Η ποιητική διάσταση της τρέλας. Μωβ περιοχές και πολύχρωμες εκρήξεις
Πωλλέτα Ψυχογυιοπούλου, Αποστάτες άγγελοι, Εκδόσεις Κουκκίδα, Αθήνα 2024.
Η πρώτη ατομική συλλογή της Πωλλέτας Ψυχογυιοπούλου με τον χαρακτηριστικό τίτλο: Αποστάτες Άγγελοι από τις εκδόσεις Κουκκίδα σε αιχμαλωτίζει από την πρώτη στιγμή με το αμφιλεγόμενο σκίτσο του εξωφύλλου της Μαρίας Μελίτας Ψυχογυιοπούλου, το οποίο ξεγελά το πρώτο βλέμμα με τη σκοτεινιά του για να ακολουθήσει αμέσως μετά το ξάφνιασμα του φωτός. Ένα παιδί που θα μπορούσε να προέρχεται από το τάγμα των αγγέλων αναζητά το φως στη γη, εισέρχεται στη θνητότητα για να μας γνωρίσει τους Αποστάτες Άγγελους. Η συλλογή απαρτίζεται από 41 ποιήματα και από το εξαιρετικό επίμετρο του ψυχίατρου και ποιητή Γιάννη Στρατούλη που πραγματικά φωτίζει, με το ευαίσθητο και επιστημονικά τεκμηριωμένο κείμενό του, τη συλλογή.
Είναι ξεκάθαρο ότι η ποίηση αποτελεί την πατρίδα της ποιήτριας, αφού η εστία της είναι καμωμένη από σκιές και οδύνη του παρελθόντος από διαρκείς εναλλαγές της αδιαπέραστης νύχτας και του τυραννικού μαύρου, με τη λευκότητα, το φως, τη μαρμαρυγή, το έκπαγλο χιόνι, όπως ο στίχος: Μαύρες κορδέλες/ βυθίζονται στην ολόφωτη σάλα (σ. 12). Το ποίημα «Έκτη πτέρυγα» (σ.36) κατά τη γνώμη μου είναι πολύ αντιπροσωπευτικό αυτής της συλλογής και χαρακτηριστικό των προθέσεων της Ψυχογυιοπούλου:
Στην πτέρυγα την έκτη/στο Δαφνί/επί ποινή ανυπαρξίας/ψυχές κουρέλια/σκιαμαχούν παραπεταμένες./ Παθήματα μετράνε,/αθέατα γλιστράνε/ σε παραληρήματα/ και πλανερές φωνές.//Τα μάτια τους… θύελλα σπέρνουν/στα μάτια μου.//Σε τοίχους που φεγγίζουν στο σκοτάδι απόκοσμη λευκότητα/αλλόφρονες φιγούρες,/πυρίκαυστες πνοές,/δεμένες μ’ αλυσίδες σχήματος σταυρού, /σέρνονται ωχρές./Κάγκελα εμπρός τους/ κάγκελα εντός τους.//Ω! στο μυαλό τους/ εκρήγνυνται ήλιοι/ερεβώδεις οι σκέψεις, θολές οι ματιές/πυγολαμπίδες στη νυχτιά.//Το μολύβι μένει εκεί /στο έλεος τέχνης δήθεν ποιητικής.
Ο καταλυτικός στίχος στο παραπάνω ποίημα είναι: Τα μάτια τους θύελλα… σπέρνουν στα μάτια μου, καθώς ο αντικυκλώνας αυτής της θύελλας είναι η βαθύτερη ουσία της ποίησής της.
Η ποιήτρια παρατηρεί, αφουγκράζεται, συναισθάνεται συγκινείται βαθιά από τους τροφίμους της έκτης πτέρυγας, μα δεν στέκεται μόνο σε αυτό. Ας μένει το μολύβι αμήχανο και ασάλευτο. Στις επανειλημμένες επισκέψεις της, η τέχνη της ποίησης θα γίνει αντικαθρέφτισμα αυτών των πλασμάτων με τον πολύπλοκο ψυχισμό, τη διαρκή ακροβασία στο κενό, τη χειροπιαστή και τόσο πολύτιμη ευθραυστότητα τους, όπως διαφαίνεται καθαρά στο ποίημα «Επισκεπτήριο» (σ. 41) …Οι τρόφιμοι άνθη παραφροσύνης/ σέρνουν φαντάσματα,/ χαμένοι στου μυαλού την παράδοξη ρουτίνα… στο αιώνιο δέντρο της παραφροσύνης.
