Η ανθηρή της μνήμη
Μαρία Σαββάκη, Ο Α. Π., εκδ. Μελάνι, Αθήνα 2024.
Στην τελευταία της ποιητική συλλογή, με τον τίτλο Ο Ποιητής (Μελάνι 2021), η Μαρία Σαββάκη στο ερώτημα «τί είναι η ποίηση», απαντούσε, μεταξύ άλλων, με λόγο εύχαρι: «Μα ένας παιδικός λογαριασμός που θέλει / τακτοποίηση». «Μια κάθοδος ονειρική / στην οίηση». «Μια συνεχής και σπλαχνοβόρα / μεταποίηση». Και σε ένα δεύτερο ερώτημα «ποιο είναι το έργο του ποιητή» έδινε την απάντηση ότι ο ποιητής «εξορύσσει ένα κομμάτι από παλαιό / πόνο και το σμιλεύει» [1]. Στους στίχους αυτούς ανιχνεύονται, κατά την άποψή μου, οι σπερματικοί πυρήνες του νέου βιβλίου της ποιήτριας, του ποιητικού πεζογραφήματος («αφήγημα» το αποκαλεί με σεμνότητα η ίδια), με τον τίτλο o Α.Π.
Πρόκειται για πενήντα έξι αυτοβιογραφικές καταγραφές που εγκιβωτίζονται με εύτακτη αταξία στην αφήγηση της οικογενειακής ιστορίας και της ιστορικής περιόδου από την Αντίσταση έως τις μέρες μας. Στην προμετωπίδα του βιβλίου η άποψη του Eduardo Galeano («Για ποιον λόγο γράφει κανείς αν όχι για να μαζέψει τα κομμάτια του;») αποκαλύπτει τη συγγραφική πρόθεση και ανοίγει ήδη μια προοπτική ανάγνωσης. Πρόκειται, πράγματι, για «μεταποίηση»/μετάπλαση του ιστορικού χρόνου. για εξόρυξη και «σμίλευμα» πόνου παλιού. Έχει ενδιαφέρον τόσο ο πόνος αυτός όσο και ο τρόπος με τον οποίο μεταπλάθεται.
Η ποιήτρια, με συνεχείς αναχρονίες, μας ταξιδεύει «πίσω σε κάποιον χρόνο», εκεί που «οι γειτονιές έχουν τη βρύση στην άκρη του τετραγώνου και φρούτο είναι μόνο ό,τι φυτρώνει στην αυλή. Κορόμηλα και σύκα αν είσαι τυχερός, ίσως τίποτα τζιτζιφιές έξω απ’ τη μάντρα» (σ. 9). Την αρχαϊκή εικόνα ζωντανεύουν «τα αγριόπαιδα που βαράν με τις σφεντόνες», «το γρύλισμα του πηγαδιού», το χωρίς κότες κοτέτσι. Ο πόνος αναδύεται χαμηλόφωνος για την πεσμένη από την καταιγίδα στέγη, για τα πολλά βάσανα που «βρέχουν στις γειτονιές», για τα παιδιά που «τρέφονται με βρεμένο ψωμί και θρήνους». Αφαιρετικός και εξόχως ποιητικός ο τρόπος με τον οποίο φιλοτεχνείται η τοιχογραφία της Αντίστασης και της μετεμφυλιακής Ελλάδας.
