frear

Για το «Ό,τι λύπει συναρμολογείται» της Αναστασίας Γκίτση – γράφει ο Στέργιος Τσακίρης

Αναστασία Γκίτση, Ό,τι ΛύΠει ΣΥΝΑΡΜΟΛΟΓείΤΑΙ. Τοπιο_ραφίες, Εκδ. Σαιξπηρικόν, Θεσσαλονίκη 2023.

«κάποτε/ βρεθήκαμε/ στο ξαφνικά/ για/ ν’ αγκαλιαστούμε/ μόνο

κάθε μου δάχτυλο/ μια χώρα που/ την κατάπιε/ σπασμένος στίχος/

–δεν χορταίνει η παλάμη–/ τοπιο_ραφ_ιστορίες

τόσα λόγια/ τόσα λόγια/ δυο καθρέφτες/ τ’ αντανακλούν

–δεν σπάει μέσα τους/ καμιά σιωπή–

πολύ πριν τη γραφή/ είχα βρει γλώσσα/ να σιωπήσω».

Οι παραπάνω στίχοι συγκροτούν το πρώτο ποίημα με τίτλο «η ζωή μάς ξαφνιάζει» της νέας (και τρίτης, χρονολογικά) ποιητικής συλλογής, η οποία φέρει τον παράδοξο –κατά τη γραφή– τίτλο Ό,τι ΛύΠειΣΥΝΑΡΜΟΛΟΓείΤΑΙτοπιο_ραφίες της χαλκέντερης καθηγήτριας Θεολογίας, ποιήτριας και συγγραφέως Αναστασίας Γκίτση. Πρόκειται, λοιπόν, για το εισαγωγικό ποίημα της συλλογής, όπου περιλαμβάνεται με κάποιο τρόπο, και μάλιστα στο κέντρο του, και μέρος του τίτλου της συλλογής ή, καλύτερα, του επεξηγηματικού υπότιτλου αυτού «τοπιο_ραφίες», κατά τι τροποποιημένου όμως, ως «τοπιο_ραφ_ιστορίες». Προκύπτει έτσι η νοσταλγία του ποιητικού υποκειμένου για συναντήσεις, έστω και στιγμιαίες, της μιας ανθρώπινης αγκαλιάς, που συνέβησαν σε διάφορους τόπους, χρόνους και χώρες, καθώς και η λαχτάρα να εκφράσει κάπως όλες αυτές τις συναντήσεις και εμπειρίες που εμπεριείχαν τόσα λόγια, τόσες συνομιλίες, τόσες κουβέντες, που δεν λένε να σωπάσουν, παρά μόνο ίσως μετουσιωμένα, μέσω της ποιητικής γλώσσας και γραφής. Η ποιήτρια όμως, πριν προχωρήσει στην πράξη της γραφής, έχει μάθει να σιωπά, να ακούει τους άλλους, να συγκαταβαίνει, να φείδεται των λόγων της, να εκτιμά το χρυσάφι της σιωπής και, εν τέλει, να γράφει μόνο στην ύστατη ανάγκη και για όσα μόνο χρειάζεται. Όπως, για παράδειγμα, ακολουθεί αμέσως το δεύτερο ποίημα της συλλογής με τίτλο «κανιβαλισμός ή αλλιώς είμαστε ό,τι τρώμε»:

«σήμερα/

να μιλάς για λύ/ κους/ μίλα αν θες/ και για μαύρες γά/ τες/ σε φόντο αυγουστιάτικου/ φεγγαριού/ σήμερα/ να μιλάς για νύ/ χια/ ακονισμένα δάχτυλα/ στου λαιμού/ το γύρω γύ/ ρω/ όλοι/ και στη/ μέση κόκκινη κά/ πα

–τα παιδιά μεγαλώνουν/ καταπίνοντας εποχές/ κι εμείς καταπίνοντάς/ τα–».

