Τζένη Καραβίτη, Κυρία Santé, Ενύπνιο, Αθήνα 2024.
Στην πρώτη της ποιητική συλλογή Κυρία Santé, η Τζένη Καραβίτη φαίνεται πανέτοιμη να διαχειριστεί τα θέματα που επιλέγει ακολουθώντας έναν δρόμο ποιητικής έκφρασης χαμηλότονο, εξομολογητικό, σχεδόν προζαϊκό κάποιες φορές, θεατρικό ή αποστασιοποιημένο άλλοτε, με υποδόριες κλιμακώσεις και αυξομειούμενες τονικότητες, με παύσεις, κορυφώσεις και αποσιωπήσεις. Στη γραφή της, σε ελεύθερο στίχο, εκτός από μία εξαίρεση (στο ποίημα «Συνάντηση»), αναδεικνύεται το μη ειπωμένο, το άρρητο ή το συμβολικά εκπεφρασμένο ως η μεγάλη αλήθεια που μπορούμε να αφουγκραστούμε, να εντοπίσουμε ανάμεσα στους στίχους της και να φέρουμε στο φως μέσα από τη δική μας ανάγνωση, μέσα από τη δική μας πρόσληψη, μέσα από τη δική μας νοητική και συναισθηματική κινητοποίηση. Αυτό μας κάνει συνδημιουργούς, συμπάσχοντες και συμμέτοχους.
Η συλλογή αποτελείται από 33 ποιήματα, τα οποία καλύπτουν ένα εύρος θεμάτων που περικλείουν πολλές εκδοχές της ανθρώπινης κατάστασης. Η φωνή του ποιητικού υποκειμένου ‒η φωνή μιας γυναίκας σχεδόν σε όλες τις περιπτώσεις, ίσως η Κυρία Santé του ομώνυμου ποιήματος, μια περσόνα ανεξάρτητης, ερωτικής, πολιτικά σκεπτόμενης, κοινωνικά ευαίσθητης και συγχρόνως ευάλωτης γυναίκας‒ καθορίζει εκλεκτικά τα θέματά της, αλλά και καθορίζεται συγχρόνως από αυτά σε ένα διαρκές δούναι και λαβείν, που συντελείται, θαρρείς, μπροστά στα μάτια του αναγνώστη. Αυτή είναι, θα έλεγα, και η πρώτη μεγάλη αρετή των ποιημάτων. Βιώματα, συναισθήματα, καταστάσεις και αναμνήσεις αναβαπτίζονται κάθε στιγμή στη μεγάλη δεξαμενή της συλλογικής μνήμης και της Ιστορίας, εκείνης που έχει γραφτεί αλλά και εκείνης που γράφεται κάθε στιγμή, έτσι που το πολιτικό γίνεται προσωπικό και το προσωπικό πολιτικό, συνδεδεμένα μεταξύ τους με αδιάρρηκτο τρόπο. Για παράδειγμα, ο έρωτας συναντά την πολιτική στο ποίημα «Αγάπες». Αχ, αυτές οι αγάπες μου! / Ζωγραφισμένα γράμματα στα πανό / μιας εργατικής Πρωτομαγιάς στην οδό Σταδίου… Ή η ανεμελιά του παιδικού καλοκαιριού συναντά το κοινωνικό και το πολιτικό πλαίσιο μιας εποχής, ενώ ακούγεται από ένα ραδιόφωνο το τραγούδι «Στου γιαλού τα βοτσαλάκια», μην ξεστρατίσει και φτάσει μέχρι τη μουριά / εκείνη η φωτιά που βρέχει / στη στράτα του Στράτου Διονυσίου, / δεν ανησυχούν μη και βρεθούν ξαφνικά / μέσα στο τρένο Γερμανίας Αθηνών, / στις φάμπρικές της Γερμανίας και στου Βελγίου τις στοές, / δεκάρα δεν δίνουν τι θα πει / «έκτοτε τα ίχνη του χάνονται» / και πόσο μακριά να είναι απ’ τη μουριά άραγε / η υπηρεσία αναζητήσεων του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού… Επίσης η γιορτή των Χριστουγέννων και όσα γεννά ως συναισθήματα συνδέεται με το αφιλόξενο παρόν για τον ξένο, τον πρόσφυγα, τον κυνηγημένο στο ποίημα «Χριστούγεννα Φιλοξενίας Προσφύγων». Σήμερον γεννάται / ανάμεσα σε καδρόνια σήποντα, / σκουριασμένα καρφιά, σαμπρέλες χάσκουσες, / στην