frear

Για το «Πλατεία Κλαυθμώνος» του Γιώργου Συμπάρδη – γράφει ο Βασίλης Χουλιαράς

Γιώργος Συμπάρδης, Πλατεία Κλαυθμώνος, εκδ. Μεταίχμιο, Αθήνα 2023.

Ο Γιώργος Συμπάρδης, στο τελευταίο του βιβλίο με τίτλο Πλατεία Κλαυθμώνος, ξεδιπλώνει μπροστά μας μια ιστορία μυστηρίου. Όχι, ο αναγνώστης δεν πρόκειται να διαβάσει για κάποιον ανεξιχνίαστο φόνο ή για κάποιο κόσμημα που έχει κλαπεί. Το μυστήριο έγκειται αλλού.

Στο βιβλίο του αυτό ο Συμπάρδης, επιλέγοντας την αφήγηση σε πρώτο πρόσωπο, συνθέτει έναν γρίφο ο οποίος αφορά τον αφηγητή αυτής της ιστορίας, μιας και καθετί που αναφέρει σκεπάζεται από μια αχλή, η οποία δεν καλύπτει μόνο εμάς, αλλά και τον ίδιο τον αφηγητή. Μια αχλή, την οποία εντείνει και ο ίδιος ο αφηγητής, καθώς ενώ μιλά και παραθέτει συνεχώς γεγονότα, στις κοντά διακόσιες πενήντα σελίδες του βιβλίου, την ίδια ώρα κρύβεται από τον αναγνώστη. Ελάχιστες φορές αποκαλύπτει τις σκέψεις και τα συναισθήματα που τον διακατέχουν και ελάχιστες φορές συμπεραίνει. Όπως άλλωστε αναφέρεται στο βιβλίο: «…Για ορισμένα πράγματα, ακόμα κι αν μας ρωτάνε, κανείς δε μας υποχρεώνει να απαντήσουμε, έχουμε το δικαίωμα να τα κρατάμε για τον εαυτό μας…». Εξού και το μυστήριο, μιας και απομένει σε εμάς να βγάλουμε τα όποια συμπεράσματά μας όσον αφορά σε τι περιβάλλον έχει μεγαλώσει ο αφηγητής, σε τι έχει διαμορφωθεί, και τι εντέλει είναι αυτό που τον κινεί να πράττει όπως πράττει. Ακόμα και το όνομά του δεν μας το αποκαλύπτει. Το μόνο στοιχείο που μας δίνει είναι ότι δεν λέγεται Γιώργος (ίσως εδώ να κρύβεται και μια ένδειξη από τον συγγραφέα πως ό,τι διαβάζουμε, παρόλο που γράφεται στο πρώτο πρόσωπο και ως εξομολόγηση, δεν αποτελεί κάποιου είδους αυτοβιογραφία του συγγραφέα).

Ο ψευτοΓιώργος —όπως ονομάζεται το πρώτο από τα τέσσερα μέρη του βιβλίου— μας εξιστορεί γεγονότα της ως τώρα ζωής του, μία πηγαίνοντας μπροστά, μία πίσω, πιάνοντας το νήμα της αφήγησής του χρονικά από όταν ήταν στην αρχή του δεύτερου έτους στη σχολή του, στη Νομική. Σε μια χρονιά μετάβασης, όπως ο ίδιος ο αφηγητής αναφέρει, στην ενηλικίωση και στο βύθισμα σε έναν άλλο κόσμο με άλλους κανόνες (η οποία συμπίπτει με το έτος εγκαθίδρυσης της χούντας των συνταγματαρχών). Ωστόσο για να ολοκληρώσει αυτή του τη μετάβαση είναι απαραίτητο να αντιληφθεί τι έχει συμβεί στην προηγούμενή του ζωή. Όπως αναφέρεται και στο ένα από τα δύο μότο του βιβλίου, και συγκεκριμένα στο απόσπασμα από το Τα τέκνα του πλοιάρχου Γκραν, ένα βιβλίο που όπως λέει ο αφηγητής το έχει διαβάσει, αυτοί που ανέλαβαν την διαπαιδαγώγηση του Τζον Μαγκλ, με τα χαρακτηριστικά που είχαν, θα τον έκαναν έναν τέλειο τζέντλεμαν. Έτσι ο ψευτοΓιώργος θεωρεί ότι πρέπει να μάθει περισσότερα τόσο για τη μητέρα του όσο και για τον πατέρα του —το δεύτερο και το τέταρτο μέρος της Πλατείας Κλαυθμώνος φέρουν τα ονόματά τους— όπως και για κάθε άλλον που, ηθελημένα ή όχι, έπαιξαν ρόλο στη διαπαιδαγώγησή του, όπως για παράδειγμα για τον φίλο των γονιών του, Bέργο ή τον κατοπινό εραστή της μητέρας του μετά το διαζύγιο των γονιών του, Θεόφιλο, θέλοντας να καταλάβει σε τι έχει διαμορφωθεί. Ακόμα κι αν το βιβλίο ξεκινά με μια περιπέτειά του αφηγητή, η οποία καταλήγει στη διερεύνηση της σεξουαλικής του ταυτότητας, που προφανώς και είναι σημαντική για τον κάθε άνθρωπο, αυτό δεν είναι το σημαντικότερο ζήτημα που τον απασχολεί, καθώς σκοπεύει σε κάτι σπουδαιότερο: να βρει γενικότερα το ποιος είναι.

