frear

Για τη «Λαβίνια Σουλτς» της Γεωργίας Διάκου – γράφει η Ευσταθία Π.

Λαβίνια Σουλτς (Θράκα, 2023) της Γεωργίας Διάκου ή Γεωργία Διάκου της Λαβίνιας Σουλτς: μερικές σκέψεις κατανεμημένες σε δύο μέρη»

Ποια είναι η Γεωργία Διάκου και γιατί έγραψε ένα βιβλίο που στο εξώφυλλο έχει ένα εικαστικό της Βίκυς Μπρούσαλη;

Ποια είναι η Λαβίνια Σουλτς και τι την καθιστά μια αξιοπρόσεκτη ηρωίδα ενός πειραματικού (υβριδικού;) πεζού σε τρείς –ή μάλλον σε δυόμιση– πράξεις;

Τι κάνει αυτό το τεράστιο μωρό στη μέση του σαλονιού; Ποια είναι η θεά και ποια η τέχνη; Γιατί το βασικό καλλιτεχνικό εργαλείο είναι τα χέρια; Και τέλος, τι σημασία έχει η φόρμα αν το περιεχόμενο είναι εκκεντρικό;

Μέρος 1

Όπως αναφέρει η Όλγα Τοκάρτσουκ στον επίλογο της έκδοσης του Ακουστικού Κέρατος της Λεονόρα Κάρινγκτον «Το Ακουστικό Κέρας εισάγει απερίφραστα την εκκεντρικότητα στον φεμινιστικό λόγο ως θεμιτή εναλλακτική προοπτική έναντι του πατριαρχικού λόγου, καθιστώντας εντέλει οτιδήποτε εκκεντρικό σε κάτι θεϊκό, εξ ουρανού».

Με αφορμή το παραπάνω, θα παραθέσω ένα μικρό κολάζ αποσπασμάτων, με στόχο να αποδείξω πως η Γεωργία Διάκου στη Λαβίνια Σουλτς έχει τη διάθεση να ανάγει την Τέχνη, και πιο συγκεκριμένα τη γυναικεία Τέχνη, σε κάτι το θεϊκό. Ανά περιόδους μέσα στο κείμενό της, σε τονικότητα μανιφέστου, η γράφουσα διά στόματος της κεντρικής της ηρωίδας προσπαθεί να συνθέσει μια νουβέλα γύρω από ζητήματα που διαπνέουν την τέχνη και τη ζωή των δημιουργών:

Είμαστε οι νέες καλλιτέχνιδες. Είναι η πρώτη φορά που διεκδικούμε την ύπαρξή μας στον κόσμο της τέχνης, ως αυτές που είμαστε, γυναίκες ή άλλο. Αυτοί που καπνίζουν πούρα και μιλάνε με διευθυντές θεάτρων μας χλευάζουν. Απαξιώνουν να συναναστραφούν κοπελίτσες που η αγάπη τους για το μελόδραμα τις έχει σπρώξει στο θέατρο.[…] Εμείς αγαπάμε το θέατρο της έκφρασης, του θείου, αγαπάμε τη σχέση με τον ρυθμό, ένα, δύο, τρία, τέσσερα, ένα, δύο, τρία, τέσσερα, αγαπάμε το ανθρώπινο χωρίς τον πολιτισμό του ρούχου και τις εκφράσεις του ως συναξάρια του δικού μας βίου.[…] Είμαστε στην τέχνη ως τέχνη και υπόλοιπα της ιστορίας, και έτσι θα σταθούμε εδώ για λίγο να μιλήσουμε. (σελ.41)

Δεν μπορώ να φανταστώ τη ζωή σε πενήντα χρόνια. Μπορώ να φανταστώ την κατασκευή της. Άνθρωποι που θέλουν να δείξουν από καρδιάς τους εαυτούς τους, ιδρύματα, χωρισμένοι καλλιτέχνες από το κοινό, μεγάλα ονόματα και προσωπικές ιστορίες που συγκινούν. Ένας κόσμος που θα φοβάται τόσο πολύ να ιδωθεί, που θα επιδιώκει να δείχνει συνεχόμενα. (σελ.53)

Μέρες που το φως με δυσκολεύει να οργανώσω τη σκέψη μου. Η τέχνη θέλει απόλυτη αφοσίωση κι εγώ χρειάζομαι χρήματα για να ζήσω.[…] Είμαστε οι καλλιτέχνιδες του νέου κόσμου. Τους αγαπώ, μα πρέπει να καταργήσουμε τον παλιό. Η τεχνική είναι κενή δίχως το σώμα και η τέχνη μας είναι μόνο σώμα. Δουλεύω με τα χέρια μου και χορεύω με όλη μου την ύπαρξη. Είμαι το φαινόμενο της νέας εποχής. (σελ. 69-70)

Τα παραπάνω αποσπάσματα είναι ενδεικτικά των θέσεών της γύρω από την έμφυλη και ταξική διάσταση της τέχνης, καθώς και των θεσμών που την περιβάλλουν.

Μέρος 2

Ποια είναι λοιπόν η έκκεντρη και εκκεντρική θεά της Λαβίνια Σουλτς, η θεά που μέσα από τα χέρια της μιλά και τα χέρια της χορεύοντας σε εκείνη υψώνει;

Ένα δράμα σε τρεις πράξεις, μια τριαδικότητα παγανιστική: Η θεά, το μωρό η μητέρα / η θεά-μητέρα, το μωρό-Λαβίνια, η Λαβίνια-μητέρα / η Λαβίνια, η Θεά, η Γεωργία-Δημιουργός.

