frear

Για την «Τελευταία γυναίκα του σπιτιού» της Μαίρης Αντωναράκου – γράφει η Αγγελική Πεχλιβάνη

Μαίρη Αντωναράκου, Η τελευταία γυναίκα του σπιτιού, Ιωλκός, Αθήνα 2024.

Πρόκειται για ένα μικρό και ραδινό βιβλίο – εξαιρετικά φροντισμένο από τις εκδόσεις Ιωλκός – που περιλαμβάνει 20 ποιήματα όλα κι όλα· λες και η νεαρή μας ποιήτρια (μόλις 26 χρονών) φοβάται να εκδιπλωθεί από συστολή ή απλώς ανιχνεύει το έδαφος προτού εφορμήσει. Η συλλογή φέρει τον πολύσημο όσο και διφορούμενο τίτλο Η τελευταία γυναίκα του σπιτιού και είναι αφιερωμένη στις δυο γιαγιάδες της Αντωναράκου, η οποία μας λέει δεν ξέρει αν γεννήθηκαν, πάντως έφυγαν ως άλλες τελευταίες γυναίκες του σπιτιού. Και να η πρώτη έκπληξη: ενώ η αφιέρωση στους ανιόντες είναι γλυκιά και τρυφερή, το περιεχόμενο της ποιητικής συλλογής είναι ερωτικά «βρώμικο», έως σημείου προκλήσεως. Η Αντωναράκου, μη ούσα ενεργή στα λογοτεχνικά πράγματα, ίσως, δεν γνωρίζει πόσο δύσκολο είναι για μια γυναίκα λογοτέχνη στην Ελλάδα, ακόμα και τώρα, να μιλάει ανοιχτά για την ερωτική/σεξουαλική της επιθυμία, λες και η ρεαλιστική έκφραση του σεξουαλικού πόθου επιτρέπεται μόνο στους άντρες –οι γυναίκες πρέπει να περιοριστούν σε μια συναισθηματική και έμφυλων προδιαγραφών υποταγμένη έκφραση της ηδονής. Λίγες έχουν την τόλμη να το πράξουν και όσες το έκαναν στο παρελθόν βρέθηκαν στο επίκεντρο ειρωνικών και φυσικά υποκριτικών σχόλιων.

Η Αντωναράκου λεκτικοποιεί τη σαρκική της ορμή (για να θυμηθούμε τον Χριστιανόπουλο), αλλά ταυτοχρόνως ερεθίζει τις λέξεις της. Με τρόπο συχνά έμμετρο (ιαμβικός) και ομοιοκατάληκτο, ειρωνικό, κάποιες φορές ευρηματικό και αιφνιδιαστικό, μα πάντα σχεδόν θλιμμένο, απευθύνεται όχι τόσο στο αγαπώμενο αντικείμενο αλλά, κυρίως, εις εαυτόν, βρίζοντας, ικετεύοντας, ξορκίζοντας. Στην ποίησή της, δεν είναι το σώμα που θέλει να προσεγγίσει ένα άλλο σώμα αλλά «ένα σώμα λέξεων που γυρεύει την προσέγγιση ενός άλλου σώματος», όπως έλεγε ο Κάρλος Φουέντες. Πότε με γλώσσα ωμή, κλινική, και ενίοτε με υπαινικτική, μεταφορική. Με απόηχους καβαφικούς (οι ανδρείοι της ηδονής) και ομηρικούς (στο δεύτερο μέρος της συλλογής υπάρχει το αρχετυπικό ζευγάρι Πηνελόπη-Οδυσσέας, οι οποίοι κατά κάποιο τρόπο διαλέγονται), η νεαρή μας ποιήτρια άμεσα, νεανικά, αδιαμεσολάβητα και σε καμιά περίπτωση χυδαία, θέτει την ερωτική πράξη και την αστρική διακτίνωσή της – τον έρωτα – πυρήνα ζωτικό μιας ζωής εν κινήσει. Το θέμα δεν είναι, εν τέλει, αν κάποιος θα μιλήσει για τον έρωτα και το σεξ, αλλά να το κάνει με αμφισημίες, παραλληλισμούς, περιφράσεις, αναλογίες, χιούμορ, ευρηματικότητα και κυρίως γνησιότητα, με τρόπο δηλαδή καθαρώς ποιητικό. Και αυτό η Αντωναράκου το πετυχαίνει.

Όσον αφορά την ποιητική σκευή τής ποιήτριας, η οποία, σημειωτέον δεν ανήκει στο περιώνυμο club των φιλολόγων που όλα τα σφάζει και όλα τα μαχαιρώνει, αλλά σπούδασε ναυτιλιακά (θα επανέλθω σε αυτό), μπορώ να πω ότι, ακόμα και αν δεν διαθέτει ποιητική γνωστική «προίκα» (θεωρία της λογοτεχνίας, φιλολογικές μελέτες και όλα τα συναφή αλλά διόλου απαραίτητα, τουλάχιστον, για μένα), έχει ποιητικό ένστικτο. Και για αυτό, λόγω ποιητικού ενστίκτου, στο ποίημα της, «Τη γλώσσα μου έδωσαν Ελληνική», με τρόπο ειρωνικό και αυτοαναφορικό αλλά χωρίς διδακτισμό, μάς υποδεικνύει πως πρέπει να γράφεται η ποίηση, δίνοντας μαθήματα σε κάποιους ποιητές μας, κυρίως άνδρες, «έμπειρους» τεχνίτες του λόγου, που θεωρούν ότι η βερμπαλιστική λεξιθηρία θα τους θωρακίσει.

