«Βυθίζοντας σε κοίλο δισκοπότηρο τη δρύινη ψυχή μου»
Κωνσταντίνα Σιαχάμη, Άδης απαλώς, Κίχλη, Αθήνα 2023.
Πέντε ενότητες αποτελούν τη συλλογή της πρωτοεμφανιζόμενης – εκδοτικά – στον χώρο της λογοτεχνίας Κωνσταντίνας Σιαχάμη. Πρόκειται για πέντε ενότητες που συνθέτουν ένα όλον, το οποίο υφίσταται και αφού διασπαστεί. Αυτή είναι η μαγεία της ποιητικής αφήγησης της Σιαχάμη. Δεν διεκδικούν αμιγώς την ποιητική φόρμα, ωστόσο η ποίηση κραδαίνει το πορφυρό της λάβαρο στις σελίδες της, στους στίχους που διηγούνται υπαινικτικά, εμπνέοντας και υποκινώντας σε πολλές αναγνώσεις. Το ποιητικό σύμπαν της Σιαχάμη κυοφορεί, περιέχει και εμπεριέχεται, εκτείνει και εκτείνεται σε μια συμπύκνωση που καρποφορεί. Η έκταση κάθε δημιουργίας της εκτείνεται από το δίστιχο έως και τη μικρή φόρμα, με τη μορφή της πρόζας, ενώ η απεύθυνση αποτελεί κυρίαρχο μέσο επικοινωνίας του ποιητικού υποκειμένου, όταν δεν αναδύεται η πρωτοπρόσωπη αφήγηση. Η αυτοαναφορικότητα αποκτά σημαίνουσα αξία, μεταμορφώνεται σε βίωμα, ιερό δισκοπότηρο που προσφέρεται στον αναγνώστη με σεβασμό, καθώς ο ρεαλισμός της περνά από τη μαγεία στην αιχμηρή υπονοούμενη πραγματικότητα, «Γεννήθηκα στην Αυστραλία. Το μόνο που θυμάμαι είναι οι καλλίγραμμες γάμπες της μητέρας μου. Τεσσάρων ήρθα στην Ελλάδα. Σ’ ένα χωριό του κάμπου. Μεταξύ καμπαναριού και ελαιώνων, ξεκίνησα να λέω ψέματα… /Όταν πάψω, θα έχω πεθάνει.» (σ.19), αφήνοντας πίσω του εικόνες που αγγίζουν τον νεορομαντισμό ιμπρεσιονιστικά, «Σ’ το λέω εγώ που χόρεψα στα δάση της Φολόης για χάρη μιας βελόνας γραμμοφώνου.» (σ. 11). Θάνατος, έρωτας, «Τώρα ξέρεις. Ότι υπήρξα θάλασσα και πεταλούδα, ολίγον αθυρόστομη. Ότι μου δάνεισες τον τριχωτό σου μίσχο για να σε ιστορήσω.» (σ. 14), απώλεια, πάλι θάνατος, γη, φύση, φως, σκοτάδι, χρόνος, εποχές, που διαδέχονται η μία την άλλη, λογοτεχνικό διακείμενο, εικόνες, χρώματα και περιγραφές που θυμίζουν πίνακες του Klee και ανάδρομες αφηγήσεις, αποτελούν το ποιητικό σύμπαν της Σιαχάμη.
Ο θάνατος αποτελεί για το ποιητικό υποκείμενο εναρκτήριο λάκτισμα μιας αφύπνισης, η οποία ξετυλίγει τις αναδρομές, υποκινεί την υπαρξιακή καταβύθιση, παρασέρνοντας μαζί του το σημαντικότερο γήινο στοιχείο. το χώμα για την Κωνσταντίνα Σιαχάμη είναι ό,τι τη συνδέει με τη ζωή, μα και με την απώλεια, «Εγώ μια χωριάτισσα του κάμπου. Βυθίζοντας σε κοίλο δισκοπότηρο τη δρύινη ψυχή μου. Ικανή για μεγάλους θανάτους, εγώ.» (σ. 11). Ωστόσο, όσο μελαγχολικά κι αν του επιτρέπει να συνδεθεί με αυτήν, το χώμα είναι αυτό που φαίνεται να την αναγεννά, αφού συνδέεται με ό,τι την διέπλασε ως μνήμη και ως ύπαρξη. «Έτσι θα σε ήθελα, μνήμη. Αμίλητη, με παφλασμό υπάκουο στη μυρωδιά των μήλων…» (σ. 13). Ακόμα και οι αριθμοί, υπαινίσσονται διακειμενικά, όπως για παράδειγμα εμπλέκει στην ποιητική της αφήγηση τον αριθμό εφτά, τα εφτά πέπλα της Σαλώμης, τα επτά θαύματα του κόσμου, «Χους εγώ εις χουν απελεύσομαι. Σου λέω λοιπόν ότι θα κάναμε θαύματα οι δυο μας. Πιο θαυμαστά κι από τα επτά θαύματα του κόσμου.» (σ. 12), και άλλες φορές ο χρόνος ή όσα βήματα αρκούν για να περιγράψει μια εσωτερική κατάσταση, κάποια υπαρξιακή αποτύπωση, αναγνώριση, ίσως κι αποδοχή, «Πάντα την ίδια ώρα, Πέμπτη απογευματινή. Έσυρες την ψυχή σου στο χαλί. Ο καθρέφτης απείχε επτά βήματα αφρισμένης ταπείνωσης.» (σ. 45).