Σε μεγάλο μέρος της συλλογής ο αναγνώστης θα ανακαλύψει κοινούς τόπους της ποίησης και της τρέλας, που αποτελούν τις κυριότερες εκδοχές της προαιώνιας και ακατάλυτης ανάγκης του ατόμου για συνάφεια με τον κόσμο. Εκφράζουν την οδύνη της ύπαρξης, την πολύπλοκη και συχνά ανεκπλήρωτη σχέση με τον εαυτό και τον Άλλον. Συναντάμε λοιπόν την παραφροσύνη μέσα από την ποίηση αλλά και την ποίηση της παραφροσύνης. Ατόφια, ακατέργαστη και απαστράπτουσα είναι αυτή η ποίηση. Τους στίχους που εκστομίζει το πάσχων μυαλό που φυσικά αντιπροσωπεύει και το πάσχων σώμα θα τους ζήλευαν πολλοί ποιητές. Το παράδοξο εδώ λειτουργεί όχι μόνο υπέρ του ποιήματος, αλλά επιδρά λυτρωτικά στους δικούς μας φόβους, απαλύνοντας και τη δική μας υπαρξιακή αγωνία.
Η ποιήτρια αποθησαυρίζει την εμπειρία της με τον κόσμο του παράδοξου και του άλογου, φωτίζει τον δυναμισμό, την κίνηση και τη θεατρικότητα της τρέλας, με το διακριτό ανεπιτήδευτο ύφος της που συνδυάζει την πρωτοπρόσωπη αφήγηση, με διαλόγους και τις ζωντανές, παραστατικές εικόνες με παρηχήσεις, ασύνδετα και πολυσύνδετα σχήματα.
Όλοι γνωρίζουμε πως η ποίηση και η τρέλα πηγάζουν από τον ωκεανό του ασυνείδητου. Επιχειρούν να εκφράσουν αυτό που δεν μπόρεσε να υπεισέλθει στο Νόημα, στον Λόγο. Η ποίηση είναι ένα περίσσευμα λόγου, μια περιοχή τού ονείρου, της επιθυμίας, του φόβου της ενοχής μα και της πείνας για ομορφιά, της δίψας για ένωση με τη φύση και της μανίας για εκπλήρωση. Αυτό συμβαίνει σε αυτή τη συλλογή που παρακινεί τον αναγνώστη σε δεύτερη και τρίτη ανάγνωση για να κοιτάξει κατά πρόσωπο τα ποιήματα ενώ την ίδια στιγμή αφήνει χώρο για τις σιωπές, τα οράματα και τις χειρονομίες αυτών των «διαφορετικών» ανθρώπων, που πνίγηκαν απ’ την αθλιότητα της πραγματικότητας. Μέσω της ποίησης ξετυλίγεται το κουβάρι της κοινής μοίρας των εύθραυστων ανθρώπων, φτιαγμένο από σκούρα άραχλα νήματα και χρωματιστά κουρέλια. Η ποίηση είναι το ψυχικό καταφύγιο της Ψυχογυιοπούλου για να εκφράσει τον θρήνο και την αγωνία που κατανέμονται στη σχέση του ανθρώπου με τον χρόνο, τη βεβαιότητα του θανάτου, την απώλεια, τη μοναξιά μα την ίδια στιγμή είναι η παρηγοριά της, η αλήθεια της.