Ο χρόνος εξελίσσεται. Στο άνυσμά του άλλα σπίτια, άλλες είσοδοι, άλλες θέες κατανεμημένες σε δεκαετίες ωρίμανσης. Στο κέντρο του χώρου και του χρόνου ο Α.Π. (ο «αριστερός πατέρας»), με την εφημερίδα διπλωμένη ανάποδα κάτω από τη μασχάλη του, με λυπημένο ειρωνικό ή τρυφερό βλέμμα. Κρατώντας τη μικρή του κόρη απ’ το χέρι πηγαίνει κάπου όπου δίνει ένα πάκο με χαρτιά. Αργότερα παίζει τάβλι στο καφενείο και «μηρυκάζει την ήττα με άλλους συμπαίκτες». Μαθαίνει ρώσικα κρυφά τη νύχτα και διδάσκει το τετράχρονο κοριτσάκι γραφή. Κινηματογραφικές εικόνες με γρήγορη εναλλαγή, «βιογραφήματα» (biographémes, όπως τα αποκαλούσε ο Ρολάν Μπαρτ) [2], επάλληλες απόπειρες να φωτιστούν οι ζωές των ανθρώπων, ψιχία του καθημερινού μικρόκοσμου μιας δραματικής εποχής.
Στον καμβά του χρόνου η ποιήτρια κεντά μια αληθινή άνοιξη που θάλλει με τα λουλουδάκια της, που στολίζει αυλές με αγριόχορτα, στολίζει επιταφίους και καμιά φορά σκαρφαλώνει στο πέτο του Πατέρα. Με σημαίνοντα αναμνηστικά τοπόσημα, όπως τα διάφορα νοσοκομεία (γιατρός η ίδια), με τον υπάλληλο της Χούντας να ψάχνει την τσάντα της στην είσοδο του πανεπιστημιακού νοσοκομείου, την ίδια να βλέπει στην είσοδο αυτή «το πρόσωπο της ζωής και της πατρίδας όλης». Ο Α.Π. βρίσκεται στην Εύβοια εκτίοντας ένα μέρος της ποινής του. Και η κόρη: «Τι κρίμα να είναι μικροαστός με καταγωγή από επαρχία και να μην έχουμε λεφτά να αυτοεξοριστούμε…» (σ. 16).
Στον ίδιο καμβά και άλλα νοσοκομεία και άλλα γεγονότα, μεταξύ των οποίων μια παιδική αγάπη που «φτεροκοπάει λυπημένη», ο έρωτας της κόρης για τα μυστήρια του εγκεφάλου, ο έρωτας αργότερα με την ψυχή, μνήμες από το εργαστήριο Νευρολογίας του Γιώργου Χειμωνά, πορείες σε θάλασσες και ηπείρους, επαναστάσεις, καινούργιοι πόλεμοι («σαν σπυριά στο σώμα του πλανήτη»). Αυτοβιογραφισμός που (φαινομενικά) αρκείται στα συνήθη και καθημερινά, στην ουσία μια εικονοκλαστική, λοξή ματιά στο παρελθόν, χειραγωγημένη και καλά υπολογισμένη. Κυρίως, ειρωνεία πικρή για το σήμερα, για τη «σκευή της ευμάρειας» που αφήνει η εικοσαετία ευρωπαϊκού φλερτ με το «ανήκομεν εις τη Δύση».
Στις προσωπικές αυτές ιστορίες παρεισφρέει ένα αδιόρατο μέρος του παρελθόντος, των πληγών, των κοινωνικών και ατομικών τραυμάτων μας. Ο Α.Π. γυρνώντας σήμερα από το γραφείο βρίσκει την κόρη να κλαίει κάτω από την κόκκινη αναρριχητική τριανταφυλλιά, «τραυματισμένη από ένα 6 (ναι 6, δηλαδή έξι) που της επιφύλαξε η δασκάλα επειδή αντιμίλησε όταν άκουσε ότι οι ‘κομμουνισταί’ σφάζουν με κονσερβοκούτια» (σ. 21). Η «μητριά πατρίδα» [3] εκδικείται, ο μετεμφυλιακός χώρος, ένα «ωραίο, φριχτό κι απέριττο τοπίον», όπως εκείνο του Καρυωτάκη [4], παίρνει άλλη μορφή στο πατρικό του γενέθλιου τόπου. Εδώ εξουσιάζει η γιαγιά που καθορίζει τη ροή των πάντων, επιτηρεί την παρθενία των κοριτσιών και τον καταναγκασμό του αργαλειού (σ. 22).