αδέσποτη άσφαλτο / πλάι σε σόμπες-ντενεκέδες. Ακόμη και τα τοπία δεν είναι μόνο αυτό που βλέπουμε, είναι και όσα έχουν εγγραφεί πάνω τους μέσα στο πέρασμα των χρόνων, τα ιστορικά γεγονότα που τα έχουν χρωματίσει ή, αντιθέτως, αποχρωματίσει, όπως συμβαίνει στο ποίημα «Πρέσπες (Counter memory)»: Ήσυχα θα κοιμούνται / τις αφέγγαρες νύχτες / οι λίμνες / φανταζόμαστε. / Δεν άκουσαν ποτέ ‒κι αν άκουσαν δεν ξέρουν τι θα πει‒ φυλακή, εξορία, παράδοση, έξοδος, απαγόρευση εισόδου. Τα τοπία θαρρείς υπάρχουν ή αναδιατάσσονται κάτω από την προσωπική μας ματιά μέσα στα ποιήματα της Καραβίτη, με γνώση και μνήμη και έτσι εντάσσονται στις μεγάλες σελίδες όχι μόνο του συλλογικού συνειδητού, αλλά και ανοίγουν πόρτες και περάσματα για το συλλογικό ασυνείδητο. Άλλοτε η ιστορική μνήμη ορμά καταιγιστικά στο παρόν με τυχαίες αφορμές, όπως είναι ένα έργο τέχνης στο ποίημα «Πλατινένιο Ιωβηλαίο», όπου μέσα στην γκαλερί Tate Modern, σε έναν μεγάλο πίνακα ‒λάδι σε ξύλο, / 1245 x 3075 x 70 mm‒ αναβιώνει η σκηνή εκτέλεσης του Νίκου Μπελογιάννη και των συντρόφων του. Τρία νεκρά σώματα στη γη / ανοιχτή βεντάλια, / παραμορφωμένα εξπρεσιονιστικά / ημίγυμνα μέλη, / αντρικά, / αποκαθηλωμένα ‒ πίσω τους οι σταυροί; / Σπασμένα ξύλα βαρελιού και φύλλα λαμαρίνας, / πόδια, χέρια, δάχτυλα ανοιχτά. Ή όπως στο ποίημα «Απορία», όπου η δημιουργός συναντάει το πρόσωπο που Μες στο κελί εσύ έμπαζες κρυφά γεύσεις και μυρωδιές, / οράματα θαυματουργά, / γάλα που βράζει, θαλασσινό αλάτι, / πικραμύγδαλα, κορόμηλα άγουρα, / η Ελένη μαζεύει ελιές και γελάει, / πράσινο αγουρόλαδο / εσύ του σκούπιζες το δάκρυ; Η Ελλάδα του χτες εισχωρεί στο σήμερα, απαιτώντας από τον αναγνώστη να μην ξεχνά, να είναι παρών μέσω της μνήμης.
Σε άλλα ποιήματα η αποκρυπτικότητα, η λεπτή ειρωνεία και το μη ρηθέν, το κενό ανάμεσα στις λέξεις ή στους στίχους κατέχει καίρια θέση. Σε αυτές τις περιπτώσεις ο αναγνώστης μπορεί να κινητοποιηθεί ψυχοσυναισθηματικά και να συμπληρώσει τα κενά ή να αποκρυπτογραφήσει τα λεχθέντα κάνοντας τη δική του ανάγνωση του ανείπωτου και λειτουργώντας με αυτό τον τρόπο ως συνδημιουργός. Στο ποίημα «Σπουδή στον Harold Pinter» το ποιητικό υποκείμενο περιγράφει μια κατάσταση μέσω διαδοχικών εξαιρέσεων πραγμάτων (εξαιρέσεων ή υπογραμμίσεων τάχα;), που σκιαγραφούν μέσα από τους στίχους ‒και κυρίως μέσα από τις παύσεις και τα κενά‒ βαθιά ενσυναίσθηση και πόνο για τον πόνο των άλλων, αποσιωπώντας ίσως, και ταυτοχρόνως τονίζοντας, τον εσωτερικό πόνο και την προσωπική ερημιά του ίδιου, απευθυνόμενο, όπως αποκαλύπτεται στον τελευταίο στίχο, στη μητρική μορφή: Εκτός από αυτό, / αυτό που κρύβεται / στην καρδιά του κυκλάμινου, / που ξενυχτάει στα μάτια του ξένου, / που δραπετεύει / στο δρολάπι, / που κουρνιάζει / στα έρημα καρνάγια, / που αφουγκράζεται / στα έγκατα της απόγνωσης, / εκτός από αυτό, / ουδόλως συντρέχει / λόγος ανησυχίας, μαμά.
