frear

Για τον «Νώε» του Παναγιώτη Χατζημωυσιάδη – γράφει η Κούλα Αδαλόγλου

Δίπλα στο τραγικό, η τρυφερότητα και η ελπίδα.
Ένας Νώε αφηγητής
Παναγιώτης Χατζημωυσιάδης, Νώε, εκδ. Κίχλη, Αθήνα 2024.

Θέλω να αρχίσω την «ανάγνωση» της νουβέλας του Παναγιώτη Χατζημωυσιάδη από το παραμύθι της γοργόνας. Ο αφηγητής, το πρόσωπο που έχει απομείνει μόνο στη βάρκα, αφηγείται στον σκύλο Παρασκευά – ή στον ίδιο του τον εαυτό. Η γοργόνα βιώνει την προδοσία από τον όμορφο πρίγκιπα και απελπισμένη βυθίζει στο στήθος της το μαχαίρι που θα τη μεταμόρφωνε από ψάρι σε κοπέλα. Οι δικοί της οργίζονται, οργίζεται η θάλασσα και δεν αφήνει τίποτα, τα καταπίνει όλα. Το παραμύθι βρίσκεται στο μέσον περίπου της νουβέλας και αντανακλά όλα τα συναισθήματα του αφηγητή-ναυαγού. Τον φόβο, την αγωνία, την απειλή του θανάτου, ίσως και την απογοήτευση, σαν προδοσία για την ανατροπή της ζωής του.

Αν ο Χατζημωυσιάδης ήθελε να γράψει έναν ακόμη Νώε, θα αφηγούνταν διαφορετικά. Αλλά εδώ ο στόχος είναι μια διαφορετική προσέγγιση στο θέμα της ολικής καταστροφής και στον αφανισμό των ζωντανών ειδών. Είναι μια πορεία εσωτερική, στην οποία, σταδιακά και συνειρμικά, ο ήρωας αναλογίζεται τους λόγους της καταστροφής, ενώ ταυτόχρονα αποζητά βοήθεια από τα διαβάσματά του, να του δώσουν κουράγιο. Λογοτέχνες, συγγραφείς, φιλόσοφοι γίνονται η συντροφιά του. Και μέσα από τη δική τους συνδρομή αντιλαμβάνεται καλύτερα τον κόσμο που έχει χαθεί, συνειδητοποιεί αιτίες, συγκεντρώνει, κατά κάποιον τρόπο, τις συλλογικές ευθύνες σε ένα πρόσωπο. Από την άλλη, η δική του επιβίωση, ενός ανθρώπου με τη συγκεκριμένη ψυχοσύνθεση, ίσως αποτελεί ελπίδα κάποιας σωτηρίας και μεταβολής.

Ο πρωταγωνιστής-ναυαγός είναι αφηγητής-ιστορητής. Αυτό εξηγεί και τον τρόπο που προχωρά η αφήγηση, τις εμβόλιμες σκέψεις και αναφορές. Έτσι, οι ρεαλιστικές παρατηρήσεις και περιγραφές εναλλάσσονται με τα παραμύθια και τις φανταστικές εικόνες. Οι εικόνες, που φτάνουν να γίνουν φριχτές, απαλύνονται από εμβόλιμα τρυφερά και λυρικά ιντερμέδια.

Είναι χαρακτηριστική στην πεζογραφία του Χατζημωυσιάδη η εναλλαγή του τραγικού με το λυρικό. Πιο έντονο παράδειγμα, το μυθιστόρημα Το χιόνι των Αγράφων, όπου η τρυφερότητα και η γλυκύτητα εμφανίζονται δίπλα στις τραγικές στιγμές. Θεωρώ το χαρακτηριστικό αυτό ένα πολύ δυνατό όπλο στην αφήγησή του. Στη συγκεκριμένη νουβέλα το κλίμα αυτό ταιριάζει πάρα πολύ στον αφηγητή-ιστορητή. Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή.

