Παναγιώτης Χατζημωυσιάδης, Νώε, εκδ. Κίχλη, Αθήνα 2024.
Η νουβέλα του πολυγραφότατου και βραβευμένου συγγραφέα Παναγιώτη Χατζημωυσιάδη Νώε είναι ένα συγκλονιστικό αφήγημα, αφού μεταφέρει τον αναγνώστη σε μια δυστοπική, οριακή συνθήκη επιβίωσης και μάλιστα οριακή όχι μόνο για το άτομο, δηλαδή τον ήρωα, αλλά και τον τόπο ίσως και τον πλανήτη συνολικά. Ο μοναχικός ήρωάς του, που δεν έχει όνομα και μάλιστα στο τέλος κατακτά το μη όνομα αυτοβαφτιζόμενος «Ούτις», που βεβαίως παραπέμπει ευθέως στον Ομηρικό Οδυσσέα, αναγνωρίζοντας μια κοινή μοίρα, καθώς και οι δυο παραδάρθηκαν στα κύματα και σε εχθρικό περίγυρο απομένοντας μόνοι, κωπηλατεί ασταμάτητα για πάνω από δύο μήνες προσπαθώντας όχι απλώς να επιβιώσει, μα κυρίως να βρει μια διέξοδο στεριάς και προοπτικής για το βασανισμένο, πλην υπεύθυνο γι’ αυτά τα βάσανα, ανθρώπινο γένος.
Ο ίδιος, έχοντας εγκαίρως αντιληφθεί την επικινδυνότητα της κατάστασης και ενώ οι άλλοι επαναπαύονταν σε πολυδιαφημισμένα προστατευτικά έργα, που γιορτάζονταν εν είδει εμποροπανήγυρης, κατασκευάζει υπομονετικά και μεθοδικά μια ανθεκτική βάρκα, προμηθεύεται τα απαραίτητα για να επιβιώσει κάμποσο διάστημα μέσα στη θάλασσα και, όταν μια μέρα η πόλη του βυθίζεται, είναι σε θέση να επιπλεύσει και να κωπηλατήσει επί μακρόν με συντροφιά έναν σκύλο, που πηδά στη βάρκα του, ήδη βαφτισμένο Παρασκευά, παραπέμποντας μοιραία στον Ροβινσώνα Κρούσο, έναν επίσης αρχετυπικό μοναχικό ναυαγό, πρόσκαιρα και μια μητέρα με το μωρό της, αλλά κυρίως με τη μνήμη του ανθρώπινου πολιτισμού, όπως αυτή έχει συντηρηθεί ως καταγραφή της ανθρώπινης σκέψης, με τα σπουδαία έργα των διανοητών, λογοτεχνών, διαφωτιστών, τα οποία κατά καιρούς ανακαλεί και αφηγείται εκ νέου, όντας άλλωστε και επαγγελματίας παραμυθάς – αφηγητής – ιστορητής, όντας και προφανώς αφηγητής της νουβέλας. Έτσι, παρελαύνουν μέσα στην αφήγηση είτε ονόματα συγγραφέων είτε κείμενα, όπως ο μύθος του Δευκαλίωνα, με τις προφανείς αναλογίες κατακλυσμού και τέλους του κόσμου, αποσπάσματα από αρχαίες τραγωδίες, ακόμα και παραμύθια, όπως η Κοκκινοσκουφίτσα και κυρίως η Μικρή Γοργόνα, που παρατίθεται ολόκληρη, αν και σκοπίμως παραλλαγμένη όσο και διδακτική (για τη διαρκή υπενθύμιση «να μην εμπιστεύεται τα λόγια, τις υποσχέσεις και τη δήθεν αγάπη των ανθρώπων», για την τιμωρία «ο βασιλιάς πατέρας της με ένα μεγάλο κύμα σκέπασε όλη τη στεριά απ’ άκρη σ’ άκρη, τον όμορφο πρίγκιπα και το βασίλειό του»), αλλά και βιβλικά κείμενα, όπως η ιστορία του Νώε, αφού η συσχέτιση μαζί του θα ήταν προφανής ακόμη και χωρίς τον τίτλο του βιβλίου. Εν προκειμένω, πάντως, η αναφορά στον Νώε είναι σαφής, ενώ μάλιστα η βάρκα παίρνει το όνομα «Κιβωτός», μολονότι εδώ δεν υπάρχει ούτε θεϊκή καθοδήγηση ούτε βέβαια πρόνοια για την επιβίωση άλλων όντων. Εδώ τα όντα που διασώζονται δεν είναι έμβια, είναι η μνήμη του πολιτισμού, είναι τα ονόματα όσων χάραξαν δρόμους στην τέχνη, την επιστήμη, τη σκέψη.