Στο ανωτέρω ποίημα θεωρείται εμφανής αφενός καλλιτεχνικά, η έμμεση δημιουργική επιρροή της ποιητικής τέχνης του Μανώλη Αναγνωστάκη (όπως το ποίημά του «Στο παιδί μου…») και του Μίλτου Σαχτούρη (όπως το ποίημά του «Κεφάλια») και αφετέρου, στην πράξη και στην πραγματικότητα, η μεγάλη επιρροή των γονέων και δη των μητέρων στην ανατροφή των παιδιών, οπότε και η τέλεια θεωρούμενη μητρική αγάπη, πολλές φορές, δεν συντελεί στην ομαλή ανάπτυξη των παιδιών, αλλά σε μια καταδυνάστευση των επιλογών και της προσωπικότητάς τους, σε έναν κανιβαλισμό των παιδιών, σαν τον τιτάνα Κρόνο στη μυθολογία, ο οποίος έτρωγε τα παιδιά του και όπως έχει αναλυθεί σε βάθος, ενδεικτικά, από τον ψυχίατρο Ματθαίο Γιωσαφάτ στο βιβλίο του Μεγαλώνοντας μέσα στην ελληνική οικογένεια. Πρέπει, λοιπόν, να λέμε ως γονείς την αλήθεια στα παιδιά και, κυρίως, να γνωρίζουμε ότι δεν υπάρχουν τέλειοι γονείς, αλλά και ούτε τέλεια αγάπη. Ακόμη και η αγάπη των γονέων, ούσα φυσική και μεταπτωτική, κρύβει ρινίσματα εγωισμού και ατελειών.

Στα αμέσως επόμενα ποιήματα, ιδίως υπό τους τίτλους «homobotanicus», «univer_gender 01.01.01», «άσωμη», «δίχως συνδετήρα / αποσπώμαι» και «ήσουν ό,τι είπα», συναντούμε στίχους, όπως «ανάμεσα σε ρίγη νευρώνων/ –/ εναρμονίζομαι/ –/ φύλ(λ)ο γένους αρ_θηλυκού/ συνθέτω σε πλείστα άλλα σώματα/ το φως/ το διαμελισμένο/ –/ φωτο_σιτώ», ακόμη «όταν τα κύτταρα/ μεταλλάσσονται σε δέρμα/ φλέβες ορίζουν γένη/ ο η το/ le la/ der die das/ ωστόσο/ στο τρέμουλο του ενστίκτου/ το ίδιο στήθος ανασαίνει/ στου ματιού το μαυράδι/ σκοντάφτει το μπροστά και το πίσω/ και ο άνθρωπος στο λίγο», επίσης «από τη μέση και κάτω/ καίω φύλ(λ)α/ γλεντάω με κόσμο αλλόκοτο/ τις παραδείσιες κραυγές/ στο εκεί υπάρχω/ και φαίνομαι στο εδώ/ εγώ/ φαγιούμ πανάρχαιο/ σε νέες εμφανίσεις», ακόμα «πότε θα μάθω/ ν’ ακουμπώ/ σε δικό μου/ σώ/ μα μα μα μα μα μα μα μα;», καθώς και «σήμερα θα γίνει/ το γύρισμα του φύλου/ θ’ αλλάξει η άνοιξη/ και ο χειμώνας/ θ’ αλλάξει». Δεν θα σταθώ καθόλου, εν προκειμένω, στη διάκριση και τη συζήτηση για το βιολογικό φύλο (sex) και το κοινωνικό φύλο (gender), το οποίο κατασκευάζεται κοινωνικά και πολιτιστικά. Αξίζει, όμως, να επισημανθεί η προσπάθεια του γνήσιου ποιητή και του αυθεντικού καλλιτέχνη να υπερβεί τις όποιες διακρίσεις και διαχωρισμούς των ανθρώπων, απεναντίας μάλιστα, να αγκαλιάσει τον κάθε άνθρωπο, να ενσωματώσει στην τέχνη του τον κάθε άνθρωπο, αγαπώντας τον κάθε άνθρωπο γι’ αυτό που είναι, για την ιδιαιτερότητα, τη μοναδικότητα και τα ίδια χαρίσματά του. Ο κάθε άνθρωπος είναι ένα ανεπανάληπτο ον. Ο κάθε άνθρωπος είναι όλος ο άνθρωπος, εικόνα της σύνολης ανθρωπότητας, χωρίς στεγανά, διακρίσεις, ρατσισμούς και οποιουσδήποτε –ισμούς. Πόσο επίκαιρος ακούγεται, παρεμπιπτόντως, ο στίχος της Ζωής Καρέλλη «Εγώ γυναίκα, η άνθρωπος» (από το ποίημά της «Η άνθρωπος»)! Και ο ποιητής δεν στέκεται στην επιφάνεια των πραγμάτων ούτε σε μια αυστηρή και οριστική ονοματοθεσία των πάντων, αλλά προχωρά στην ουσία, μένει και επιμένει σε αυτήν. Εξού και πρέπει να παρατεθεί, αυτούσιο και ασχολίαστο, το τελευταίο ποίημα της υπόψη ενότητας «ήσουν ό,τι είπα»:

«ήσουν κι εσύ/ που πριν αρχίσει το γαλλικό έργο/ κάπνιζες τις λέξεις/ με accent/ και τις σιωπές/ με Umlaut

δεν ήξερα αν από Παρίσι βαστάς/ ή από Νυρεμβέργη

αναμμένη κάφτρα θα σε πω/ τον έρωτα να μην πολυζαλίζω».

Την αμέσως επόμενη ενότητα ποιημάτων, τα οποία διακρίνουν το στοιχείο της απουσίας του άλλου και η μοναξιά του εαυτού, εγκαινιάζει το εξαιρετικό, από πολλές απόψεις, ποίημα «σαν χωνί»:

«επί κοίτην μου εν νυξίν/ ξενυχτούν τα αγγίγματα

επί τον τύπον των ήλων/ ξερνούν τα στόματα/ των ονείρων/ ενίοτε και/ των καταραμένων ποιητών/ ανεξίτηλα μελάνια

ψάχνεις σε ασύμφορες/ συγκυρίες/ και σπίτια άλλων συγκατοίκων/ μπερδεύεις τους ορόφους/ του πόθου/ με εκείνους της μίμησης

πιο μέσα/ σε πληγή το χνώτο μου/ χωλαίνει/ δεν ψάχνεις/ πέρα/ από το δάχτυλό σου

χωνί χωνί/ το ψέμα/ μας χωνεύει

–τα μάτια σου δεν είδα/ να δούνε στα δικά μου/ την αρπαγή–».

Πρόκειται, προφανώς, για ένα ερωτικό ποίημα, το οποίο αρχίζει με απόσπασμα στίχου από το Άσμα Ασμάτων της Παλαιάς Διαθήκης (επί κοίτην μου εν νυξίν – Άσμα, κεφ. Γ΄, στίχ, 1), οπότε και κυριαρχεί το ερωτικό παιχνίδι, καθώς όντως ξενυχτούν τα αγγίγματα. Αμέσως όμως, παρεμβάλλεται στίχος από την Καινή Διαθήκη (επί τον τύπον των ήλων – Κατά Ιωάννην, κεφ. Κ΄, στίχ. 25), οπότε και βλέπουμε την πραγματική βίωση της νύχτας από τον ποιητή μεταξύ ονείρων και στίχων από τους καταραμένους ποιητές. Κυριαρχούν οι παρηχήσεις (κυρίως του «ξ» στους πρώτους 8 στίχους, αλλά και του «χ» στους στίχους 16-23), η επανάληψη της λέξης «χωνί», το παιχνίδι με τις λέξεις χωλαίνει-χωνί-χωνεύει, η αντιθετικότητα που σχηματίζεται με τις λέξεις «ψάχνεις» – «δεν ψάχνεις». Υπάρχει μια συνεχής αναζήτηση, άσκοπη, εξωτερική, επιφανειακή, σε σχέση με την ανάγκη και την απαίτηση για το πραγματικό ενδιαφέρον για την εσωτερική πληγή, το εσωτερικό και κρυμμένο τραυματισμένο συναίσθημα, το οποίο συνεχίζει να χαίνει και ν’ αναζητά τον άλλον, οπότε και σε μια αδιόρατη στιγμή τα μάτια αρπάζονται από τα μάτια τρίτου προσώπου, για να σωθούν, έστω προσώρας –ενώ η σχέση επισκιάζεται– αλλά και ίσως και συνεχίζει να ζει βάσει του ψέματος, μιας συνθήκης μίμησης της ανθρώπινης κατάστασης. Πόσες άραγε σχέσεις, σήμερα, είτε ερωτικές είτε άλλης μορφής, δεν βασίζονται σε μια συνθήκη, σε ένα ψέμα ή σε πολλά, κατά συνθήκην, έστω ψέματα; Δεν ψεύδεται ο άνθρωπος, ιδίως ο σύγχρονος; Συχνά, δεν υποκρίνεται κάτι άλλο από αυτό που είναι ή πιστεύει ή αισθάνεται ή ζει; Ακόμη και μπροστά στον καθρέφτη μας, ψευδόμαστε καθημερινά. Ταλαίπωρος άνθρωπος! Ας μην ξεχνάμε όμως ότι «πας άνθρωπος ψεύστης», κατά τη Γραφή (Ψαλμός 115, στίχ. 2), συμπεριλαμβανομένου και του θεοποιημένου μας εαυτού.