Είναι η ελληνική, του κόσμου όλου, η γλώσσα η πιο γεμάτη
ή πιο σωστά (ορθότερα) η πιο πληθωρική.
……………………………………..
Ωστόσο, τα επίμονα,
καθώς κι όλα τα ντόμπρα
θα είναι πάντοτε γνωστά σε ονόματα κοινά.
Κι αν θεωρείς κατόρθωμα τη λέξη ανδραγαθία
δοκίμασε να εννοείς λόγια πιο λαϊκά,
όπως παράδειγμα πονώ,
σφαδάζω ή σπαράζω,
μαράζωσα,
διαλύθηκα,
πονάω –
αγάπησα
πληγώθηκα,
πονάω.

Πιο πάνω είπα «κυρίως άνδρες»· αφενός γιατί – κι ας με συγχωρήσουν οι άνδρες συνάδελφοι ποιητές– είναι κυρίως αυτοί που γράφουν μεγαλοϊδεατικά, με «υψηλό φρόνημα», λες και είναι συνδημιουργοί, μαζί με τον Θεό, του κόσμου, αφετέρου γιατί η ποίηση έχει φύλο, γεγονός που το γνωρίζει καλά η Αντωναράκου. Η οποία, άλλωστε, καταθέτει άλλοτε καυστικά, άλλοτε απελπισμένα, το συναισθηματικό έλλειμμά τους, το «ολίγον» τους στη δύσκολη προσωπική/καθημερινή ζωή – γιατί αυτό είναι, εν τέλει, το διακύβευμα.

Και έρχομαι σε ένα ακόμα χαρακτηριστικό που πολύ αγαπώ στην ποίησή της: την ανατροπή, όχι μόνο τη θεματολογική, την ανατροπή περιεχομένου, αλλά κι αυτή των εκφραστικών μέσων.

[Τον έρωτα να εκτιμάτε μ’ όλα του τα επίθετα.
Μονόπλευρος,
τρελός,
αγνός,
αμοιβαίος,
παντοτινός,
ανεκπλήρωτος,
ψεύτικος,
πλατωνικός,
μονοδιάστατος,
φθηνός,
πρώτος,
τελευταίος,
δέκατος,
σαρκικός,
σύντομος,
κρυφός,
στοματικός,
κίβδηλος,
αιώνιος,
τρυφερός…]

Να εκτιμάτε,
για να μη σας γαμήσω.

Από την άλλη μεριά στο ποίημα «Ομήρου έπος (ύστατο χαίρε)» γράφει η Αντωναράκου:

Σου γράφω απόψε απ’ την κορφή της λύπης μου.
Σ’ άνοιξα την καρδιά μου σαν τριαντάφυλλο
μια νύχτα δροσερή του Μάη.

Τι έχουμε εδώ; Μια ανατροπή στα εκφραστικά μέσα… έχουμε μια εξαιρετική μεταφορά Σου γράφω απόψε απ΄ την κορφή της λύπης μου και μια παρομοίωση κοινότοπη Σ’ άνοιξα την καρδιά μου σαν τριαντάφυλλο / μια νύχτα δροσερή του Μάη. Άραγε η ποιήτρια δεν αντέχει την κορυφή της μεταφορικότητας ή θέλει να γειώσει τη θλίψη της και να την κοινωνήσει όπως χιλιάδες γυναίκες στον κόσμο, κοινά και γνήσια; Νομίζω το δεύτερο.

Δεν θα αναφερθώ στο δεύτερο μέρος αυτής της ποιητικής συλλογής, στο οποίο κυριαρχεί το δίπολο-σύμβολο Οδυσσέας-Πηνελόπη. Αφενός γιατί θυμάμαι πάντα τον δάσκαλό μου Μίμη Σουλιώτη που έλεγε να μην ανακατευόμαστε με τον Όμηρο γιατί «καίει» –έκαψε ακόμα και τον Καβάφη, η «Ιθάκη» του οποίου είναι, ω, ναι, ένα αδύναμο ποίημα– αφετέρου γιατί τον τελευταίο καιρό η «επιστράτευση», κυρίως, ηρωίδων από τον Ομηρικό και εν γένει αρχαιοελληνικό κόσμο, είναι κοινός τόπος.

Τελειώνω λέγοντας

Ότι περιμένουμε/ περιμένω πολλά από την παλιά μου μαθήτρια (ναι, δεν είμαι αντικειμενική) και πλέον συνοδοιπόρο, Μαρία Αντωναράκου· όχι μόνο γιατί έχει τη στόφα της καλής ποιήτριας, αλλά γιατί από έναν άνθρωπο που εγκαταλείπει στρωμένη καριέρα με αρκετά χρήματα, για να σώσει την ψυχή του και τον χρόνο του, μόνο πολλά μπορεί να περιμένει κάποιος. Μην ξεχνάμε πως είναι Μανιάτισσα, ξέρει από πέτρα αλλά και από θάλασσα, από μάχες, νίκες και ήττες. Και ξέρει, επίσης, χωρίς να το έχει ακόμα συνειδητοποιήσει, μολονότι το έχει γράψει, ότι στη Λογοτεχνία δεν έχει σημασία η Ιθάκη, αλλά ο Όμηρος, η αφήγηση και η συγκίνησή της.

⸙⸙⸙

[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Ζωγραφική: Suzanne Valadon. Δείτε τα περιεχόμενα του δέκατου τρίτου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]

Σε λίγο καιρό κοντά σας με νέο ηλεκτρονικό τεύχος στο mag.frear.gr

Mag.frear.gr – Τα ηλεκτρονικά μας τεύχη