Η νουβέλα του Χατζημωυσιάδη δεν έχει, επίσης, κανένα μεταφυσικό αποτύπωμα, εξ ου και το δικό του σύμβολο της Πίστεως, που κατατίθεται, είναι αντίστροφο του χριστιανικού: «Πιστεύω εις έναν άνθρωπον άνευ εξουσίας και παντοκρατορίας … Προσδοκώ ανάστασιν ζωντανών. Και ζωήν του παρόντος χρόνου. Αμήν». Μα και τα παραμύθια του αντίστροφα κλείνουν: «Και δεν ζήσαν αυτοί καλά, αλλά ούτε κι εμείς καλύτερα».
Τα πουλιά στον ουρανό, τα ψάρια στη θάλασσα μοιάζουν να είναι τα μόνα που συνεχίζουν απρόσκοπτα τη ζωή τους στην άλλοτε κραταιά πόλη, με τα προάστια και τα πάρκα, την παραλία και τα βουνά, τις πολυκατοικίες και τις βίλες, τους μάλλον προειδοποιημένους τοπικούς άρχοντες και τους αμέριμνους κατοίκους, παραδομένους στη μακαριότητα, με τυφλή εμπιστοσύνη σε πολιτικούς και επιστήμονες, αδύναμους να διακρίνουν το επερχόμενο κακό. Η στάθμη της θάλασσας ανεβαίνει ραγδαία, τα φράγματα μοιραία σπάνε, ο καταποντισμός έρχεται. Θλιβεροί πνιγμοί συμβαίνουν παντού, πτώματα επιπλέουν ή βυθίζονται, λίγοι καταφέρνουν να καταφύγουν στα ψηλά, σε νησίδες πρώην κορυφές, ο κόσμος είναι πια ένας άλλος. Φαινόμενα αδιαφορίας και ατομισμού κυριαρχούν, ενώ και ο ήρωάς μας απομακρύνεται από κάποιους που εκλιπαρούν για βοήθεια, έχοντας αποφασίσει ότι τα συναισθήματα εμποδίζουν την επιβίωση, αν και στιγμές-στιγμές λυγάει από αυτά, άλλες περνά από ηθικά διλήμματα, αλλά συνεχίζει τη μοναχική πορεία του, με παλιές και καινούργιες επινοήσεις, αλλά και με την ανάγκη της επικοινωνίας, μιας βασικής ανθρώπινης ανάγκης, έστω και σε όχι άμεσο χρόνο, γράφοντας καθημερινά ένα είδος ημερολογίου που τοποθετεί σε μπουκάλια, τα οποία ρίχνει στη θάλασσα, ελπίζοντας κάποτε να βρεθούν, να διαβαστούν. Βιώνει την ελπίδα και την απελπισία, καθώς τα σημάδια ζωής λιγοστεύουν, φθάνει σε έσχατες αποφάσεις, όταν ό,τι κουβαλά μαζί του, μέσα του, μοιάζει να γίνεται ασήκωτο βάρος, που πρέπει να ριχτεί στη θάλασσα –μια ζωή χωρίς ανθρώπους.

Κάτω από τη νέα θάλασσα υπάρχει η παλιά ξηρά, ακόμα ορατά τα απομεινάρια της πόλης, των οικοδομημάτων, της καθημερινότητας. Κάτω από την απέραντη υδάτινη επιφάνεια ο ήρωας διακρίνει, φαντάζεται ή θυμάται τόπους και στιγμές της παλιάς του ζωής, αλλά και των αφηγήσεών του (η μια μάλιστα είναι η Οδύσσεια), τα παιδικά του χρόνια, τους φίλους και την για πάντα βυθισμένη ζωή του –τα πάντα ασάλευτα, σκεπασμένα από νερό: «το διαμέρισμα, το αυτοκίνητο, οι χώροι ψυχαγωγίας, όλοι οι γνωστοί, οι φίλοι κι οι συγγενείς μου έγιναν φωλιές για μαλάκια και χέλια στα βάθη της θάλασσας». Σύντομες επισκέψεις στην παλιά καθημερινότητα, μνήμες, αλλά κυρίως ένα ανελέητο παρόν, ένα σκοτεινό, πνιγηρό μέλλον λήθης.