Αλλά στην αφήγηση «το μέλλον δεν έχει προβλέψιμη ύφανση». Η μνήμη αναδύεται ανεξέλεγκτη. Τώρα σταματά σ’ εκείνη την ανοιξιάτικη λαμπερή μέρα «που άρχισε μ’ έναν Ψεύτη Ήλιο, καλαματιανούς και τσάμικα στο ραδιόφωνο και στους δρόμους ένα παραζαλισμένο αραιό πλήθος» και «άνοιξε μια βραχώδη παρένθεση στην προσωπική ιστορία πολλών ανθρώπων (σ. 26). Ύστερα βρίσκεται στον Κερατόκαμπο, ανάμεσα σε γάτες που επαιτούν. Παρόντες συζητούν οι πατεράδες «φορτωμένοι με πιθανές ηρωοπραξίες, άλλοι έτσι, άλλοι αλλιώς». Τα αρμυρίκια «ακούν συμμετέχοντας στην κουβέντα με ελαφρές καταφατικές κινήσεις των κλαδιών που υπαγορεύει μια ελαφρά βορινή αύρα» (σ. 27).
Ύστερα ο Πατέρας ένα ξεθωριασμένο όνομα σκαλισμένο σε μια ξύλινη πόρτα. Εικόνες που αθροίζονται με «βασανιστική αταξία». Όπως η «κεκαθαρμένη πλέον από την επιστήμη» αριστεροχειρία του, η φαλάκρα που τον γλίτωσε απ’ το δίλημμα να χτενίζεται με τον τρόπο του Μαγιακόφσκι ή του Στάλιν, η εξορία του στην κωμόπολη όπου εκτίει τη μετάθεσή του, και όπου «ο ενθουσιασμός της επωδού κρέμεται ξεφτισμένος στον υγρό αέρα… …Ελλάς Ελλήνων…» (σ. 35). Την εικόνα του πατέρα έρχεται να συμπληρώσει η φωτογραφία, «το νερό της μνήμης», που τον απαθανατίζει στο πλάι μιας συκιάς με τη λύπη να εμφωλεύει στις ρυτίδες γύρω από τα μάτια του. Δούλεψε πολύ «για να μην κλέψει η φτώχεια την παιδική ηλικία των παιδιών του» (σ. 45).
Η τελευταία εικόνα της άναρχης ανάκλησης: ένας άμορφος γοητευτικός φόβος οδηγεί τον νεαρό Α.Π. στην υπεραισιοδοξία του κομμουνιστικού μικρού του μέλλοντος…» (σ. 55). Και η ψηφίδα που ολοκληρώνει το παζλ του βιοκειμένου της ποιήτριας: Ο Α. Π. είναι κλινήρης. Τον έχει σαρώσει ο χρόνος. Και δεν επιθυμεί να προσαρμόσει τον εαυτό του «σε μια επισκευάσιμη εκδοχή». Η τέχνη είναι εκείνη που θα τον διασώσει διά παντός από του χρόνου την καταδρομή.
«Τι προσδίδει στις προσωπικές ιστορίες μέγεθος ή παγκοσμιότητα;», διερωτάται η Μαρία Σαββάκη κλείνοντας την αφήγησή της. «Είναι δουλειά μου να μάθω και να θυμάμαι. Αλλιώς γιατί πολέμησες;», απαντά η ίδια στον Πατέρα, αποκαλύπτοντας μια ηθική και αισθητική στάση απέναντι στη διάσωση του φευγαλέου, έναν βαθύτατο σεβασμό στη μνήμη αλλά και στις νησίδες λήθης που αυτή εμπεριέχει, μια κατάφαση στη ζωή. Γιατί «γεμάτες οι πατρίδες του κόσμου με Α.Π.».