Τα χρώματα, το φως, οι εποχές που μετρούν τον αφηγηματικό χρόνο της Σιαχάμη «Αύγουστος. Χρυσό φως και συκόγαλα… / Έναστρο χώμα, σου λέω. Έναστρο χώμα, επιμένω.» (σ. 24), είναι άμεσα συνδεδεμένες με το σώμα, τις αισθήσεις, τις υπαρξιακές καταβολές, τα συναισθήματα. Το χρώματα και η φρεσκάδα της ανατολής, τα εκτυφλωτικά μεσημέρια, το σκοτάδι της νύχτας ενώνονται υπερρεαλιστικά για να περιγράψουν, να αφηγηθούν, να εξομολογηθούν το υπαρξιακό ταξίδι. Καμιά συνθήκη, ωστόσο δεν φέρει αμιγώς τις ιδιότητες του χρόνου που αφηγείται, αφού διαχωρίζεται έντεχνα ο πραγματικός από τον υπαρξιακό χρόνο, ενώ το θείο είναι πάντα παρόν, συνδεδεμένο με την ύπαρξη, «Απόψε σε ονειρεύτηκα. Ήμουν πρωί, οι πλαγιές μου άστραφταν, τα μάτια σου κυλούσαν πάνω μου με κρότο. Φορούσα χρόνια καλοκαιρινά και, εννιά η ώρα που νυχτώνει, σου είπα τ’ όνομά μου. Μάρθα. Γεννήθηκα μια Τρίτη των αγρών, δεν έπαψα να σε λατρεύω.» (σ. 18). Απ’ όλα τα χρώματα, εκείνο που επαναλαμβάνεται συχνά ως μοτίβο είναι το κόκκινο. Άλλοτε άλικο, άλλοτε σαν αίμα, άλλοτε σαν έρωτας, συνδέει τους χρόνους, τους τόπους, τις μνήμες, τις απώλειες, τον θάνατο, τη ζωή.
Η Σιαχάμη ενσωματώνει το διακείμενο με αγάπη και σεβασμό στη λογοτεχνική μελέτη, η οποία είναι εμφανής και συνομιλεί μαζί του. Η μελαγχολία του Καρυωτάκη υπονοείται με την αφήγηση να εμπλέκει έναν, ίσως, ανεκπλήρωτο έρωτα, επιλέγοντας ως αφηγηματικό τόπο την Πρέβεζα. Συνομιλεί με το μελαγχολικό φως της ποίησης του A. Ρεμπώ, συναντά το θηλυκό «Άλλο» στο πρόσωπο της Anne Sexton και τις Άννας Σερκέεβνα, σύμβολα ερωτισμού και πάθους, ενώ, καθώς συνομιλεί με τη Μάτση Χατζηλαζάρου, την Ισιδώρα Ντάνκαν, ζωντανές περιγραφές αναζητούν την ανάδυση της εσωτερικότητας. «Τα έναστρα σοκάκια ήταν μια τρέλα, πρέπει να το παραδεχτείς. Μια νύχτα εξαιτίας σου υπήρξα Ισιδώρα και τρίξαν τα λιθόστρωτα και τα επτά μου πέπλα και τα μαλλιά μου λύθηκαν και μείναμε για πάντα – νέοι.» (σ. 51)
Συνομιλεί, με τον άνθρωπο Φιοντόρ Μ. Ντοστογιέφσκι κι εκείνος με την Ναταλία Κωνσταντίνοβα, καθώς αφηγείται επιστολικά και μαγικά ρεαλιστικά τη συνομιλία με το επέκεινα. Η απώλεια και η βεβαιότητα του θανάτου χορεύουν μαγικά με τον ανεκπλήρωτο πόθο και το διακείμενο απαριθμεί τα σημαινόμενα που διαμόρφωσαν τους χαρακτήρες του μεγάλου Ρώσου συγγραφέα. Ωστόσο, κι αυτό είναι ένα εύρημα μαγικό, ένα υστερόγραφο συνδέει το τώρα με την άλλη μεριά, το παρελθόν με το σήμερα, δίνει έμφαση στη λογοτεχνική συγγένεια, συνδέει τις υπάρξεις διαχρονικά. «Δεν έμαθα το όνομα του πατέρα σας, αλήθεια. Θα σας πω, όμως, το όνομα της πραγματικής μου μητέρας. Τη λένε Χαδούλα ή Γιαννού, και όπως αυτή έτσι κι εγώ δεν έφτασα στον Άγιο Σώστη.» (σ. 31 – Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι – Αγγελική Πεχλιβάνη).
