Για τη δίγλωσση ποιητική συλλογή του Δημήτρη Παπακωνσταντίνου, Στους φεγγίτες η έξοδος (σπουδή στο φως σου), αγγλική μτφρ. Κασσιανή Μαρτινάκη, Αθήνα: Κυβέρτι, 2024.
Ξεκινώ, αντιγράφοντας από το Δοκίμιο για την ποίηση του Κ.Θ. Δημαρά: «θα έλεγε κανείς ότι από το καθένα από τα συστατικά του τελειωμένου ποιήματος ξεκινάνε νήματα άπειρα που το συνδέουν με την ζωή του ποιητή» (Δοκίμιο για την ποίηση, Νεφέλη, Αθήνα 1990, σ. 103). Στο δοκίμιό του ο Δημαράς αναφέρεται στα πολλαπλά αίτια (λογοτεχνική παράδοση, βιολογικά και ψυχολογικά χαρακτηριστικά, σπουδές, ιστορικό και κοινωνικό πλαίσιο κ.ά), που διαμορφώνουν το έργο ενός ποιητή. Άλλωστε, ο ποιητής –όπως και κάθε άνθρωπος– δεν είναι ένα άχρονο υποκείμενο, που γράφει σε ιστορικό, πολιτισμικό, κοινωνικό και ιδεολογικό κενό. Ζει εντός της εποχής του, με τις προκλήσεις και τα αδιέξοδα που αυτή θέτει, και στα οποία ανταποκρίνεται ¬–μεταξύ των άλλων– και ποιητικώ τω τρόπω. Παράλληλα, οι βιωματικές εμπειρίες και η ωρίμανσή του εντός αυτού του πλαισίου αντανακλώνται σε μεγάλο βαθμό στις επιλογές του ως προς το θέμα, τα εκφραστικά στοιχεία και το ύφος της ποίησης που γράφει. Επομένως, σε πολλές περιπτώσεις η ιστορική/βιογραφική προσέγγιση μπορεί να προσφέρει σημαντικά ερμηνευτικά «κλειδιά» για την κατανόηση της τεχνοτροπικής ή θεματικής εξέλιξης της σύγχρονης ποίησης. Αναφέρω τις παραπάνω σύντομες θεωρητικές παρατηρήσεις, γιατί κρίνω ότι συμβάλλουν ικανοποιητικά στην ερμηνεία των υφολογικών και θεματικών αξόνων της τελευταίας μέχρι τώρα ποιητικής συλλογής του Δημήτρη Παπακωνσταντίνου, Στους φεγγίτες η έξοδος (σπουδή στο φως σου) (εκδ. Κυβέρτι, 2024).
Ο Δημήτρης Παπακωνσταντίνου συστήθηκε στο εκδοτικό προσκήνιο με τη Μικρή Περιήγηση (Νέα Πορεία, 1996). Πρόκειται για μια νεανική του ποιητική σύνθεση, με θεματική ελευθερία και δίχως ξεκάθαρη αφηγηματική ροή, όπου κυριαρχεί ένας ανέμελος λυρισμός, η λυτρωτική παρουσία του φωτός κι ο ιδεαλιστικός ερωτικός τόνος. Το ποιητικό υποκείμενο αφήνεται στη θαυμαστική ενατένιση της φύσης, γίνεται ένα με αυτήν και υμνεί τη μαγική της δύναμη με γλαφυρή εικονοποιία και ρυθμικούς στίχους. Η Μικρή Περιήγηση κομίζει μια αισιόδοξη οπτική της ζωής, ακόμη κι όταν το ποιητικό υποκείμενο ναυαγεί στις ξέρες της. Οι παρακάτω στίχοι είναι ενδεικτικοί αυτής της πρώτης συλλογής:
Φάνηκε μια στιγμή, σαν ξύπνημα η αρχή
κι ήταν μετά το φως, τα χρώματα κι η θάλασσα.
Κι ήταν ολόλευκα πουλιά που γυροφέρναν,
φτεροκοπώντας μπρος στ’ ανοιχτά παράθυρα.
Κι ήταν τα σύγνεφα διάφανα
δυο μέτρα μόλις πάνω απ’ τα κεφάλια μας
και το πλακόστρωτο στου πρωινού το μούρμουρο,
ζωή γεμάτο που κυλούσε αδιάκοπα∙
μες στους χυμούς του μικρού δέντρου της αυλής μας.