Καθώς η θερμοκρασία αυξάνεται, λόγω της κλιματικής αλλαγής, και τα νερά ανεβαίνουν, ο κεντρικός ήρωας-αφηγητής, που νιώθει την καταστροφή να πλησιάζει, κατασκευάζει μια βάρκα στην ταράτσα της πολυκατοικίας στην οποία μένει, εφοδιάζεται με αρκετά τρόφιμα μακράς διάρκειας και με νερό. Όταν η θάλασσα σκεπάζει τα πάντα, σώζεται με τη βάρκα και τις προμήθειές του. Σύντομα ένα σκύλος πηδά στη βάρκα. Στο κολάρο του γράφει το όνομα Παρασκευάς – έμμεση αναφορά στον βοηθό του Ροβινσώνα Κρούσου – στην ιστορία του Ροβινσώνα γίνονται και άλλες αναφορές μέσα στην αφήγηση. Μια νέα γυναίκα με το μωρό της προσπαθούν να σωθούν, και τους περισυλλέγει. Το μωρό και η γυναίκα γρήγορα θα χαθούν, ο Παρασκευάς όμως θα είναι εκεί, στο ιδιότυπο αυτό ταξίδι. Είναι φανερή η ταύτιση με τον Νώε, με το σκηνικό της καταστροφής και με τον ήρωα που επιβιώνει. Η διαφορά είναι ότι εδώ ο Νώε παλεύει με άλλον τρόπο για τη σωτηρία του. Η βυθισμένη πόλη του μοιάζει με λεκάνη, και γύρω της υψώνονται πέντε κορυφές από τόπους που προεξέχουν, βραχονησίδες που ίσως προσφέρουν τη σωτηρία στον ναυαγό. Θα μπορέσει ο Νώε της ιστορίας μας να βρει λιμάνι σε κάποια από αυτές;

Στο πρώτο μέρος της αφήγησης, όταν όλα μοιάζουν πιο εφικτά στην αναζήτηση ενός τόπου, τα παραμύθια, οι αφηγήσεις από την αρχαιότητα και την Αναγέννηση συντροφεύουν τη θαλάσσια μοναξιά. Τροφές και νερό υπάρχουν ακόμη. Ο σκύλος Παρασκευάς ένας πρόθυμος «ακροατής». Περισσότερο από μονόλογοι, οι αφηγήσεις θεωρώ ότι είναι απεύθυνση σε ένα φανταστικό ακροατήριο, όπως τότε, στις παραστάσεις του, κάτι που του δίνει προσωρινή διαφυγή από την τραγική θέση του και τον κρατά ζωντανό.

Από τη στιγμή που οριστικοποιείται η μοναξιά του, μετά τον θάνατο του μωρού και της γυναίκας και, το πιο σημαντικό, τελειώνουν τα τρόφιμα, το νερό έχει τελειώσει και οι ελπίδες μηδενίζονται, οι σκέψεις γίνονται εσωτερικοί στοχασμοί. Η ανάκληση των όσων μελέτησε και γνώρισε ο ήρωας γίνεται ένα νήμα που του δίνει τη δύναμη να συνεχίσει, και να ζήσει. Η πραγματική πορεία του είναι στο ίδιο σημείο, αλλά αρχίζει η έντονη εσωτερική πορεία. Ακόμη και να τα αφηγείται φωναχτά, στην ουσία είναι πλέον εσωτερικός μονόλογος. Ένας ολόκληρος πνευματικός πολιτισμός που του δίνει λόγο ύπαρξης. Εκεί που η λογική τέμνεται με το παραλήρημα και τις ψευδαισθήσεις, ο ταλαιπωρημένος άνθρωπος νιώθει την ευθύνη να διασώσει κάτι από όλα αυτά. Η ευθύνη αυτή μεταφράζεται στην πρωταρχική ανάγκη για επιβίωση. Η προσέγγιση που επιλέγει ο Χατζημωυσιάδης στο θέμα μιας γενικής καταστροφής, το σημείωσα και πιο πάνω, δεν μπορούσε παρά να είναι βήμα βήμα ο βασανιστικός φιλοσοφικός αναστοχασμός. Ταυτόχρονα με τη συναίσθηση ευθυνών, καταχρήσεων, προδοσιών από τον άνθρωπο στην κοινωνία και στη φύση, η συνειδητοποίηση ενός πλούτου που δεν πρέπει να χαθεί. Παράλληλα επίσης με την καθημερινότητά του που γίνεται οδυνηρή και δυσβάσταχτη, με τη ζωή που κρέμεται από μια κλωστή, με τον ορίζοντα που κλείνει. Οι λέξεις κάποτε, λέει ο αφηγητής, αδυνατούν να εκφράσουν όσα συμβαίνουν, αιμορραγούν και πεθαίνουν. Αλλά είναι οι λέξεις πάλι που τις περισσότερες φορές φέρουν τη δύναμη της αντοχής, της μνήμης, της επιβίωσης.