Όμως αυτή του η έρευνα δεν είναι καθόλου εύκολη, αφού ο ψευτοΓιώργος μεγάλωσε σε ένα περιβάλλον όπου οι μεγάλοι κρατούσαν τα μυστικά τους κρυφά από εκείνον, λέγοντάς του μισόλογα ή αλλοιωμένες και επινοημένες ιστορίες. Κι αυτό δεν είναι κάτι που δεν γνώριζε, μιας και όπως δηλώνει, ποτέ του δεν ήταν απονήρευτος, αλλά ήταν σε νάρκη μέχρι το λύκειο. Ωστόσο έχει φτάσει ο καιρός επιτέλους να μάθει και όχι να υποψιάζεται. Έτσι, προσπαθώντας να μιλήσει για καταχωνιασμένες αλήθειες, μιας και υποψίες έχει μόνο, εξιστορεί τα όσα έχει ζήσει, ώστε να βγάλει και ο ίδιος μια άκρη, αλλά όπως είπαμε παράλληλα αποκρύβοντας και εκείνος, μιας και αυτόν τον τρόπο του έμαθαν και ίσως να μη μπορεί πλέον να εκφραστεί και αλλιώς.

Εντούτοις πολλά μυστήρια δεν λύνονται, τουλάχιστον όχι σε εμάς. Τι συμβαίνει με τους γονείς του; Ποιος είναι ο ρόλος του Βέργου, φίλου της οικογενείας; Γιατί αποτάχτηκε ο πατέρας του από τον Ναυτικό; Γιατί αργότερα χτύπησαν τον πατέρα του; Τι γύρευε ο Θεόφιλος στις τουαλέτες της Κλαυθμώνος; Σε άλλα είναι κάπως πιο εύκολο να βγάλουμε κάποια συμπεράσματα και σε άλλα μόνο υποπτευόμαστε.

Γενικότερα ο ήρωας, ή καλύτερα ο αντιήρωας του βιβλίου, μοιάζει αποξενωμένος από τη ζωή του και κρατά μια στάση αποστασιοποίησης από τα γεγονότα, λες και αυτά δεν τον αφορούν και η ζωή του είναι ξένη ή υπό δοκιμή. Ενώ με τη μικρότερή του Μιμή, κόρη του Θεόφιλου, η οποία παίζει σημαντικό ρόλο στην τωρινή του ζωή —έτσι άλλωστε ονομάζεται το τρίτο από τα τέσσερα μέρη του βιβλίου— παρόλο που και η ίδια είναι ένα παιδί που μεγαλώνει και αυτό δύσκολα σε μια δυσλειτουργική οικογένεια και είναι εμφανές πως της λείπει στοργή, και με την οποία ο ψευτοΓιώργος δημιουργεί μια πρώτη ερωτική σχέση έχοντας κάποιες μη ολοκληρωμένες ερωτικές περιπτύξεις, περισσότερο μοιάζει να τη χρησιμοποιεί παρά να τη νοιάζεται.

Ένα από τα κεντρικά θέματα του βιβλίου, όπως αναφέρθηκε και παραπάνω, είναι η σεξουαλική κατεύθυνση του ψευτοΓιώργου, καθώς ο ίδιος ενδεχομένως να ψάχνει να ανακαλύψει, αν και κατά πόσο μοιάζει του πατέρα του, για τον οποίο υπάρχουν υποψίες πως είναι αμφιφυλόφιλος, ενώ παρόμοιες υπόνοιες υπάρχουν και για τους άλλους δύο, πέραν του ίδιου του αφηγητή, σημαντικότερους ανδρικούς χαρακτήρες του βιβλίου, Βέργο και Θεόφιλο. Και αυτή η διερεύνηση λαμβάνει χώρα κατά την περίοδο της δικτατορίας, όπου η ομοφυλοφιλία όχι μόνο είναι ταμπού αλλά, ακόμα κι αν όχι επίσημα, διώκεται. Ούτως ή άλλως αυτή η περίοδος, που κανείς τότε δεν μπορούσε να ξέρει πόσο θα κρατούσε, αφήνει έντονο το αποτύπωμά της στον ψυχισμό του αφηγητή. Η ασφυξία που του προκαλεί, επιτείνει και τον τρόπο εκφοράς του λόγου του, μιας και γνωρίζει ότι βρίσκεται σε μια εποχή, όπου κανείς πρέπει να προσέχει, κατά πολύ περισσότερο, την κάθε του κουβέντα.