Στο ποίημα «evahumanicus» διαφαίνονται τα σχετικά παλαιοδιαθηκικά στοιχεία από τη Γένεση, με την εξαπάτηση των πρωτοπλάστων και αρχικά της Εύας από τον αρχέγονο όφι, μεταπλασμένα όμως, ποιητικά. Έντονο το στοιχείο του ονείρου και της νύχτας και αποφασιστική πλέον η Εύα να μην υποκύψει ξανά στον πειρασμό: «σαύρα με διαφανή κοιλιά/ στην εσοχή του ονείρου/ με γλείφει απ’ άκρη σ’ άκρη/ φιδίσια γλώσσα δεν με ξεγελά», επειδή βρίσκεται «στο πλάι η διάψευση της αιωνιότητας» και στερνή γνώση αποτελεί η πρόβλεψη ότι «θα γεράσουμε πεταμένα μωρά/ στα σπάργανα του πριν». Με το πέρασμα του χρόνου και των χρόνων, από τη μια πλευρά, η απουσία γιγαντώνεται, αλλά το παράπονο, όσο μάταιο και αν είναι, παραμένει «η απουσία γίνεται ρίζα και/ όταν δεν καρφώνει/ αρκείται να ρουφάει αδυσώπητα/ κανείς κανείς/ δεν αφουγκράστηκε/ εκείνο το θλιμμένο/ –κοίτα με–» (από το ποίημα «alterapars») – οι τελευταίοι στίχοι αντανακλούν τους στίχους «Κανείς δεν ακούει την ψυχή του άλλου. Κανείς. Κανείς» του Γιώργου Θέμελη (από το ποίημά του «Μάταια πράγματα») – και από την άλλη πλευρά, η μοναξιά αυξάνεται και οι επιλογές μειώνονται, αν και είναι πιο αυστηρές και περισσότερο εκλεκτικές, «όσο για τον κανένα/ έχει πολλαπλασιαστεί επικίνδυνα γύρω μου/ επαναλαμβάνω/ όσο μεγαλώνω αδιαφορώ/ για το πολύ/ φτάνω και περισσεύω στο ελάχιστο» (από το ποίημα «είναι θέμα αντοχής/ tableau vivant»).

