Ελένη Ηλιοπούλου-Ζαχαροπούλου, Ένα δεμάτι όνειρα, Οι εκδόσεις των φίλων, Αθήνα 2024.
Η Ελένη Ηλιοπούλου-Ζαχαροπούλου, η τιμημένη ποιήτρια το 1994 από τη Γαλλική Ακαδημία με το βραβείο «Lutèce», το 1997 από τον Φιλολογικό Σύλλογο «Παρνασσός», το 2005 από την Ακαδημία Αθηνών και πολλές ακόμα φορές, επανέρχεται στην ποιητική σκηνή με τη νέα ποιητική της συλλογή, με τον τίτλο Ένα δεμάτι όνειρα, προσθέτοντας μία ακόμα έκδοση στο πλούσιο έργο της, ποιητικό και δοκιμιακό (πέντε μελέτες), αυξάνοντας τις εκδόσεις της σε δεκαπέντε. Ανάμεσα σε αυτές είναι και η μετάφραση ποιημάτων της από τη συλλογή Αμοιβαία Μετάθεση στα Σλοβενικά από τον Σλοβένο Ελληνιστή ποιητή και Καθηγητή Φιλοσοφίας Korazd Kocijancic και η δίγλωσση μετάφραση στα Ελληνικά- Αγγλικά των συλλογών Υφαίνοντας άνεμο (που τιμήθηκε και από την Ακαδημία Αθηνών) και Βεβαιότητες που λιγοστεύουν από τον αγγλόφωνο πολυτάλαντο ποιητή και μεταφραστή, ανάμεσα σε πολλά άλλα, Γιάννη Γκούμα που έχει μεταφράσει πολλούς Έλληνες ποιητές στο εξωτερικό.
Η Ελένη γεννήθηκε στα Τρόπαια της Γορτυνίας -Αρκαδίας και σπούδασε Δασκάλα στην Παιδαγωγική Ακαδημία Τριπόλεως. Είναι μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων, της PEN GREECE, του Κύκλου Ποιητών και της Εθνικής Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών. Είναι μια ευγενική και γλυκιά Κυρία που γνώρισα κάποτε στην ταράτσα του Πόλις Αρτ Καφέ, όταν τα Σάββατα συναντιόμασταν η παρέα από το περιοδικό Φρέαρ που διηύθυνε και διευθύνει πάντα ο ποιητής Δημήτρης Αγγελής και ανταλλάσσαμε απόψεις και ιδέες για την ποίηση και την τέχνη γενικά. Η Ελένη ήταν πάντα εκεί. Το Πόλις Αρτ Καφέ δεν είναι πια εκεί, έκλεισε και σχεδόν δεν ξαναβρεθήκαμε, η Ελένη απομακρύνθηκε, ο κορωνοϊός έκανε καλά τη κακή του δουλειά κι έμεινε το τηλέφωνο για την επικοινωνία μας.
Κι όμως, η ήσυχη εξωτερικά Κυρία, ανήσυχη εσωτερικά, επανήλθε με ένα δεμάτι όνειρα στην αγκαλιά της, όπως δείχνει και το εικαστικό που κοσμεί το εσώφυλλο του βιβλίου της του Γ. Βαρλάμου Το παιδί με τα στάχια. Το παιδί του Βαρλάμου είναι φτωχό, μιας άλλης εποχής, η Ελένη, όμως είναι μια αρχόντισσα. Και αν τα στάχια είναι τόσα όσα μπορεί να κρατήσει ένα παιδί, εκείνη κράτησε πολύ περισσότερα και, νάτην τώρα, με όλη τη σοδειά να μας προσφέρει τα στάχια της που ποτέ δεν έπαψε να μαζεύει, τα όνειρα που ποτέ δεν έπαψε να κάνει και να βλέπει και να γράφει. Η ζωή την τίμησε με μια ωραία οικογένεια και με ένα σημαντικό έργο.
Επιλέγει για μότο της συλλογής της στίχους από τη Σαπφώ: μνάσασθέ τινα φαμί και ύστερον αμμέων / Κάποιος θα μας θυμάται κι εμάς στο μέλλον και το αφιερώνει στη λατρεμένη εγγονούλα που απέκτησε, την Ελένη-Ταξιαρχία. Ταξιαρχία από τον Ταξιάρχη τον Αρχάγγελο, Ταξιαρχούλα και η μικρή, σαν εκείνη τη «Θεούλα» του Οδυσσέα Ελύτη.
Αγαπητέ αναγνώστη, μη ρωτάς γιατί τα γράφω όλα αυτά κι ακόμα δεν μπήκα στο προκείμενο. Τα γράφω για να την καλωσορίσω και πάλι στη συντροφιά μας από την οποία έλειψε.