Σημαντικό κομμάτι της συλλογής αποτελεί η διαχείριση του ονείρου. Το όραμα, το όνειρο, η καταβύθιση στους λαβυρίνθους του ύπνου δίνουν έμπνευση και υλικό στο ποιητικό υποκείμενο για να δημιουργήσει εικόνες που στηρίζουν το ποίημα. Οι συμβολισμοί, οι συνειρμοί, οι παραληρηματικές εξάρσεις ακόμη και οι παιδικές φαντασιώσεις και φοβίες, οικειοποιούνται το ανέκφραστο και το άρρητο, όπως συμβαίνει στο ποίημα με τον χαρακτηριστικό τίτλο: «Μαύρος φιόγκος» (σ.21): Ρίχνω την πλερέζα./ Καθρεφτίζομαι./Αλλάζω./Το μαύρο φορώ τυρμπάν / εκείνο με τον φιόγκο πίσω//Αντιφέγγω θλιβερή γοητεία./ Φευγαλέα διακρίνω το παιδί/ μάτια σμιλεμένα με τρόμο/φιγούρα προαναγγελθέντος θανάτου./Αδιάλειπτη δοσοληψία./ Εμμονή παράταιρη στραφταλίζει.
Αυτό το μικρό, λιτό ποίημα δίνει τη δυνατότητα στον αναγνώστη ν’ αγγίξει έστω την ούγια της μαύρης κορδέλας που έπνιγε την παιδική ψυχή του ποιητικού υποκειμένου. Το ποίημα εντέλει αποκτά πανανθρώπινο χαρακτήρα και ειδικά στους σκοτεινούς καιρούς που ζούμε.
Η γλώσσα και τα εκφραστικά εργαλεία της Ψυχογυιοπούλου είναι μεταβαλλόμενα και εναρμονίζονται με την πολυπλοκότητα της ανθρώπινης ψυχής, τις απεριόριστες δυνατότητες και τις αποχρώσεις της. Η πολλαπλή χρήση εκφραστικών μέσων όπως προσωποποιήσεις, παρηχήσεις, μεταφορές, εμβληματικές υπερρεαλιστικές εικόνες γεμάτες αντιθέσεις, υποβάλλουν το ευμετάβλητο της ψυχικής διάθεσης των δρώντων και του ποιητικού υποκειμένου, οδηγώντας τον αναγνώστη σε συνειρμούς και χάσματα εξαιρετικά γόνιμα και δημιουργικά, όπως αποτυπώνεται στο ποίημα με τίτλο «Στοίβα λέξεων» (σ.77): Στοιβάζονται οι λέξεις,/ σε ασφυκτικές στιγμές./Το χαρτί χαράζουν /σαν θυμωμένες γάτες.//Καμιά φορά στίχοι/ αφήνουν χειμωνιάτικο χιόνι/ στο χαρτί.//Γράμμα το γράμμα,/ συλλαβή τη συλλαβή,/ καρφώνοντας/συνθέτουν «επιλύχνιο ευχαριστία», /τα δυσδιάκριτα όρια τρέλας και λογικής//παντοτινά υμνώντας.
Διάχυτα τα σύμβολα στην ποίησή της, στα οποία κυριαρχεί το σκοτάδι, η νύχτα, το κενό, η απουσία, το παραλήρημα και ακόμη καθετί που εκφράζει τη φθορά, τη διάλυση, την κατάρρευση σωματική και ψυχική. Οι άνθρωποι είναι παραμορφωμένες φιγούρες, τα φυτά γίνονται ξύλα αφυδατωμένα, τα νερά σάπια. Παντού η εικόνα της φθοράς και του θανάτου. Η ποιήτρια δεν ονομάζει τα πράγματα, αλλά εκφράζει τη σημασία που αυτά έχουν για την ίδια. Η Πωλλέτα Ψυχογυιοπούλου γράφει, συνεχίζει να γράφει, επιθυμεί να γράφει αφουγκραζόμενη τα λόγια του μεγάλου Οδυσσέα Ελύτη: «Η επιθυμία έχει μια πολύ ψηλή κορμοστασιά και στις παλάμες της καίει η απουσία. Η επιθυμία γεννάει το δρόμο της, όπου θέλει να περπατήσει».
⸙⸙⸙
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Ζωγραφική: ©Κώστας Παπανικολάου. Δείτε τα περιεχόμενα του δέκατου τρίτου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]