Τασούλα Καραγεωργίου, Η Ανδρομάχη όταν λιώσουν οι πάγοι, εκδ. Κέδρος, Αθήνα 2024.
Η Τασούλα Καραγεωργίου, από το 1986 που πρωτοεμφανίστηκε στα γράμματα μέχρι σήμερα, έχει να επιδείξει ένα πλούσιο συγγραφικό έργο, ποιητικό, μεταφραστικό και δοκιμιακό. Είναι ενδιαφέρον ότι όλα αυτά τα είδη, ενώ έχουν αυτόνομη λειτουργία, παράλληλα τροφοδοτούν και αλληλοεπιδρούν το ένα στο άλλο, έτσι ώστε να προκύψει ένα έργο ενδιαφέρον και μεστό, με αξιοπρόσεκτα στοιχεία διαλογικού χαρακτήρα.
Αυτό το παρατηρούμε και στην τελευταία της ποιητική συλλογή που εκδόθηκε από τις εκδόσεις Κέδρος και η οποία φέρει έναν παράξενο και αινιγματώδη τίτλο, Η Ανδρομάχη όταν λιώσουν οι πάγοι. Είναι ένας τίτλος που κεντρίζει την περιέργεια του αναγνώστη καθώς τον κάνει να αναρωτιέται για το νόημά του, του καλλιεργεί προσδοκίες, τον γεμίζει ερωτηματικά:
– Ποια είναι η Ανδρομάχη;
– Πότε και γιατί θα λιώσουν οι πάγοι;
– Και…, τι θα γίνει όταν λιώσουν οι πάγοι;
Είναι πιθανόν βέβαια ότι ο μυημένος στην ποίηση της Καραγεωργίου αναγνώστης να συνδέσει τον τίτλο με τη μυθική Ανδρομάχη, την πλήρη απάντηση όμως θα τη λάβει προς το μέσον της συλλογής και όταν φτάσει στο 14ο ομώνυμο ποίημα. Εκεί λοιπόν, ύστερα από μια σειρά από ερωτηματικά και υποθέσεις σχετικά με πιθανότητες για εσχατολογικές προβλέψεις, αποκαλύπτεται ότι πρόκειται για τη σύζυγο του ήρωα των Τρώων Έκτορα, η οποία και αναδεικνύεται σε σύμβολο παντοτινής και άδολης αγάπης που θα κυριαρχήσει στον κόσμο, υπερνικώντας κάθε μελλοντική δυστοπία.
Η Ανδρομάχη στην ομηρική Ιλιάδα ήταν κόρη του γενναίου Αετίωνος, που κάτωθεν της δενδρωμένης Πλάκου / της Θήβης εβασίλευε και των Κιλίκων όλων (Ζ 395-397), η «ἄλοχος πολύδωρος» του Έκτορα και η τρυφερή μητέρα του Αστυάνακτα. Αποτελεί μια γυναίκα του μύθου που τη μοίρα της την καθόρισε ο πόλεμος· αυτή, και ενώ φέρει ένα όνομα που τη θέλει να μάχεται εναντίον των ανδρών, ανυψώνεται σε πρότυπο αφοσιωμένης συζύγου και μητέρας, ικανής για τις μεγαλύτερες θυσίες όταν οι αγαπημένοι της χρειάζονται τη βοήθειά της.
Αυτό το γυναικείο πρόσωπο που έχει εμπνεύσει πολλούς ποιητές και ζωγράφους από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα, θα γίνει φορέας του βασικού μηνύματος στο ποίημα, αλλά και τη συλλογή της Καραγεωργίου. Η ποιητική της γραφίδα θα το πλάσει επιλέγοντας στοιχεία από το περίφημο επεισόδιο της Ομιλίας Έκτορα-Ανδρομάχης του έπους, όπου εκείνη μαινομένῃ ἐικυῖα, έρχεται στα τείχη της Τροίας προσπαθώντας να συνετίσει τον σκληρό πολεμιστή Έκτορα, όσο και από την Ανδρομάχη και τις Τρωάδες του Ευριπίδη.