Η θάλασσα, το υδάτινο στοιχείο, ο τόπος, οι τόποι και η σύνδεσή τους με ό,τι την διέπλασε, οι άνθρωποι, αποτελούν για τη Σιαχάμη συστατικά της ποιητικής της. Ο πατέρας, πάντα παρών, καθώς είναι συνυφασμένος με την ουσιαστική απώλεια, αλλά και την ωριμότητα, την ενηλικίωση, την βεβαιότητα της κλιμακούμενης σωματικής φθοράς, αλλά κυρίως με την ψυχική και πνευματική σύνδεση που επιβεβαιώνει το άφθαρτο, το άυλο και την ανάγκη να πιστέψουμε σ’ αυτό. «Να που ήρθες, γυρίζεις το κλειδί στην πόρτα, τα παπούτσια σου δεν είναι βρεγμένα, ο δρόμος έχει πολλά νερά κατηφορίζοντας, αλλά εσύ πρόσεξες, δεν με κοιτάζεις, ούτε εγώ, είσαι όνειρο στο κύμα…», (σ. 25). Έτσι, γονικοί παππούδες, μνήμες και η απώλεια, ενώνονται για να ξεδιπλώσουν την αφηγηματική γραμμή, καθώς καταλήγοντας ολοκληρώνει την υπαρξιακή αναδρομή με αφηγηματικές καταδύσεις, οι οποίες μαγικά, αλλά βαθιά ρεαλιστικά επικοινωνούν με χαρακτήρες δικούς της, ανθρώπους που σημάδεψαν με τον βίο τους την ψυχή της, σε μια προσπάθεια να αποκαταστήσει, ότι δεν έγινε πράξη, ή ό,τι δεν ειπώθηκε, ή ακόμα και για να ευλογήσει τις επιλογές, έστω και μετά θάνατον. «Πρώτα ρώτησες τι μέρα είναι, ύστερα αν είναι μέρα ή νύχτα. Το πράσινο βλέμμα σου άκουσε από μακριά τον ήχο του βαρκάρη./…Μισούσες πάντα το γήρας, η θέα ενός ηττημένου γέροντα δεν ήταν το δικό σου πεπρωμένο…» (σ. 61). Στην τελευταία ποιητική αφήγηση συνοψίζει το ανερμάτιστο του βίου, καθώς η ψυχή αποφασίζει πως δεν οφείλει τίποτα στον Ουράνιο ποιητή, αποδίδοντας τιμή στο αίσθημα της αδικίας για όλους τους ημιτελής βίους, για όσα και όσους χάθηκαν “πριν να…” Το ποιητικό σύμπαν της Σιαχάμη, πίσω από την μαγικά κατασκευασμένη θλίψη περιέχει έναν ύμνο για τη ζωή. Αυτήν που Είναι, μα κυρίως για εκείνη την άλλη που τόσο ποθεί η ύπαρξη να βιώσει. Υπαινίσσεται γοητευτικά έναν αντίστοιχο ύμνο για την άλλη, συνδέεται με την αθέατη πλευρά της ύπαρξης, συνθέτοντας έναν ύμνο για αυτήν που ονομάζουμε αιώνια, με μια ευρύτερη έννοια, πνευματική και αδιαίρετη.
⸙⸙⸙
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Ζωγραφική: Max Ernst. Δείτε τα περιεχόμενα του δέκατου τρίτου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]