Η έννοια του χρόνου τίθεται εξαρχής, μάλιστα είναι η εναρκτήρια λέξη, αφού πλέον η ανελέητα ευθύγραμμη πορεία, η χωρίς καμιά εναλλαγή, καμιά επετειακή έξαρση, κανένα σπάσιμο, διακοπή, στάση, γίνεται βάσανος. Ο ήρωας έρχεται από τον χρόνο και πηγαίνει στο άχρονο, παρότι το ημερολόγιο που κρατά με τον αυστηρό προσδιορισμό των ημερών μαρτυρά την ανάγκη για τα διαχωριστικά σημάδια, εισάγοντας και μια νέα χρονολογική έναρξη: «Μετά Καταποντισμόν».
Το ίδιο και περισσότερο τον βασανίζει η απουσία διαλόγου και επικοινωνίας, είναι εξόριστος της γλώσσας, μολονότι ο ίδιος διαρρηγνύει αυτή τη συνθήκη, πλην με φαντασιακό ακροατήριο, αφηγείται, αφηγείται, αλλά και αναπολεί αφηγήσεις, με το κοινό, το αναγκαίο για κάθε αφήγηση, η βασική συνθήκη της επικοινωνίας, όπως επί χρόνια τη βίωνε, το κοινό να συντονίζεται μαζί του, ν’ αναπνέει με την αναπνοή του, η μοιραία αλληλεπίδραση, καθώς εκείνος κουβαλούσε την ιστορία των ανθρώπινων αφηγήσεων από τον μάγο της φυλής μέχρι τη γιαγιά που λέει παραμύθια και τους πρωταγωνιστές της αρχαίας τραγωδίας («Με την πρώτη όμως λέξη άλλαξαν τα πάντα. Οι φθόγγοι γλίστρησαν μες στο σκοτάδι, τύλιξαν σαν γλώσσες φωτιάς τους τοίχους, τα καθίσματα, απλώθηκαν στο πάτωμα, γέμισαν όλες τις τρύπες της σιωπής. … εδώ ο ένας και μοναδικός πρωταγωνιστής είναι οι ίδιες οι λέξεις»). Έτσι ο ήρωας, που είναι και δεν είναι Οδυσσέας, γίνεται ένας Όμηρος, ένας ραψωδός, διά της απαγγελίας, η οποία συχνά αναφέρεται στο κείμενο, αλλά και διά της γραφής, από την οποία επίσης βλέπουμε αποσπάσματα.
Ο Νώε συνταράσσει τον αναγνώστη όχι μόνο γιατί προειδοποιεί με βίαιο τρόπο, με ανατριχιαστικά ρεαλιστικές εικόνες για τον οικολογικό κίνδυνο, μα και γιατί μεταδίδει ένα υπαρξιακό ρίγος που σκάβει βαθιά, παράφορα σαν τη θάλασσα, το μέσα μας. Είναι ένα βαθιά στοχαστικό έργο.
Το ότι είναι ένας μόνον ο χαρακτήρας, ο ήρωας, καθιστά το αφήγημα ακόμα πιο συγκλονιστικό, γιατί σε διαπερνά αυτή η υπαρξιακή μοναξιά, το ρίγος της ύπαρξης, με την πιο στενή και ταυτόχρονα την πιο ευρεία έννοια. Πολλές και λογικές οι παλινωδίες του, οι μεταβολές της διάθεσης, το τέλος και η αρχή είναι τόσο κοντά, η βύθιση και η ανάδυση, το βάρος το ασήκωτο της ανθρώπινης ιστορίας, της ανθρώπινης ύπαρξης.
Την ίδια ώρα η πίστη στον άνθρωπο διατρανώνεται όχι μόνο με το «Πιστεύω», αλλά και με την τελική επιλογή, που παρά τις παλινωδίες («τελικά το πιο μεγάλο λάθος ίσως να είναι ο ίδιος ο άνθρωπος»), παρά την αναγνώριση των μεγάλων σφαλμάτων, των καταστροφικών επιλογών, παραμένει ένα θαυμαστό είδος. Τον ζώνει η αντιφατική ιστορία της ανθρωπότητας, τα δεινά που προκάλεσε, τα θαύματα που κατάφερε, για να φτάσει να ξεκινήσει από την αρχή και με έναν νέο Πύργο της Βαβέλ, όπως ακριβώς έγινε και μετά τον κατακλυσμό του Νώε, να επανεκκινήσει τον κόσμο, που πρέπει να είναι καλύτερος («μια άλλη ανθρωπότητα δίχως βαρβαρότητες, μεσαίωνες και κρεματόρια»).