Κι ήταν το πρωινό γλυκό, σαν τραγουδάκι ερωτικό
γλυκό, καθώς τα πρώτα παιδικά γλυκά χαμόγελα.
Πώς ευωδιάζει η γης π’ ανασκιρτά
ίδια υγρή ζεστή αγκαλιά
στου Φθινοπώρου τα πρωτόβροχα!
Ανάμεσα σε αυτή την πρώτη συλλογή του Δημήτρη Παπακωνσταντίνου και τους Φεγγίτες, μεσολάβησαν περίπου τριάντα χρόνια και επτά ποιητικές συλλογές, οι οποίες αποτελούνται από μεμονωμένα ποιήματα με στοχευμένη θεματική, όπου σταδιακά ο λόγος χάνει τη λυρική του ξεγνοιασιά, σκληραίνει, γειώνεται στη σκληρή πραγματικότητα της οικονομικής κρίσης και των μνημονίων, πραγματεύεται την κρίση της εθνικής ταυτότητας, τα παγκόσμια προβλήματα (περιβάλλον, μεταναστευτικό, ειρήνη), τα κοινωνικά και υπαρξιακά αδιέξοδα των Νεοελλήνων. Γι’ αυτό και τα περισσότερα ποιήματα των συγκεκριμένων συλλογών έχουν στοχαστικό, απαισιόδοξο ή ελεγειακό τόνο.
Με τους Φεγγίτες ο ποιητής επιστρέφει στην ελεύθερη ποιητική σύνθεση και την πλούσια λυρική εικονοπλασία. Μόνο που είναι εμφανής η συναισθηματική και υφολογική μετατόπιση. Στους Φεγγίτες δεν υπάρχει το ερωτικό συναίσθημα και η ξέγνοιαστη οπτική της Μικρής Περιήγησης· ο λυρισμός είναι πιο συγκρατημένος, αγωνιώδης και απαισιόδοξος. Στην αρχή της σύνθεσης, το ποιητικό υποκείμενο παρουσιάζεται γυμνό, μόνο, ταπεινό, απροστάτευτο, «βρεγμένο ως το κόκαλο, ασθμαίνοντας», με όλα τα χρόνια και τις εμπειρίες που βίωσε να το βαραίνουν: «χρόνους πενήντα σε ποθώ, μα φως δε βρίσκω». Αφηγείται ένα ονειρικό όραμα, όπου το φως διατηρεί μια υπαρξιακή αμφισημία, το σκηνικό είναι δυστοπικό και περιγράφεται με σκληρούς χρωματικούς συμβολισμούς: «Αθόρυβες εκρήξεις τ’ ουρανού, φωτιά τα σύννεφα / νήματα κόκκινα, αχνά ως τα χωράφια», με τα πεσμένα ξερόφυλλα να επανέρχονται ως σύμβολο του επερχόμενου τέλους και το νερό να έχει διττή λειτουργία: πότε καταστροφική και πότε εξαγνιστική. Τα φθινοπωρινά πρωτοβρόχια της Μικρής Περιήγησης, που εκεί σχηματίζουν μια υγρή, ζεστή αγκαλιά (βλ. το παραπάνω ποίημα), στους Φεγγίτες συνιστούν «μια κατάδυση αργή προς τα ναυάγια».
Μέσα σε αυτή τη σκληρή, υποβλητική ατμόσφαιρα, το ποιητικό υποκείμενο θρηνεί, αγωνιά, αναλογίζεται το τέλος της ζωής και επιχειρεί μια σπουδή θανάτου. Τα συναισθήματά του εναλλάσσονται. Άλλοτε, διατηρεί μια κρυφή ελπίδα ότι ο θάνατος αποτελεί μια μορφή ελευθερίας από τις εγκόσμιες δεσμεύσεις και τις μικροπρέπειες της ζωής, ένα διάφανο ταξίδι που εξάπτει την περιέργεια, ενώ στη συνέχεια φοβάται και παθαίνει ίλιγγο από το κενό που κρύβει και τη σιωπή που τον συνοδεύει. Λίγο πιο μετά, σκέφτεται ότι το πέρασμα στην άλλη ζωή ίσως είναι γαλήνιο, ανάλαφρο και λυτρωτικό, πως αποτελεί απόδραση από τις πίκρες της επίγειας ζωής, μια νέα γέννηση: «Θ’ αποδράσουμε ξέρω / η αλήθεια μάς δόθηκε / Σ’ ένα σώμα που πάσχει / λάσπη μαύρη, το σκίρτημα. // […] / Παντεπόπτης ωραίος / νέος Λόγος στην Άβυσσο». Παράλληλα, νοσταλγεί την έξαψη και το πάθος των ερώτων που έζησε, ενώ λίγο πιο μετά θυμάται τις πίκρες και τ’ αγκάθια που του πρόσφεραν.