Με έναν λεπτότατο σαρκασμό η ποιητική φωνή απευθύνεται στη Σελήνη, στο ομότιτλο ποίημα, περιγράφοντάς τη σαν ένα μωρό εννέα ημερών που παίζει μακρόθεν / και εκ του ασφαλούς. Μακρόθεν και εκ του ασφαλούς / πολύ θα το ‘θελα κι εγώ / να περιπαίζω τα σκοτάδια, / πυγολαμπίδες να σκορπώ στο παγωμένο χιόνι, / τις λίμνες να ραίνω ασημόσκονη, / στις αϋπνίες όνειρα-κουφέτα να μοιράζω, απογυμνώνοντάς τη έτσι από τον λογοτεχνικό της μύθο και τις όποιες ρομαντικές αναφορές, κατεβάζοντάς τη στη συνθήκη τού εδώ και τώρα, του γειωμένου αγώνα και του καθημερινού κάματου, αποζητώντας σε πραγματικές συνθήκες τη συμμετοχή της στα τεκταινόμενα της ζωής, που σκορπιέται αδόκητα σε ένα παιχνίδι σικέ με τον χρόνο.
Η παιδικότητα και οι αναμνήσεις δεν είναι μόνο παρελθόν και ανακαλούμενος βιωμένος χρόνος, αλλά και παρόν, το οποίο η ποιήτρια το αντιμετωπίζει με το αθώο βλέμμα ενός παιδιού ή θέτοντας τους όρους ενός μετωνυμικού παιχνιδιού, όπου παραλλάσσει και μετακινεί την πραγματικότητα, για να συνυπάρξει μαζί της, όπως στο ποίημα «Ποτέ». «Δεν υπήρξαμε ποτέ μαζί», μου λες. / Κι εγώ το παίρνω αγκαλιά το Ποτέ, / πλένω το ιδρωμένο του μουτράκι, / χτενίζω τα μαλλάκια του, / το ντύνω ρούχα καθαρά, / καινούργια παπουτσάκια, / το πιάνω από το χέρι / και βγαίνουμε μαζί σεργιάνι. Και άλλοτε εκείνο το παιδί που κρύβει βαθιά μέσα της θέλει τόσο πολύ να δει τον κόσμο ανάποδα Ανάποδα τα τραπέζια κι οι καρέκλες στην πλατεία, / ανάποδα το σιντριβάνι / με τα παχουλά αγγελούδια, / ανάποδα τα σπίτια, οι αυλές, τα κεραμίδια, / τα πιάτα, τα ποτήρια, / τα γραμμένα, / όλα ανάποδα! («Ο κόσμος ανάποδα»).