Δεν είναι πρώτη φορά που στην ποίηση της Καραγεωργίου βλέπουμε μύθους να προσδιορίζουν την ποιητική γραφή, μπορούμε όμως με βεβαιότητα να ισχυριστούμε ότι στη νέα της συλλογή τούς ενσωματώνει με περίσσια συνθετική τόλμη και υφολογική ωριμότητα. Πρέπει να επισημάνουμε ότι αφετηρία της είναι ο τρόπος που αυτή η τεχνική καθιερώθηκε σε σπουδαία έργα της μοντερνιστικής λογοτεχνίας· να τι έγραφε στα 1923 ο Έλιοτ σχολιάζοντας το μυθιστόρημα Οδυσσέας του Τζέημς Τζόυς:
«Με τη χρησιμοποίηση του μύθου και πλέκοντας μια συνεχή παραλληλία ανάμεσα στη σύγχρονη εποχή και την αρχαιότητα, ο κ. Τζόυς ακολουθεί μια μέθοδο που πρέπει μετά από αυτόν να ακολουθήσουν κι άλλοι. […] Είναι απλώς ένας τρόπος για να ελέγξει κανείς, να δομήσει, να αποδώσει μορφή και αξία στο τεράστιο πανόραμα ματαιότητας και αναρχίας που είναι η σύγχρονη ιστορία» [1]. Αυτή ήταν και η ιδρυτική διακήρυξη της περίφημης «μυθικής μεθόδου» την οποία επεξεργάστηκαν έκτοτε πολλοί συγγραφείς και την οποία γνωρίζουμε περισσότερο στα καθ’ ημάς από την ποίηση του Γιώργου Σεφέρη. Ο Σεφέρης εξηγούσε τον τρόπο λειτουργίας αυτής της μεθόδου στα 1949 ως εξής:
«Έτσι, κρατούμε τα σύμβολα και τα ονόματα που μας παράδωσε ο μύθος, φτάνει να ξέρουμε πως οι τυπικοί χαραχτήρες έχουνε μεταβληθεί σύμφωνα με το πέρασμα του χρόνου και τις διαφορετικές συνθήκες στου κόσμου μας» [2].
Σύμβολα και αρχέτυπα από τον Όμηρο ή τον αρχαίο τραγικό λόγο, όπως και ονόματα από διάφορες φάσεις της ελληνικής ιστορίας ανιχνεύουμε αρκετά στην τελευταία συλλογή της Καραγεωργίου. Σε πολλά ποιήματα, τόσο ο μύθος, όσο και η ιστορία αποτελούν μάλιστα το υπόβαθρο της ποιητικής δημιουργίας και της προσδίδουν στερεότητα και βάθος. Γίνονται ένα γερό θεμέλιο ώστε πάνω εκεί να σταθεί και να πατήσει η ποιητική σύνθεση προκειμένου να αναπτυχθεί ο σύγχρονος προβληματισμός που είναι και το ζητούμενο· γιατί, μέσα από τη διείσδυση του μυθικού αλλά και ιστορικού παρελθόντος στο ποιητικό παρόν θα καταστεί πιο δραστικό το ποιητικό νόημα, ώστε να αποδώσει με επιτυχία έννοιες και αισθήματα σημερινά.
Είναι αλήθεια ότι δεν παρατηρούμε ριζικές ανατροπές στον μύθο, ούτε απομυθοποίηση προσώπων ή καταστάσεων, διακρίνουμε όμως συχνά διαφορετική οπτική γωνία θέασης. Ο μύθος δεν αλλάζει ούτε ανατρέπεται αλλά, μέσα από βιώματα προσωπικά ή συλλογικά αναδεικνύεται, επεκτείνεται, διευρύνεται. Οι ήρωες ελάχιστα αφηρωποιούνται, αντίθετα αναβιώνουν και μεταμορφώνονται προκειμένου να χρησιμεύσουν ως σύμβολα της σύγχρονης εποχής, μέσα από έναν αδιάκοπο παραλληλισμό ανάμεσα στο παρόν και το παρελθόν. Έτσι, η Ανδρομάχη παραμένει η πιστή σύζυγος και τρυφερή μητέρα που ο μύθος της επέζησε του τρωικού πολέμου, όπως θα επιζήσει μιας μελλοντικής καταστροφής προεκτείνοντας το ιδανικό της αγάπης ως την αιωνιότητα. Γιατί οι μύθοι και η αγάπη θα είναι το βασικό στοιχείο στην κιβωτό του μέλλοντος, σύμφωνα με την Καραγεωργίου. Παραθέτουμε το ποίημα για να προσέξουμε την πλούσια εικονοποιία, την κλιμάκωση με τον δραματικό τρόπο έκφρασης της ψυχικής αγωνίας καθώς και τη γαλήνια τελική διαπίστωση:
Η ΑΝΔΡΟΜΑΧΗ ΟΤΑΝ ΛΙΩΣΟΥΝ ΟΙ ΠΑΓΟΙ
Αν θα λιώσουν οι πάγοι,
αν χαθούν τα πουλιά και τα δάση,
αν το χώμα αλλού ξεραθεί και αλλού πλημμυρίσει,
τι θα γίνει, αλήθεια,
ό,τι έχουμε τόσο πολύ αγαπήσει;
Τι θα γίνουν οι μύθοι;
Ίσως μείνουν, προτείνω, μορφές μυθικές-ολογράμματα-
οπτασίες αιθέριες και φάσματα
να αιωρούνται στα ερείπια της έρημης γης.