Φυλλομετρώ τη συλλογή και μαζεύω τα στάχια της, τα όνειρα της, και είναι πολλά. Η Ελένη Ηλιοπούλου-Ζαχαροπούλου γεννήθηκε έτοιμη ποιήτρια από την πρώτη της συλλογή, όπως είπε ο γνωστός κριτικός και συγγραφέας Δημήτρης Νικορέντζος. Ωστόσο, αυτό ήταν πριν από πολλά χρόνια και έκτοτε έτρεξε πολύ νερό στο αυλάκι, πολλές συλλογές και κριτικά δοκίμια γράφτηκαν και δημοσιεύτηκαν κι ο λόγος ο πυκνός και μεστός και ζεστός, πύκνωσε και μέστωσε και ζεστάθηκε ακόμα περισσότερο. Ακολουθεί μοντέρνα ελεύθερη γραφή, δεσμευμένη όμως πάντα στις βαθιές ουσιαστικές αρχές της και τις Μεγάλες Ουσίες.
Η ποίηση της Ελένης είναι εικαστική και βαθιά στοχαστική. Μας στέλνει σε τοπία που εκτείνονται στα πέρατα της μνήμης, ό,τι σ’ αυτήν έχει αποθηκεύσει και ό,τι από αυτήν μπορεί να ανασύρει στην επιφάνεια, τη στιγμή /που αιχμαλωτίζει την αιωνιότητα/…/για το ελάχιστο και το μέγιστο. Η Ποίηση / Ουράνιο τόξο ιδεατό, / φωτίζει με άλλα χρώματα / το αίνιγμα του κόσμου. Είναι μια ποίηση γεμάτη αγάπη και ευγνωμοσύνη για ό,τι της έτυχε καλό –η οικογένειά της και η θέση της στην ποίηση– αλλά και συμφιλιωμένη με όποιο δεινό και αντίξοο. Το μικρό κοριτσάκι που είχε βρει μια φωλιά στο δέντρο κι ανέβαινε για να διαβάζει ποιήματα, σήμερα κάθεται σε θρόνο, τιμημένη και τριγυρισμένη από αγαπημένα πρόσωπα· μια μικρή νεραϊδούλα και την ποίηση. Με το ουράνιο τόξο πάνω από το κεφάλι της σαν άλω βλέπει πιο βαθιά εκείνα που πάντα είχε στο νου και πάντα της βασάνιζαν τη σκέψη. Ο απολογισμός είναι αναμενόμενος, οι «Αναδρομές» στο παρελθόν κι αυτές μέσα στο πλαίσιο. Η πίστη της ακλόνητη ότι πάντα θ’ απομένει / ένα κομματάκι γης / για το ταπεινό χορταράκι,/ που φυτρώνει στη σχισμή άγονου βράχου… Αυτή η γη που φιλοξενεί αυτό το χορταράκι, όπως τον αμάραντο του δημοτικού τραγουδιού ή το κυκλάμινο του Γιάννη Ρίτσου, είναι εδώ και μέσα στο ποίημα και είναι η πατρίδα μας. Άγονη φαινομενικά και γόνιμη από μέσα. Φτενό το χώμα για να ρίχνουμε ρίζες βαθιές. Δεν είναι τυχαίο πως, ενώ κοιτάζει μια άδεια «Κορνίζα», εκείνη, λες και είναι σε κινηματογραφική οθόνη, ανοίγει το πλάνο έξω και το γεμίζει με κάμπους με τριφύλλια με έναν θάμνο, έναν βράχο, ένα δεητικό βουρκωμένο βλέμμα του Πέτρου στον πίνακα του Θεοτοκόπουλου, έναν έρωτα και αφήνοντας το έξω τοπίο, στρέφεται μέσα της και βλέπει Με μια τραγική αγάπη, όπως του όντος. Με το ον, / που είναι ο σκοπός /κι η περίληψη / της Δημιουργίας.
Η Ελένη περιδιαβαίνει τους αποθησαυρισμένους χώρους της και επανανοηματοδοτεί τις έννοιες, «περηφάνεια και απελπισία/ ανθούν μαζί». Μας προτρέπει θετικά: Το παρελθόν ενώνει τον χώρο / με περασμένο χρόνο/ και μας πληγώνει./ Κι η συνείδηση ιερή… Νιώσε την ιερή σύνοψη/ του σύμπαντος κόσμου-/περ’ απ’ το ζύγιασμα του νου.
Κλείσε τα μάτια σου /να δεις το φως/ που μέσα τους κατοικεί./ Να δεις την κρυμμένη αλήθεια…/ Χαιρέτησε το φως τη μάνα γη,/ τους ανέμους, τον εαυτό σου./ Φίλησε τη ζωή. /Για το κρυμμένο φως τίποτα μα τίποτα,/ δεν είναι μάταιο.