Τα ποιήματα της Τζένης Καραβίτη πραγματεύονται με ποικίλους τρόπους τις απώλειες, από την απώλεια ανθρώπων και πραγμάτων μέχρι την απώλεια του έρωτα, της μνήμης και του χρόνου. Έτσι εκτός από την ερωτική απώλεια (π.χ. στο ποίημα «Κοινή συναινέσει»), Μυρωδιά νοτισμένης σκόνης / και ληγμένης λαχτάρας, / δυο μάσκες / απ’ το καρναβάλι της Βενετίας / στον τοίχο, / ένα καράβι μεσοπέλαγα / μισοτελειωμένο / σε καβαλέτο. / Ηλεκτρικό, νερό τηλέφωνο κομμένα / «Υπό κατεδάφιση» κοινή συναινέσει. / Αριθμός αδείας 24513, υπάρχει η απώλεια της ζωής («Γιατί δεν καθαρίζω πια τη φακή») Κάθομαι στο τραπέζι / ‒το βλέμμα καρφωμένο στη φακή‒ / ψάχνω κι εγώ ξεστρατισμένους σβόλους / και πώς να κάνω το άρρητο ρητό, / πως ο μεγάλος της ο γιος, / ο άντρας μου, / ‒ο μικρός δεκάξι χρόνια τώρα / μια ασπρόμαυρη φωτογραφία «Τάξις Στ΄» / στο κομοδίνο της‒ / ο μεγάλος της ο γιος λοιπόν / δεν θα καθίσει στο τραπέζι / σήμερα μαζί μας. / Ούτε αύριο. / Ούτε ποτέ. Υπάρχει η απώλεια της παιδικότητας, όπως μέσα από τον αποχωρισμό με μια κούκλα (στο ποίημα «Θερινό σινεμά») Καλά έκανες κι έφυγες, Μαρία! / Κι άμα καμιά φορά γυρίσεις απ’ την Αυστραλία, / να μου μιλάς κρυφά τις νύχτες αυστραλέζικα, / να νανουρίζουμε μαζί το σκότος. Όλες αυτές οι απώλειες όμως δεν είναι αποδοχή του πεπρωμένου, δεν είναι μοιρολατρία και θρήνος, είναι κατάφαση στη ζωή με έναν πυρήνα ανατροπής και υπονόμευσης, που καραδοκεί ανάμεσα στους στίχους. …‒μια μαυροφόρα / χορεύει ζεϊμπέκικο‒ / και μια λυγίζει το κορμί στο χώμα / και μια υψώνεται στον ουρανό. / Δέηση κάνει, / να γυρίσει ο κόσμος ανάποδα, λέω μέσα μου / και την κοιτάζω που ζυγιάζεται σαν σκοτεινό περιστέρι («Ανάποδα»).
Σε πολλά ποιήματα η διακειμενικότητα βρίσκει τις καλύτερες στιγμές της, εκεί όπου ο Χάρολντ Πίντερ συναντά τον Ελύτη και τα λαϊκά τραγούδια και οι αναφορές στους ομηρικούς και τραγικούς ήρωες ενώνονται με τα έργα του Τενεσί Ουίλιαμς και του Λόρκα. Έτσι το σύμπαν της Τζένης Καραβίτη διευρύνεται κι εμείς έχουμε κάποια επιπλέον κλειδιά στα χέρια μας για να προσεγγίσουμε τα ποιήματά της. Για παράδειγμα, στο ποίημα «Προσευχή» «Τα θεμέλια μου στα βουνά» /«Τα θεμέλια μου στα βουνά» / «Τα θεμέλια μου στα βουνά» / προσεύχομαι / άριστοι να ’ναι οι οιωνοί ‒όπου γίνεται μια αναφορά στο Άξιον εστί του Ελύτη‒, αν προσθέσουμε τους στίχους που ακολουθούν και τα βουνά σηκώνουν οι λαοί στον ώμο τους / και πάνω τους η μνήμη καίει / άκαυτη βάτος, έχουμε το πλαίσιο μιας οικουμενικής πορείας του ανθρώπου μέσα στην ιστορική συγκυρία για να κατανοήσουμε το ποίημα, το οποίο παίρνει πλέον μια πολιτική διάσταση.
Η Κυρία Santé λοιπόν, αν και η πρώτη συλλογή της Τζένης Καραβίτη, μας βάζει στα βαθιά νερά του ποιητικού λόγου, εκεί όπου η κοσμοθεωρία, τα διαβάσματα, τα συναισθήματα και οι ατομικές εμπειρίες της δημιουργού ‒με τη χρήση πρόσφορων λογοτεχνικών μέσων‒ ενώνονται με το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον μας ως ενεργών αναγνωστών και ως εν δυνάμει υποκειμένων της Ιστορίας· μιας ιστορίας που απαρτίζεται από ό,τι κουβαλάμε ως άτομα, από ό,τι μας χαρακτηρίζει ως ατελή όντα τα οποία πάσχουν και αναζητούν σε αυτό τον αντιφατικό και σύνθετο κόσμο και μέσα από τη λογοτεχνία την ψυχική ανάταση, τη συν-ταύτιση και την τελείωση.
⸙⸙⸙
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Ζωγραφική: ©Olga Kopeleva. Δείτε τα περιεχόμενα του δωδέκατου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]









