. Εντέλει αυτός τι είναι για να κρίνει τους άλλους; Πάλη μαίνεται στο δικό του πνεύμα σε κάθε ποίημα. Κάνω ποίημα ή συντάσσω λέξεις ήδη νεκρές;

Οι αντιφάσεις αυτές δεν είναι μόνο αντιφάσεις νοήματος αλλά και γλωσσικές. Ένα λεξιλόγιο επιβλητικό, αλλοτινών εποχών, επιλεγμένο με προσοχή και φειδώ κι όχι με υπερβολή, που ταιριάζει στην εποχή μας και στους σημερινούς προβληματισμούς. Λέξεις που πια δεν έχουμε στο λεξιλόγιό μας έρχονται σε ένα σύγχρονο περιβάλλον με ορατή την αντίθεση, αλλά το γλωσσικό οικοδόμημα στέκει.

Επόμενο χαρακτηριστικό της συλλογής είναι οι εικόνες και τα μυστήρια των γραφών που αποτελούν τη ραχοκοκαλιά της.

Δάκρυσε το εικόνισμα./ Ευθύς /κάποιος χίμηξε κι έγλειφε/ της Παναγιάς/ το μάτι/ και διερωτώμην/ λοιπόν κύριοι, τι προσκυνάμε ολημερίς; /το μύρο /ή τα σάλια;

Οι εικόνες «χίμηξε κι έγλειφε της Παναγιάς το μάτι», «τι προσκυνάμε ολημερίς; το μύρο ή τα σάλια», μας φέρνουν πάλι κατά νου, αυτό που είπαμε προηγουμένως πως αποτελεί το πνεύμα των ποιημάτων του Ζαχαρόπουλου, το ιερό που βεβηλώνεται. Παρότι υπάρχει η καπήλευση του θαύματος, εδώ έγκειται η ουσία του να είσαι άνθρωπος, να ζεις, διαφαίνεται η αλήθεια κόντρα στο δόγμα και το άτεγκτο της θρησκείας. Το μύρο στη θρησκεία μας χρησιμοποιείται στις δύο σημαντικές διαβατήριες τελετές. Στο βάπτισμα, ως χρίσμα επουράνιο για να γίνει ο πιστός μέτοχος της σταύρωσης και του θανάτου του Σωτήρα, αλλά και με μύρο αλείφθηκε το σώμα του Ιησού όταν τυλίχθηκε στη σινδώνη. Από την άλλη, το σάλιο πιστεύεται ότι λιπαίνει τη ζωή, κατά συνέπεια η απουσία του οδηγεί στο τέλος της. Η σύνδεση μεταξύ του σάλιου και της ουσίας του ανθρώπου το καθιστά ιερό υγρό, και σε διάφορους πολιτισμούς χρησιμοποιείται στη σύναψη ιερών συμφωνιών, για ευλογία.

Στην αφρικανική παράδοση, η ανθρώπινη ζωή συνδέεται με το σάλιο, όπως ακριβώς συνδέεται με το αίμα. Εγώ τώρα θα αντιστρέψω το ερώτημα: Λοιπόν, κύριοι, τι προσκυνάμε ολημερίς; Τον θάνατο ή τη ζωή; Το ψέμα που μας υπόσχονται ή την αλήθεια που έχουμε ήδη;

Κάνοντας μια συνολική αποτίμηση στα όρια του εφικτού, ο Αγρός Αίματος του Γιώργου Ζαχαρόπουλου είναι ένα έργο σκοτεινό, πνευματικό, γεμάτο θρησκευτικές και μυθολογικές αναφορές που επαναπροσδιορίζονται με βασανιστική ωμότητα. Με γλώσσα ιδιαίτερα πυκνή και έναν ιδιότυπο συνδυασμό αρχαϊσμού και μοντέρνας αποδόμησης, δημιουργεί μια έντονη αίσθηση ιερόσυλης εξομολόγησης.