Αν κάποιες μέρες πριν τον συντρόφευε σε φανταστικές βόλτες και παιχνίδια η μικρή γοργόνα, τώρα, στην πολύ δύσκολη ώρα, συνεπιβάτες-μνήμες στη βάρκα έρχονται οι Μοντιλιάνι, Ροβεσπιέρος, Καντ, Γεώργιος Γεμιστός ή Πλήθων, Λεονάρντο Ντα Βίντσι, Χέγκελ, Χέλντερλιν… Αλλά κανείς δεν ανοίγει διάλογο μαζί του, μονόλογος η δική του φωνή.

Συχνά ήρθε στον νου μου το ποίημα του Σεφέρη «Αργοναύτες» [1], κυρίως για την απέλπιδα κωπηλασία, που δεν έχει τέλος.

Ήτανε καλά παιδιά οι συντρόφοι, δε φωνάζαν
ούτε από τον κάματο ούτε από τη δίψα ούτε από την παγωνιά,
είχανε το φέρσιμο των δέντρων και των κυμάτων
που δέχουνται τον άνεμο και τη βροχή
δέχουνται τη νύχτα και τον ήλιο
χωρίς ν’ αλλάζουν μέσα στην αλλαγή.[…] Οι ψυχές τους έγιναν ένα με τα κουπιά και τους σκαρμούς
με το σοβαρό πρόσωπο της πλώρης
με τ’ αυλάκι του τιμονιού
με το νερό που έσπαζε τη μορφή τους.

Βέβαια, εδώ ο ήρωας δεν είναι υποταγμένος, αντιστικτική λοιπόν από εκεί και πέρα η σχέση με το ποίημα, και ειδικότερα με τον τελευταίο στίχο:

Κανείς δεν τους θυμάται. Δικαιοσύνη.

Εδώ γι’ αυτή τη μνήμη παλεύει ο ναυαγός, με αίσθημα δικαιοσύνης.

Συνειρμικά επίσης αναφέρομαι στη νουβέλα του Μιχάλη Μακρόπουλου, Θάλασσα [2], όπου η κλιματική μεταβολή οδήγησε στο λιώσιμο του παγετώνα στη Γροιλανδία, συνέπεια της οικολογικής καταστροφής, και η θάλασσα σκέπασε τα πάντα. Αλλά στη θάλασσα θα αναζητήσουν καταφύγιο όσοι επιβιώνουν, το κορίτσι ας πούμε που πρωταγωνιστεί. Η θάλασσα σύμβολο, της καταστροφής αλλά και μιας πιθανής αναγέννησης.

