frear

Για το «Μετείκασμα» του Σωκράτη Καμπουρόπουλου – γράφει ο Σταμάτης Πολενάκης

Η εφήμερη αιωνιότητα της εικόνας
Σωκράτης Καμπουρόπουλος, Μετείκασμα, εκδ. Θράκα, Λάρισα 2024.

Ο Σωκράτης Καμπουρόπουλος είναι ένας άνθρωπος των γραμμάτων και ποιητής που αντίθετα στο ρεύμα της ανυπομονησίας και της βιασύνης που διακατέχει πολλούς, περίμενε να φθάσει στην έκτη δεκαετία της ζωής του για να δει την ποίησή του να εκδίδεται. Η πείρα, η γνώση του και το ποιητικό ένστικτο που διαθέτει συγκεντρώθηκαν όλα σ’ αυτό το πρώτο μικρό βιβλίο του με τον παράξενο και κάπως αινιγματικό τίτλο Μετείκασμα. Όταν έμαθα ότι το βιβλίο ετοιμαζόταν να κυκλοφορήσει, εξομολογούμαι ότι το πρώτο πράγμα που μου ήρθε στο μυαλό ήταν ο αγαπημένος παππούς μου Σταμάτης Πολενάκης, ο οποίος, πολλά χρόνια πριν, τον προηγούμενο αιώνα και συγκεκριμένα στις αρχές της δεκαετίας του 1970, είχε εκδώσει ένα, δυσεύρετο σήμερα, χιουμοριστικό βιβλίο που ονομαζόταν ΦΧΨ2. Στον πρόλογο του βιβλίου αυτού, ο παππούς Πολενάκης με το δαιμόνιο χιούμορ το οποίο τον χαρακτήριζε και τον βοηθούσε ν’ αντιμετωπίζει τα πράγματα της ζωής, έγραφε τα εξής:

Είμαι ένας από τους λίγους Έλληνες που δεν είχε εκδώσει ποτέ βιβλίο. Αλλά κάλιο αργά παρά ποτέ. Νάτο και το δικό μου. Έτοιμο!

Εξομολογούμαι επίσης ότι παρά τις σχετικές μου σπουδές (κινηματογραφία) και τη μεγάλη μου αγάπη στην τέχνη του κινηματογράφου, παραμένω άσχετος και δεν ήξερα (ή δεν θυμόμουν καθόλου) τι ακριβώς είναι το «μετείκασμα». Στο λεξικό βρήκα έναν ορισμό, σύμφωνα με τον οποίο το μετείκασμα είναι ένα οπτικό αίσθημα που εξακολουθεί να υπάρχει για ένα δέκατο του δευτερολέπτου περίπου μετά την παύση του ερεθίσματος. Ας πούμε λοιπόν ότι πρόκειται για ένα είδος ψευδαίσθησης, αφού το μάτι εξακολουθεί να βλέπει έστω για ένα απειροελάχιστο διάστημα κάτι το οποίο δεν υπάρχει πλέον.

Η ψευδαίσθηση αυτή είναι η βάση και το θεμέλιο όχι μόνο της οπτικής τέχνης του κινηματογράφου αλλά και της ποίησης και της τέχνης ολόκληρης, αφού η τέχνη δεν είναι παρά μια διαρκής αναπόληση αυτού που έχει χαθεί από τα μάτια μας και τελικά, του ίδιου του Θεού που δεν υπάρχει πια ή που δεν υπάρχει ακόμα. Και τι σημαίνει τελικά η έννοια δέκατο του δευτερολέπτου και πως ακριβώς να τη συλλάβουμε; Μπαίνουμε εδώ σιγά σιγά μέσα στο μυστήριο του χρόνου. Είναι ένα απειροελάχιστο διάστημα και όμως τόσο και ακόμα λιγότερο διαρκεί η ανθρώπινη ζωή, αν τη σκεφτούμε με όρους αιωνιότητας. Ένα δέκατο του δευτερολέπτου δεν είναι τίποτα και ταυτόχρονα είναι η ίδια η αιωνιότητα. To see a world in a grain of sand, μ’ άλλα λόγια, να βλέπεις τον κόσμο ολόκληρο μέσα σ’ έναν κόκκο άμμου όπως γράφει κάπου ο Ουίλλιαμ Μπλέηκ. Ήδη λοιπόν ο τίτλος και μόνο του βιβλίου μάς οδηγεί σ’ ένα σωρό σκέψεις.