Σωματικότητα, πόνος, θυσία και θάνατος, ο ειρμός των ποιημάτων είναι είτε νεκρική ακολουθία ή τελετουργικός εξαγνισμός, ενσωματώνοντας στοιχεία της αρχαίας ελληνικής και βιβλικής παράδοσης. Ζητούμενο δεν είναι η παρηγοριά, αλλά ένας ακάματος αγώνας με τις λέξεις, που άλλοτε θυμίζουν προσευχή και άλλοτε κατάρα.

Η δομή παραμένει σε όλο το έργο αποσπασματική, σαν ποιητικά θραύσματα που συνομιλούν, δίνοντας την αίσθηση ενός βιβλίου που ξαναγράφεται διαρκώς. Σώμα και γλώσσα ανασυντίθενται σε μια αέναη διαδικασία θανάτου και ανάστασης.

Το σημαίνον διακορεύει το σημαινόμενο/ η λέξη μαλάσσει τη σάρκα/ ποια ποίηση τέλος πάντων;/ χαϊδεύεις τις τρίχες της αριστερής σου γάμπας και ο Μπωντλαίρ αρχίζει να αναπνέει ξανά.

Επιπλέον οι αρχαιοελληνικές αναφορές είναι ορατές. Η σκιά του Ομήρου βαραίνει πάνω στο κείμενο, εκβάλλοντας σε ένα τελετουργικό αίματος με σκοπό την ταύτιση με τους θανόντες. Παράλληλα, η «Σπονδή» και το «Πεύκο» θυμίζουν τον μύθο της Ιφιγένειας σε ό,τι αφορά τη θυσία και τις εξαγνιστικές ανθρωποθυσίες στη λογοτεχνία της ύστερης αρχαιότητας.

Στο σήμερα, όμως, η θυσία αυτή που είναι διάχυτη στο έργο δεν οδηγεί στη λύτρωση, αλλά στην επανάληψη. Το «Φωτογραφείο» μιλά για μια αναπαραγωγή εικόνων χωρίς πρωτότυπο, σαν την εθνική μας ταυτότητα που παραπαίει μεταξύ μιας εξιδανικευμένης αρχαιότητας και μιας σύγχρονης αποτυχίας να αποκτήσει αυθεντικότητα. Το ποίημα «Rendez-vous» μεταφέρει τη συνάντηση με το πεπρωμένο σε έναν χώρο όπου η ζωή και ο θάνατος συνομιλούν, χωρίς όμως πλέον να υπάρχουν ξεκάθαροι χρησμοί.

Ο πυρήνας του έργου δεν είναι μόνο η σκληρότητα, η αναλγησία του θανάτου αλλά και η αναπόδραστη μοίρα του ελληνικού πολιτισμού να βλέπει τον εαυτό του μέσα από μια σειρά μεταμορφώσεων, είτε μέσω τελετών, είτε σε ναούς είτε σε διαμερίσματα, είτε με αίμα είτε με λόγια.

Συνολικά, ο Αγρός Αίματος είναι ένα έργο που αποτυπώνεται στο νου σαν πληγή που επιμένει να αιμορραγεί ποίηση.

Ο Ζαχαρόπουλος έχει φτιάξει ένα βιβλίο που επιβεβαιώνει αυτό για το οποίο μιλάει. Τη μάχη της φόρμας με την έννοια, την επιλογή της πιο κατάλληλης λέξης για να φτάσει σε μας ο στοχασμός του, ένας δικός του εσωτερικός διάλογος για την αισθητική σκέψη της ποίησης. Τόλμημα δύσκολο, προκλητικό και έντονο. Που καταλήγει συγκινητικό. Τα ποιήματα του Ζαχαρόπουλου είναι ποιήματα προς ανακάλυψη. Όπως προς ανακάλυψη είναι και το περιεχόμενο, το οποίο έχει φροντίσει να είναι εύπλαστο, ως βαθιά υπαρξιοκεντρικό.

⸙⸙⸙

[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Ζωγραφική: Ιερώνυμος Μπος. Δείτε τα περιεχόμενα του δέκατου τέταρτου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]

Σε λίγο καιρό κοντά σας με νέο ηλεκτρονικό τεύχος στο mag.frear.gr

Mag.frear.gr – Τα ηλεκτρονικά μας τεύχη