Η προσωπική μυθολογία, μέσα από την ευρύτητα της προοπτικής της ποιήτριας, μας καλεί σ’ ένα στοχαστικό ταξίδι προς τα μέσα και προς τα έξω, αποκτά οικουμενικότητα. Με εμπνευσμένες στιγμές, λιτή και εκφραστική πρόζα, με ποιητική αφήγηση, ωραίες εικόνες, καταλυτική ειρωνεία, άφθαστη λεκτική χάρη, χωρίς μελοδραματισμούς, χωρίς κραυγές και πολιτικά κηρύγματα, η τέχνη επωμίζεται τη μεταποίηση των βιωμάτων και των συναισθημάτων μας. Ή, αλλιώς, η ποιήτρια, όπως η ίδια έλεγε στον Ποιητή, αρπάζει στον αέρα την ανάμνηση, νετάρει την ψυχή της πάνω της, και ξάφνου η ανάμνηση ημερώνει, «κάθεται ήσυχα στο μολύβι της», παίρνει αυτό που της αξίζει, γίνεται τέχνη.
Σε μια εντελώς πρωτότυπη λογοτεχνική σύλληψη, με ευφυέστατα λογοτεχνικά τεχνήματα, συνεχόμενες εγκοπές στον χρόνο, σημαίνουσες εναλλαγές στον χώρο, τίτλους ευρηματικούς, η Μαρία Σαββάκη καταργεί τους διαχωρισμούς των ειδών. Ο λόγος της, που αφομοιώνει άλλους πολλούς λόγους (του Ρίτσου, του Χειμωνά, του Βιζυηνού, του Ελύτη, του Oliver Sacks) αναπτύσσεται συχνότερα στον παραδειγματικό άξονα της γλώσσας, οργανώνει, άρα, την αφήγηση ποιητικά και αντιρεαλιστικά. Πρόκειται για σύντομα κείμενα-πεζά ποιήματα που έχουν μεταναστεύσει και έχουν σφηνωθεί στη γραφή. για ένα απόλυτο κείμενο στο οποίο εξαντλούνται οι δυνατότητες της γραφής.
Η Μαρία Σαββάκη στον Α.Π. θεάται ποιητικά την ύπαρξη, «αιχμαλωτίζοντας δια παντός το αιώνιο μέσα από τις φευγαλέες όψεις του εφήμερου», όπως απαιτούσε ο Μπωντλέρ, μεγαλύνοντας το ταπεινό και καθιστώντας το μόνιμο ένοικο του κόσμου της τέχνης. Στην ανθηρή της μνήμη ζωντανεύει η σεπτή σκιά του «αριστερού πατέρα» στον οποίο παραχωρείται πλέον ένα δικό του δωμάτιο στα δώματα της λογοτεχνίας μας.
⸙⸙⸙
Σημειώσεις
1. Ο ποιητής-γλύπτης σμιλεύει τις εικόνες του
ανάλογα με τον καιρό. Στις αιθρίες η σμίλη
του είναι απαλή μουσική, στις βροχές ήπιο
δάκρυ, στις θύελλες δυνατή κραυγή, αν ο
χειμώνας παραταθεί, αλύχτισμα.
(Μαρία Σαββάκη, Ο Ποιητής, Μελάνι, Αθήνα 2021, σ. 18)
2. Βλ. Georges Perec, Σκέψη / Ταξινόμηση, Εισαγωγή-μετάφραση: Λίζυ Τσιριμώκου, Άγρα, Αθήνα 2005, σ. 15-16.
3. Μιχάλης Γκανάς, Μητριά πατρίδα, Κείμενα, Αθήνα 1981.
4. Γ. Π. Σαββίδης (επιμέλεια), Κ. Γ. Καρυωτάκης, Ποιήματα και πεζά, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 1995, σ. 110.
⸙⸙⸙
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Φωτογραφία: ©Gavin Bragdon. Δείτε τα περιεχόμενα του δωδέκατου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]