Η Ανδρομάχη, ας πούμε, όρθια στα τείχη
λίγο πριν να δεχτεί το παιδί δακρυόεν γελάσασα,
Η Ανδρομάχη στ’ ανάκτορο δακρυρροούσα.
Η Ανδρομάχη κρατώντας τον νεκρό Αστυάνακτα.
Η Ανδρομάχη δορύκτητο λάφυρο ύστερα·
Μικρασιάτισσα δέσποινα, δούλη κι αρχόντισσα
στο παλάτι της Φθίας.
Η Ανδρομάχη αγέρωχη πάντα, τρισδιάστατη εικόνα
που πλανάται στο σύμπαν, καλώντας τον Έκτορα:
«Ω φίλτατε Έκτορ, ω μεγάλη μου αγάπη».
Η Ανδρομάχη δεν είναι η μόνη γυναικεία μορφή που με τη μυθική της υπόσταση θα αποτελέσει μια σταθερή αξία για τα τωρινά και τα μελλούμενα, αφού μια πινακοθήκη γυναικών, κυρίως του λογοτεχνικού μύθου, κοσμεί και πλαισιώνει όλο το βιβλίο. Τα πρόσωπα αυτά εισβάλλουν στο ποίημα και το μετατρέπουν κάθε φορά σε ένα παλίμψηστο γεμάτο από εικόνες μιας ποιητικής και όχι μόνο διαχρονίας, προξενώντας κάθε φορά στον αναγνώστη ευπρόσδεκτα αισθήματα ανοικείωσης. Είναι γυναικείες οντότητες όπως η οιστρήλατη Ιώ που τη δοκιμάζει η ισόβια προσφυγιά, οι γλυκές μητέρες του μύθου, η Δανάη, η Δήμητρα, η Θέτις και η Εκάβη που εγείρουν τείχος προστασίας στα σύγχρονα δεινά, αλλά και η «σκληρά αοιδός», η μυθική Σφίγγα [3], που δηλώνει αγέρωχα : «Το αιώνιο δεν φοβάται τον θάνατο».
Γυναίκες όπως η Σαπφώ που, τυλιγμένη στο βρένθειο μύρο της, γράφει αθάνατους στίχους «σ’ έναν σκοπό ρεμπέτικο, σ’ έν’ άσμα του καημού».
Η Ήριννα και η ανώνυμη ταξιδεύτρα κόρη της δημοτικής παράδοσης που γίνεται «προσφυγούλα δώδεκα χρονώ» της μικρασιατικής μνήμης, αλλά και όλες οι φεύγουσες κόρες του κόσμου. Να θυμίσουμε εδώ τις αξιόλογες μεταφράσεις των δύο αυτών αρχαίων ποιητριών που έχει εκδώσει η Καραγεωργίου. Υπάρχουν όμως και οι μορφές με τα χέρια σε στάση δέησης ή εγκαρτέρησης, όπως αυτές από τα πήλινα γυναικεία ειδώλια τύπου Φ και Ψ που λειτουργούν ως διαχρονική μητρική παρηγοριά και συμπαράσταση. Οι μορφές της Κριτώς και της Τιμαρίστας από το επιτύμβιο ανάγλυφο της Ρόδου, που θλίβονται για τη σημερινή δυστυχία. Η άδολη θεία Αχτίτσα, η Σταχομαζώχτρα του Παπαδιαμάντη, αλλά και η «έχθρισσα η θανάσιμη του έθνους», Η γυναίκα της Ζάκυθος του Διονυσίου Σολωμού.
Υπερτερούν καθώς φαίνεται τα γυναικεία αρχετυπικά πρόσωπα, τα οποία δίνουν και τον τόνο στη συλλογή, χωρίς να προβάλλονται έντονα οι έμφυλες ιδιαιτερότητες, αφού υπάρχουν και ανδρικές μορφές που συμμετέχουν στη διαμόρφωση του ποιητικού σύμπαντος, αντλημένες κυρίως από την ελληνική λογοτεχνία, όπως ο Παπαδιαμάντης ή ο Τέλλος Αγρας, ο Καβάφης ή ο Κάλβος. Η Μούσα η μνημοσύνη τους συνοδεύει άλλωστε όλους, άνδρες και γυναίκες, στο μοναχικό ταξίδι της έμπνευσης.