Σε όλη τη σύνθεση, το ποιητικό υποκείμενο αφηγείται το νυχτερινό του όραμα, όπου παλεύει με τον μέγα τρόμο του θανάτου, στοχάζεται πάνω στον παροδικό χαρακτήρα της ζωής και την εφήμερη ευτυχία, αμφιταλαντεύεται συναισθηματικά ανάμεσα σε πεισιθανάτιες και παρήγορες σκέψεις, για να ξυπνήσει στο τέλος μόνο του και κατάκοπο, χωρίς να νιώθει ούτε νικητής ούτε ηττημένος: «Τίποτα ακόμα δεν κερδήθηκε, δε χάθηκε / ισόπαλα γλυκά η νύχτα φτάνει». H ισόπαλη κατάληξη του εσωτερικού αγώνα, όπως παρουσιάζεται στο τέλος της σύνθεσης, αποτελεί μια οιονεί νίκη. Σε μια εποχή κατάρρευσης και αποδόμησης των παλαιών υπαρξιακών σταθερών –μεταξύ των οποίων και της θρησκευτικής πίστης– ο ποιητής αναζητά παρηγοριά και γιατρικό της ψυχής στον λόγο της ποίησης. Αυτή την παραμυθία κομίζουν οι Φεγγίτες, με την υπόμνηση του ακροτελεύτιου στίχου: «Ας περιμένει την αυγή ο Χάρος πάλι».
Ο προβληματισμός και η αβεβαιότητα, αλλά και η υπαρξιακή/μεταφυσική διάσταση, που αναδύονται μέσα από αυτή τη συλλογή, μπορούν να ερμηνευθούν ως απότοκα της ωριμότητας του ίδιου του δημιουργού, ο οποίος μεγαλώνοντας εγκαταλείπει τη λυρική «αφέλεια» και τη νεανική αισιοδοξία της πρώτης του συλλογής, για να διαχειριστεί ποιητικά τις προκλήσεις και τα προβλήματα της εποχής του, καθώς και τις αγωνίες της μεσήλικης ζωής. Ενώ στις προηγούμενες συλλογές τα παραπάνω θέματα μεταστοιχειώνονται σε μεμονωμένα ποιήματα με συγκεκριμένο και οριοθετημένο θεματικό πλαίσιο, στους Φεγγίτες ο Δ. Παπακωνσταντίνου νιώθει ποιητικά πιο ώριμος και σίγουρος να καταθέσει αυτές τις ανησυχίες του με έναν πιο ελεύθερο τρόπο, επιλέγοντας τη μορφή της ποιητικής σύνθεσης.
Τέλος, θα πρέπει να σταθούμε και στην εξαιρετική αγγλική μετάφραση της ποιήτριας και μεταφράστριας Κασσιανής Μαρτινάκη, η οποία έχει επιστρατεύσει τις κατάλληλες λέξεις και έχει προβεί στις απαραίτητες συντακτικές αλλαγές, για να διατηρήσει τον υπαινιγμό, τη λυρική φρεσκάδα, την εσωτερική αγωνία και τον ρυθμό των ελληνικών στίχων. Κλείνω, λοιπόν, με ένα δίγλωσσο δείγμα της σύνθεσης:
Άλλοι μετά θα ’ρθουν να μάθουνε τον έρωτα
το κρυφαγκάθι στην καρδιά και τον λυγμό του
τα γλυκά λόγια, τις κοφτές πνιχτές ανάσες του
και τον ιδρώτα στο καυτό κρουστό κορμί του.
Άλλοι μετά θα πλανηθούνε, θα ματώσουνε
στα παραμύθια θ’ αφεθούν και στην αλήθεια.
Άλλοι μετά από μας θα μείνουν για να φύγουνε.
Others will then come, wake up to love
the hidden thorn inside the heart, its quiet sob
its mellow words, its sharp and muffled breaths
the perspiration on its hot vibrating form.
Others will then be deluded and will bleed
wallowing in fairytales and truths.
Others will then linger after us, if only just to fade.
⸙⸙⸙
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Φωτογραφία: ©Mirela Momanu. Δείτε τα περιεχόμενα του δέκατου τρίτου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]