Το βιβλίο είναι ένας συνεχής διάλογος με άλλα βιβλία, με αγαπημένους συγγραφείς και ποιητές και στο βάθος υπάρχει έντονο το στοιχείο της θάλασσας. Η πανάρχαια θεότητα της θάλασσας από την Οία μέχρι τη Βαλτική και ο ίδιος ο Χριστός που γεμίζει τα δίχτυα των ψαράδων με ψάρια. Όλα αυτά δημιουργούν ένα παράξενο και αινιγματικό τοπίο, κάπως απόκοσμο. Ένα τοπίο που σημαδεύεται από διαρκείς αντιθέσεις, για παράδειγμα φωτιά-νερό, φως-σκοτάδι. Ένα τοπίο στο οποίο, όπως λέει ο ίδιος, οι λεμονιές διαρκώς ανθίζουν και ο χρόνος επαναλαμβάνεται.

Υπάρχει, αισθάνομαι, μέσα στο βιβλίο κάτι σαν μια κρυφή επίκληση στη χαμένη καλοσύνη του κόσμου, επίκληση που σε κάποια σημεία αποκτά μια έννοια σχεδόν θεολογική. Για παράδειγμα ένα από τα ποιήματα του βιβλίου ονομάζεται «Τέχνη τοπίου» και είναι αφιερωμένο στον ερημίτη της Πάτμου Αμερικανό ποιητή Ρόμπερτ Λαξ και ξεκινά έτσι:

κύκλος της γης
κύκλος φωτός

αρχή φωτός
αρχή σκότους

Και αλλού, μικρές παραβολές που ονομάζονται έντεκα στάσεις, μιλούν για τη φωτιά και θυμίζουν τους σκοτεινούς χρησμούς του Ηράκλειτου. Ένα μικρό παράδειγμα:

To φως κάτω απ’ τα ξύλα που καίγονται, κάτω απ’ τα κάρβουνα που ροδίζουν, δεν προέρχεται από μια συγκεκριμένη πηγή: είναι φως του Αλάστορα, του Κάτω κόσμου.

Θα ήθελα να τελειώσω αυτό το μικρό κείμενο με την αναφορά σ’ ένα άλλο ποίημα, ένα από τα ωραιότερα, κατά τη γνώμη μου, του βιβλίου, που έχει τον τίτλο «Στέρνα». Εδώ μου φαίνεται ότι πρώτα απ’ όλα συναντάμε την εικόνα ενός κόσμου που χάνεται και μιας Ελλάδας που δεν υπάρχει πια, επειδή το πρόσωπό της έχει τόσο παραμορφωθεί από το οξύ της υποτιθέμενης προόδου και της στρεβλής ανάπτυξης που πια δεν αναγνωρίζεται. Μια πρόοδος και μια ανάπτυξη που περνά πάνω από τις ζωές μας σαν οδοστρωτήρας «τσακίζοντας κρέατα και κόκαλα», όπως λέει κάπου αλλού ένας παλιότερος ποιητής μας. Οι λόγοι και οι υπεύθυνοι αυτής της παραμόρφωσης είναι πολλοί αλλά αυτό είναι μια άλλη συζήτηση που δεν χωρά εδώ. Επίσης η θεολογική επίκληση που διαπνέει ολόκληρο το βιβλίο και είναι ταυτόχρονα και μια επίκληση στη μελαγχολική ομορφιά του κόσμου, φτάνει σε μια κορύφωση και συγκινεί βαθιά:

Όταν με το καλό
φτάσαμε στην απέναντι ακτή
λευκές πέτρες
μας περίμεναν
μια εκκλησιά ζωγραφισμένη
στο βράχο

Στο Αμμούδι της Οίας, ξαφνικά
το ηλιοβασίλεμα
όταν ο μπάτης γύριζε σε γαρμπή
«είναι παράξενο σημάδι» είπε κάποιος
«υπάρχει κίνδυνος οι άντρες που ʼχουν
βγει
να δυσκολευτούν να γυρίσουν
μέσα στη νύχτα»

Σου ήρθε στο νου
η ιστορία του Χριστού
που γέμισε τα δίχτυα με ψάρια.

⸙⸙⸙

[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Ζωγραφική: ©Dmitry Luchinin. Δείτε τα περιεχόμενα του δωδέκατου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]

Σε λίγο καιρό κοντά σας με νέο ηλεκτρονικό τεύχος στο mag.frear.gr

Mag.frear.gr – Τα ηλεκτρονικά μας τεύχη