Αυτή είναι η ποίηση της Καραγεωργίου και αυτό διαβάζουμε, ακούμε, θεώμαστε μέσα από τα ποιήματα της παρούσας συλλογής, μιας ποιητικής συλλογής της ωριμότητας που συνομιλεί δημιουργικά με ολόκληρη την ελληνική παράδοση γυρεύοντας να δώσει μορφή στην ποιητική αναρχία της εποχής. Αυτό επιτυγχάνεται με μια κλιμάκωση από την πραγματικότητα στον μύθο και αντίστροφα, ενώ η μυθολογική ή ιστορική διάσταση διυλίζεται μέσα από αναφορές ή απλούς υπαινιγμούς, ώστε το μήνυμα να αποδοθεί στον αναγνώστη με σαφήνεια, απλότητα, αμεσότητα, βάθος, συμπύκνωση και όχι φιλολογικό εντυπωσιασμό.
Ταυτόχρονα τα ποιήματα έχουν ρυθμό και ποιητική κίνηση που επιτυγχάνεται με τη χρήση μέτρων και την επαναληπτική χρήση θεμάτων, ρυθμών, εικόνων ή διαθέσεων. Η εναλλαγή μέτρων, όπως του ίαμβου και του ανάπαιστου σηματοδοτεί τον βηματισμό, τον τόνο και τον ρυθμό σε πολλά ποιήματα, κάνοντάς τα να ακούγονται πότε δυναμικά, πότε ανάλαφρα, ακόμα και σοβαρά. Όταν μάλιστα στο κείμενο παρεμβάλλονται λέξεις ή και αυτούσιοι στίχοι από ποικίλα λογοτεχνικά διακείμενα, η κίνηση αυτή δυναμώνει και εμπλουτίζεται.
Θα παραθέσουμε τελειώνοντας «Το πρωτόπλαστο ποίημα» που θεωρούμε ότι αποτελεί λαμπρό δείγμα της ποιητικής ωριμότητας της Καραγεωργίου. Σ’ αυτό, με τη ρυθμική ένταση των αναπαίστων και μέσα από τον καμβά της ελληνικής ποιητικής διαχρονίας, ξετυλίγεται η αγωνία για τη μοίρα της τέχνης της.
Σε ποιους άραγε δρόμους οδεύει το ποίημα;
Λεωφόρους ή μήπως σοκάκια;
Ατραπούς ή μήπως αγυιές;
Αποφεύγει εν τέλει την κέλευθο,
τη δημόσια οδό των πολλών
που ο Καλλίμαχος αποστρεφόταν;
Προτιμά τις ανόδους ή τις καθόδους;
Άραγε άλλοτε παίρνει
την κοινή άνω ή κάτω οδό του Εφέσιου
ή του Κάλβου επιλέγει τη μία οδό και τη μόνη
-εκείνη που φέρει εις τον τάφον;
Κι αν συχνά δεν γνωρίζει πού πάει,
μια φωνή μυστική το οδηγεί
-σαν τυφλό οδοιπόρο-στα πιο δύσβατα μέρη:
στο κρυφό μονοπάτι που βγάζει σε βράχο αλίκτυπο
στον απόκρυμνο έρωτα με τα ευώδη ασπροκίτρινα ίτσια.
Νιώθει τότε το ποίημα πώς γεννιέται ξανά απ’ τα σπλάχνα
της θάλασσας
με το χρώμα γλαυκό – του απείρονος πόντου,
με του φλοίσβου το θρόισμα,
με την άλμη του πέλαγου,
με το ηδύπνοο μύρο του κύματος,
με της αύρας το άγγιγμα και τη θωπεία.
Κάπως έτσι –σαν δώρο ασέληνης νύχτας–
Απ’ τα βάθη αναδύεται το πρωτόπλαστο ποίημα.
Σημειώσεις
[1] T. S. Eliot «Οδυσσέας, Τάξη και Μύθος», Η λέξη 43 (1985) 243 (Από το T. S. Eliot, «Ulysses, order, and myth», 1923, μτφ. Π. Τσελέντη-Αποστολίδη).
[2] Γιώργος Σεφέρης, «Μια σκηνοθεσία για την Κίχλη», Δοκιμές, δεύτερος τόμος (1948-1971), Ίκαρος, Αθήνα 1984, σ. 32.
[3] Βλ. «σκληρᾶς ἀοιδοῦ δασμὸν», Σοφοκλέους, Οιδίπους Τύραννος, στ. 36.
⸙⸙⸙
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Ζωγραφική: Τζόρτζιο ντε Κίρικο. Δείτε τα περιεχόμενα του δέκατου τρίτου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]