Όπως κι εδώ. Η σιωπή, η απεραντοσύνη της δίνουν στον ήρωα τη δυνατότητα να κοιτάξει μέσα του. Αλλά την ίδια στιγμή τού δίνουν και την ελπίδα ενός αγκυροβολήματος, της σωτηρίας. Και την πιθανότητα να υπάρξει ένας άλλος κόσμος, περισσότερο συμβατός με όσα στοχάστηκε ο ήρωας.

Η προσέγγιση της πέμπτης βραχονησίδας κάνει πιο εφικτό το όνειρο αυτό. Οι ελπίδες του ανθρώπου, που πριν από λίγο είχε απελπιστεί και περίμενε πως η ζωή του θα τελειώσει, αναπτερώνονται.

Με παρορμητισμό και έκδηλη χαρά, φαντάζεται πως το καλύτερο μπορεί να δημιουργηθεί από την αρχή. Ονομάζει το νησί Ου Τόπο, ο ίδιος γίνεται Ούτις, φανεροί οι συμβολισμοί. Αφιερώνει στον κόσμο που έρχεται ένα ποίημα του Ντίλαν Τόμας και ένα διήγημα του Βιζυηνού, συνεπής στην πίστη του ότι μέσα από τις αξίες του πολιτισμού θα γίνει η επανεκκίνηση της ζωής.

Κι ύστερα με τον Παρασκευά θα οδοιπορούμε ολημερίς εξερευνώντας τα ενδότερα σκοτάδια. Αναζητώντας αποικίες πτηνών και ζώων και κυρίως πρωτόγονες φυλές ανθρωποφάγων. Όχι για να τις εξημερώσουμε. Ούτε για να τις μελετήσουμε επιστημονικά. Μόνο για να διδαχτούμε απ’ αυτές την τεχνική της φωτιάς. Εκφωνώντας τους για αντίδωρο ένα ποίημα του Ντίλαν Τόμας και ένα διήγημα του Γεωργίου Βιζυηνού. Ώστε υπό την αδιαφορία, την ανοχή ή τη συμμετοχή τους να συστήσουμε έναν άλλο ρεαλισμό δίχως στυγνούς ορθολογισμούς και μια άλλη ανθρωπότητα δίχως βαρβαρότητες, μεσαίωνες και κρεματόρια. (σ. 74)

Η αφηγηματική ικανότητα του Παναγιώτη Χατζημωυσιάδη έχει εξαιρετική δύναμη. Οι λέξεις, είτε περιγράφει είτε στοχάζεται είτε αφηγείται, βρίσκουν καίρια τον στόχο τους. Σε ένα κείμενο στο οποίο «Ο χρόνος δεν έχει χρόνο», καταφέρνει, μέσα σε λίγες σελίδες, να μεταδώσει στον αναγνώστη την έντονη ανησυχία για ό,τι μπορεί να συμβεί στο άμεσο μέλλον. Και ένα σφίξιμο στο στομάχι για τις ευθύνες του κάθε ατόμου. Ο Παναγιώτης Χατζημωυσιάδης γράφει μια ιστορία κοινωνικής και πολιτικής έγνοιας, με την οπτική της ελπίδας ότι δεν χάθηκαν όλα, αν αλλάξουν ορισμένες – πολλές – παράμετροι στην ανθρώπινη βούληση και συμπεριφορά, τώρα στο παρόν όμως, όχι μελλοντικά.

Σημειώσεις

1. Γιώργος Σεφέρης, «Αργοναύτες», από τη συλλογή Μυθιστόρημα, Ποιήματαεκδ. Ίκαρος, Αθήνα 1974 (ένατη έκδοση), σ. 46-47.

2. Μιχάλης Μακρόπουλος, Θάλασσα, εκδ. Κίχλη, Αθήνα 2020.

⸙⸙⸙

[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Δείτε τα περιεχόμενα του δέκατου τρίτου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]

Σε λίγο καιρό κοντά σας με νέο ηλεκτρονικό τεύχος στο mag.frear.gr

Mag.frear.gr – Τα ηλεκτρονικά μας τεύχη