Σταχυολογώντας από το βιβλίο ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει ότι ένα βασικό κλειδί —ή να είναι και αυτό στη φαντασία μας;— για τη λύση μέρους του μυστηρίου δίνεται μέσω της Τέχνης, καθώς προκύπτει από την παρακολούθηση από τον αφηγητή, συνοδεία του πατέρα του, της παράστασης Ερρίκος Δ΄ του Πιραντέλο, από τον Χορν στο Βασιλικό Θέατρο. Αλλά ακόμα πιο ενδιαφέρον είναι ότι αυτή την παράσταση την είχε παρακολουθήσει όντως, και μάλιστα στην ημερομηνία που δίνεται και στην Πλατεία Κλαυθμώνος, ο νεαρός Συμπάρδης και η επίδραση που είχε επάνω του ήταν τέτοια, που σχεδόν μισό αιώνα μετά τον “υποχρεώνει” να την εντάξει στην πλοκή του εξαιρετικού του βιβλίου.

Στο βιβλίο —το ύφος του οποίου είναι αρκετά ιδιότυπο μιας και την ντοκιμαντερίστικη καταγραφή που κάνει ο αφηγητής, την ίδια στιγμή τη διαπερνά μια ιδιαίτερη ευαισθησία και ευγένεια— δεν υπάρχουν, κατά πώς αποδίδονται τα γεγονότα, δραματικές εξάρσεις. Ωστόσο ο συγγραφέας καταφέρνει με αξιοθαύμαστο τρόπο να μας μαγνητίσει και να μας δέσει γερά στα δίχτυα του και να μας κρατήσει μέχρι το τέλος, και αυτό συμβαίνει γιατί εντέλει ο Συμπάρδης επιτυγχάνει να συνθέσει μαεστρικά ένα βιβλίο αραχνοΰφαντο. Ένα βιβλίο που μοιάζει να μην έχει γραφεί από έναν συγγραφέα-θεό που τα ξέρει όλα, αλλά από κάποιον που αφήνει στον ήρωά του, συνεπώς και σε εμάς, να βρει μόνος του, ψηλαφώντας, την όποια του αλήθεια.

Όσο για το πώς κλείνει την αφήγησή του ο ψευτοΓιώργος, σταματά την αφήγησή του —όπως άλλωστε κάνει στο τέλος καθενός από τα τέσσερα μέρη της Πλατείας Κλαυθμώνος— και μιλά απευθείας, έστω για λίγο, στον αναγνώστη, αυτή τη φορά λέγοντάς του: «…Με ρωτάς για το λόγο που σε πλησίασα. Σε αυτό υπάρχει απάντηση. Δεν θα πλεύριζα τον οποιονδήποτε, διάλεξα πού θα καθίσω. Και δεν μίλησα γιατί με προκάλεσες αλλά γιατί το χρειαζόμουνα. Και ήξερα ότι θα καταλάβεις». Ο αφηγητής λοιπόν μιλά γιατί οι αναγνώστες, για αυτόν, είναι φίλοι και αποτελούν μια παρηγοριά. Και πιστεύει ότι θα τον κατανοήσουμε, γιατί ακριβώς δεν είναι κάποιος που γνωρίζει την αλήθεια αλλά τουναντίον κάποιος που την αναζητεί, μιλώντας και αποκρύπτοντας, με θάρρος αναμεμειγμένο με ντροπή. Γι’ αυτό διάλεξε εντέλει να καθίσει ανάμεσά μας και γι’ αυτό πιστεύει ότι θα τον καταλάβουμε: γιατί δεν είναι κάποιος που διαφέρει από όλους μας, αλλά είναι ένας από εμάς.

⸙⸙⸙

[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Ζωγραφική: ©Phil Hale. Δείτε τα περιεχόμενα του δωδέκατου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]

 

Σε λίγο καιρό κοντά σας με νέο ηλεκτρονικό τεύχος στο mag.frear.gr

Mag.frear.gr – Τα ηλεκτρονικά μας τεύχη