Εξίσου σημαντική, ωστόσο, είναι και η πίστη στη γλώσσα, στη μεγαλύτερη ίσως ανθρώπινη «εφεύρεση», σε μια εποχή μάλιστα που η μεταμοντέρνα συνθήκη τείνει να αμφισβητεί την ικανότητά της να απεικονίσει τον κόσμο, η υπεράσπιση της γλώσσας απέναντι στη μεταμοντερνιστική αποδόμηση, μολονότι υπάρχουν στιγμές που μοιάζει να προσχωρεί προς αυτήν: «Ας υπάρχουν όσο θέλουνε οι λέξεις, σκέφτομαι, ας αντέχουν σαν ήχοι και σαν γράμματα … όταν ανθίσταται η πραγματικότητα, κενούνται, χάνουν το νόημά τους, γίνονται άδεια τσόφλια, πληγές που αιμορραγούν…».
Δεν είναι τυχαίο ότι ο ήρωας είναι ό ίδιος ένας κατ’ επάγγελμα αφηγητής, ιστορητής, παραμυθάς. Μοιάζει μάλιστα σαν η απεγνωσμένη απόπειρά του να επιβιώσει και να ξαναστήσει τον κόσμο να επιτελείται ακριβώς στο όνομα της αφήγησης, κάτι σαν «ζω για να αφηγούμαι». Η ακροτελεύτια φράση, ειπωμένη σε χρόνο μέλλοντα, είναι αυτή: «Λέξη προς λέξη το μέλλον τους θα ιστορήσω. Αρχή αφήγησης με τίτλο Νώε». Γιατί, εντέλει, πρέπει να ζήσει και πρέπει να αφηγηθεί. Ένας «ου τόπος», και βέβαια ένας «ου χρόνος», ξεκινά να υπάρχει. Μια ιστορία ξεκινά να λέγεται.
Σε όλη τη διάρκεια της μακράς, ασθμαίνουσας, εμποδιζόμενης διαδρομής του στο νερό περισσότερο τρέφεται και ξεδιψά με αφηγήσεις παρά με πραγματική τροφή και νερό (ειδικά κατ’ ειρωνείαν το δεύτερο είναι πολύ δύσκολο να το εξασφαλίσει). Κι αυτό δεν γίνεται μόνον ως διεργασία μνήμης, αλλά γίνεται και ως πραγματική αφήγηση στο παρόν, μολονότι είναι σχεδόν ολοκληρωτικά μόνος. Ο σκύλος που συμπλέει μαζί του είναι ο βασικός ακροατής των ιστοριών και παραμυθιών του, που εκφωνούνται ολόκληρα ωσάν να έχει απέναντί του ένα πραγματικό πολυπληθές ακροατήριο, που κρέμεται από τα χείλια του, όπως συνέβαινε στην εποχή της κανονικότητας. Μα κι όταν χρειάζεται να ανακουφίσει τον πόνο της νεαρής μάνας, επιλέγει ν’ αφηγηθεί τον ελπιδοφόρο (;) μύθο του Δευκαλίωνα και της Πύρρας. Ακόμα και στον ύπνο του αφηγήσεις ονειρεύεται.
Αλλά και στον λυγμό των ζοφερών ημερών, στο αντίκρισμα της καταστροφής, στον καταποντισμό των πραγμάτων, των σπιτιών, των συνοικιών, σκέφτεται παρηγορητικά τις λέξεις, μολονότι αυτές δεν μπορούν πια να ανταποκριθούν στα σημαινόμενα: «αρκεί που είμαστε εμείς εδώ να εξακολουθούμε να τα λέμε δυτικά προάστια, να ανακαλούμε τις σχετικές μνήμες… Δεν παύουν να ανακουφίζουν οι λέξεις, ακόμη και όταν τις διαψεύδει με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο η πραγματικότητα».
Η γλώσσα παραμένει, ακόμα και τώρα, η ισχυρή δύναμη: «αλλά να που η ανάγκη της ποίησης εμφανίζεται ακόμη και στα πιο αφιλόξενα μέρη και μάλιστα μεγαλώνει όσο πιο ακραίες είναι οι συνθήκες».
Ο ήρωας, λοιπόν, πιάνεται από τις λέξεις σα να είναι σανίδες σωτηρίας στη θάλασσα, εκφωνεί εμβληματικά ονόματα, που διασώθηκαν με το έργο τους από την επέλαση του χρόνου, σα να εκτοξεύει φωτοβολίδες εντοπισμού, σκαρώνει φράσεις που μοιάζουν σημαδούρες ζωής, ξεδιπλώνει αφηγήσεις που γίνονται βάρκες διάσωσης.
⸙⸙⸙
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Ζωγραφική: ©Θανάσης Μακρής. Δείτε τα περιεχόμενα του δωδέκατου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]