Ο κόσμος δομείται και νοηματοδοτείται από τη δημιουργό: το έργο, ο έρωτας, το παιδί, όλα διαθλώνται και προσεγγίζονται μέσα από το βλέμμα της.

Μπορούμε να ισχυριστούμε, με άξονα το Δεύτερο Φύλο της Μπάτλερ, ότι η συγγραφέας επαναφέρει τη θεά μέσα στην αφήγησή της, στην αναζήτηση μιας μητριαρχικής κοινωνίας, επιχειρώντας να επαναμαγεύσει τον κόσμο εκ νέου μέσω της γλώσσας και των εικόνων της, καθιστώντας τον ακατανόητο στους άντρες;

Ποια είναι λοιπόν η Λαβίνια Σουλτς, πέρα από το ιστορικό πρόσωπο της Γερμανής σκηνογράφου και χορεύτριας, που γεννήθηκε στο Λούβεν το 1896, έζησε την τέχνη ως ζωή και τη ζωή ως τέχνη, και το 1924 αυτοπυροβολήθηκε, αφού πρώτα σκότωσε με το ίδιο όπλο τον σύντροφό της Βάλτερ Χολντ;

Απαντάει η ίδια στη σελίδα 54: «Με λένε Λαβίνια. Είμαι το κεντρικό πρόσωπο».

Δεν μπορώ όταν να διαβάζω τη Λαβίνια να μη σκεφτώ την Κλαρισέ Λισπεκτόρ, όχι τόσο στην Ώρα του Αστεριού, όσο στο Πνοή Ζωής Σφυγμοί, όπου η ηρωίδα αυτονομείται και καταλήγει να καταδυναστεύει το συγγραφικό υποκείμενο. Όλα τα παραπάνω συντελούνται σε ένα δεύτερο επίπεδο, εντός του οποίου η συγγραφική διαδικασία και οι μηχανισμοί της εκτίθενται στα μάτια της αναγνώστριας και του αναγνώστη, αυτοθεματοποιούμενοι. Στην τρίτη πράξη του πεζού, τα όρια ανάμεσα στο πού αρχίζει η μυθοπλασία και πού η προσωπική σκέψη της γράφουσας γίνονται τόσο δυσδιάκριτα, ώστε το πρόσωπο της Διάκου και της Σουλτς συμφύρονται σε μια μάσκα, όπως ακριβώς βλέπουμε να συμβαίνει και στο έργο της Μπρούσαλη στο εξώφυλλο του βιβλίου.

Ο αναξιόπιστος αφηγητής, ή καλύτερα η αναξιόπιστη αφηγήτρια, θα μπορούσε να είναι ένα μωρό, ένα παιδί, ένα πλάσμα τόσο αδηφάγο και τόσο γνωστικό που να καταλήγει να ομοιάζει με το Θείο Βρέφος του Μπύρκνερ. Όμως εδώ οι ιδιότητες: συγγραφέας, μάνα, μωρό, θεά, κεντρικό πρόσωπο, καταλήγουν να είναι μία φωνή σε διάφορες παραλλαγές. Ενδεχομένως ένα πρόσωπο που φοράει όλες τις παραπάνω μάσκες με τη σειρά. Στο πρώτο μέρος η Λαβίνια Σουλτς, στο δεύτερο το υπερκόσμιο μωρό που μιλά από το μέλλον και ταυτόχρονα από το παρελθόν: Το μωρό είναι το μέλλον της αφήγησης και γνωρίζει το δικό μας ιστορικό παρελθόν. Το μέλλον της αφήγησης είναι το δικό μας παρόν, ακριβώς εκατό χρόνια μετά από έναν διπλό πυροβολισμό. Στο τρίτο μέρος, στο σήμερα πια, είναι που η Διάκου έρχεται μέσα από έναν ιδιότυπο διάλογο με σημειώσεις ημερολογιακού χαρακτήρα έρχεται να εκθέσει, εναλλάξ με την κεντρική της ηρωίδα, η μια της άλλης το παρελθόν. Κι εκεί, εντελώς απροσδόκητα, η Λαβίνια έρχεται να προβλέψει ένα μέλλον, να συνθέσει για τη συγγραφέα της ένα τέλος εφάμιλλο αυτού της ηρωίδας της Κάρρινγκτον στο Ακουστικό Κέρας: Της υπόσχεται έναν θάνατο ακαριαίο και ευτυχή, μαζί με τις φίλες της εντός μιας κοινότητας γυναικών, μετά από μια ζωή γεμάτη φροντίδα και ομορφιά. Ενδεχομένως το τέλος που δεν μπόρεσε να έχει η ίδια. Ένα τέλος – ή και μια ζωή – που με τη σειρά της υπόσχεται ή προτείνει σαν εναλλακτική η Γεωργία σε όσες διαβάσουν το βιβλίο, και πρωτίστως σε αυτές που το αφιερώνει: στις φίλες της.

⸙⸙⸙

[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Κολλάζ: ©Hannah Höch. Δείτε τα περιεχόμενα του δέκατου τρίτου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]

Σε λίγο καιρό κοντά σας με νέο ηλεκτρονικό τεύχος στο mag.frear.gr

Mag.frear.gr – Τα ηλεκτρονικά μας τεύχη