Η Ελένη Ηλιοπούλου-Ζαχαροπούλου στοχάζεται, αξιολογεί αλλιώς τα πράγματα, τραβάει τις ίνες του σύμπαντος και ξανά Υφαίνοντας άνεμο, κοιτάει την άλλη πλευρά του ορίζοντα, βλέπει τον χρόνο που επιστρέφει, σαν ουροβόρος όφις που θα δαγκώσει την ουρά του και η οδός άνω και κάτω του Ηρακλείτου, η παλίντονος ή παλίντροπος αρμονία, θα έχει διαγράφει την τροχιά της και ο κύκλος θα έχει ολοκληρωθεί. Τα ίχνη θα σβήνουν, οι βεβαιότητες θα λιγοστεύουν και όλα θα παίρνουν τη θέση τους στο μέγα σύμπαν.
Η «παλίντονος αρμονία» κρατεί την ισορροπία στις εντάσεις…
Έτσι απλά, απερίφραστα,/ δίχως όνομα. / Ένα πέρασμα από το «ού τις»/ στο φως!/ Χωρίς νίκη και χωρίς ήττα.
Θα λέγαμε εδώ πως η ποιήτρια μας θυμίζει εκείνον τον αναπάντητο προβληματισμό ή ρητορικό ερώτημα σχετικά με τον άνθρωπο: «Μην είναι αυτό που μεταδίνει τη ζωή;» που έθεσε απαισιόδοξα ο βαρύθυμος Γιώργος Σεφέρης. Ναι ο άνθρωπος είναι το «πέρασμα», ο «ού τις», ο άγνωστος κανένας που θα αναλωθεί στο φως. Είναι συχνή και αρχαίας ελληνικής καταγωγής αυτή η αναφορά στο φως πάλι και πάλι. Στο φως, στην ήλιο, στον Θεό. Έτσι απλά και φυσιολογικά, χωρίς να αφήσουμε ίχνη, χωρίς όνομα, «επάμεροι»/ εφήμεροι, όπως είπε ο Πίνδαρος στο μότο του ποιήματος και «σκιάς όναρ», δηλαδή τίποτα. Αναλωμένοι από το φως αποχωρούμε ή επιστρέφουμε.
Στο ποίημα με τον τίτλο «Αγάπη», έχω την αίσθηση ότι η Ελένη έχει αξιοποιήσει όλη τη γνώση από το Άσμα Ασμάτων αλλά και από την Προς Κορινθίους επιστολή του Αποστόλου Παύλου. Τα δύο αυτά μνημειώδη κείμενα μεταγράφει στα δικά της ποιητικά μέτρα και εκφράζει τη βαθιά σχέση της με τη ζωή και τον άνθρωπο προσθέτοντας τη μεταμορφωτική της πινελιά.
Ένα χαρακτηριστικό σ’ αυτή τη συλλογή είναι ότι πολλοί στίχοι της θα μπορούσαν να αυτονομηθούν από το περιβάλλον του ποιήματος και να διεκδικήσουν μια δική τους ξεχωριστή παρουσία, γιατί ο λόγος είναι συχνά αποφθεγματικός, λιτός και πάντα άρτιος· παραδείγματα:
Στο βάθος των απλών πραγμάτων το ουσιώδες υπολανθάνει…
Δύο αιωνιότητες/ Δομίνικε./ Αγάπη-Τέχνη./Κι εσύ,/ μίλησες με τον Θεό…
Αγαπώντας τον άνθρωπο αγαπάς την ανθρωπότητα …
Τέλος του κάθε κύκλου ό Θεός …
Η ψυχή σου κι η μουσική του δυόσμου η μόνη πραγματικότητα…
Να βλέπεις τη Δημιουργία στον ασήμαντο σπόρο…
Η ποίηση της Ελένη Ηλιοπούλου-Ζαχαροπούλου ήταν και είναι ένα γλυκό σαν άγγιγμα φτερού χάδι, ένα απαλό φως σαν χνούδι, μια συμφιλίωση με τη μεγάλη μητέρα, με όλες τις αντιξοότητες, τους «αντίρροπους δρόμους», τους «ενάντιους ανέμους», με τον «ανώφελο φθόνο», με τη «σκουριά στην επιφάνεια του τίποτα» με τη ζωή, που όλοι επιστρέφουμε και εκείνη Με φως και σκοτάδι μ’ ένα κλωνάρι δυόσμο / στα χειμερινά της χέρια επιστρέφει.
Έζησες κι αυτό είναι πολύ μεγάλο
Ναι έζησε και ζει ΚΑΙ δημιουργεί κι αυτό είναι ακόμα πιο μεγάλο!
Στο εξώφυλλο του βιβλίου της, ένα ελαφάκι με το κεφάλι ψηλά σαν να ευγνωμονεί τον Θεό και τα δυο μπροστινά του πόδια στο αέρα, τρέχει να προλάβει τον καιρό. Τρέχει με όχημα έναν αμφορέα του 520 π.Χ. που βρίσκεται στο Μουσείο του Λούβρου στο Παρίσι, απολαμβάνοντας την αιωνιότητά του…
Να με θυμάσαι
Είμαι του ανέμου και της θύελλας.
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Φωτογραφία: ©Shirley Baker (1968). Δείτε τα περιεχόμενα του δέκατου τρίτου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]