Σίγουρα το αστικό τοπίο (είτε επωνύμως, όπου μονοπωλείται το Βερολίνο, είτε ανωνύμως από την περιρρέουσα ατμόσφαιρα) είναι έντονο και διατρέχει όλη την ποιητική συλλογή, πλην όμως το πιο «αστικό» ποίημα είναι το «έχουν κι οι πόλεις να πουν ιστορίες», όπου η πόλη (ή η ίδια η ποιήτρια;) –μέσα από τέσσερα ποιητικά αποσπάσματα– μεταμορφώνεται σε θύμα («επειδή στη γύμνια μου/ τη γύμνια της πόλης θα δουν»), σε θύτη («εσύ το ανέκφραστο κρανίο/ μιας καθηλωτικής σιωπής/ σ’ έχω διαλέξει/ ν’ αφεθώ/ να με κατοικήσεις»), σε παρατηρητή («πόλη παρατηρητής/ πίσω από παράθυρα/ _κάπως έτσι γνωρίζονται οι άνθρωποι_/ και οι ουρανοί τους») και σε άνθρωπο («έξω μια πόλη σβήνει πρόσωπα/ σβήνει λέξεις/ σβήνει μνήμες»). Η κατάληξη όμως, της «τόσο πόλης» στη ζωή της ποιήτριας είναι ότι «σάπισε η πόλη στο στόμα μου/ κατά πού να φτύσω/ δεν ξέρω», παρόλο που σε κατοπινό ποίημά της («butoh mood 0.2») δηλώνει ευθέως ότι «κάθε Παρασκευή/ σε πόλη» θέλει να μεταμορφωθεί. Τα καλά και κακά –θα μου πείτε– της αστικοποίησης. Η αποξένωση και απομάκρυνση –θα απαντούσα– του ανθρώπου από τη φύση, το φυσικό του περιβάλλον και ο εγκλεισμός του σε αστικά-μη ανθρώπινα τοπία, όπου κυριαρχεί η μοναξιά, η αλλοτρίωση, η ανωνυμοποίηση και η μαζοποίηση του σύγχρονου ανθρώπου. Το μόνο πάντοτε που σώζει τον άνθρωπο είναι ο έρωτας, η ερωτική συντροφιά, η συν-ύπαρξη «το τικ τακ της ανάσας σου/ ξεσηκώνει το σοκάκι κάτω/ απ’ το μαξιλάρι μου».

Ο ποιητής όμως, δεν παύει να αναζητά τη μοναχικότητα, στιγμές μοναξιάς, διαστήματα απομόνωσης και συγκέντρωσης, μελέτης και δημιουργικότητας, οπότε και αναπλάθει ποιητικά τη βιωμένη –ή και μη βιωμένη εμπειρία– σε έργο τέχνης, σε ποίηση· «μετά τις άσκοπες ομιλίες/ γυρνούσα σπίτι/ κάθε σελίδα κι ένα δωμάτιο κλειστό». Για την Γκίτση, κάθε σελίδα αποτελεί έναν ιδιωτικό χώρο, ένα κλειστό-προσωπικό δωμάτιο, που πρέπει να ανοίξει και να εισέλθει, να ρίξει λίγο φως μες στο σκοτάδι του κλειστού χώρου, καθώς στην αρχή της συλλογής γράφει «στα σκοτάδια/ γίνονται μάτια οι σκόνες». Εξάλλου, η ίδια είναι ποιήτρια και άνθρωπος του φωτός, άνθρωπος του εξωτερικού χώρου, ιδίως της θάλασσας, όπως δηλώνει αλλού «κάποτε/ όσοι αγαπάμε απροϋπόθετα το φως/ θα μαζευτούμε δίπλα στη θάλασσα/ χωρίς να μιλάμε».

Στη συνέχεια, αξίζει ιδιαίτερα να μνημονευθεί το videopoem «|pause|» που αρχίζει με τους στίχους «αλλιώς τους μάθαμε/ τους δράκους μητέρα» και σχεδόν καταλήγει «παύομαι αδιαλείπτως», κατά το «αδιαλείπτως προσεύχεσθε» του Αποστόλου Παύλου (Προς Θεσσαλονικείς Β΄, κεφ. Ε΄, στίχ. 17). Όπως, δηλαδή, ο πιστός ποθεί και οφείλει να προσεύχεται διαρκώς για τη συνεχή ένωσή του με το Θείο, έτσι, από την άλλη, και ο ποιητής οφείλει να «παύεται» συνεχώς, να «σβήνει» μέσα στο έργο του και στο τέλος να απομένει μόνο αυτό, να «περατώνεται» μέσα στο ίδιο το ποίημα, να «απελευθερώνεται» από τους φόβους του ή τις εμμονές του. Συνελόντι ειπείν, ο ποιητής οφείλει να ησυχάζει, να σταματά με τη θέλησή του. Το ποίημα αποκαλύπτει, πέραν των άλλων, ακόμη μια παλαιά και διαρκή ενασχόληση της Γκίτση: τη διάδραση της ποίησης με άλλες μορφές τέχνης, όπως τη μουσική, το θέατρο, τα εικαστικά, την οπτική ή οπτικοποιημένη ποίηση και ιδίως τα videopoems και τις διαδραστικές αναγνώσεις.

Ακολουθεί το μακροσκελές, σε τρία μέρη, ποίημα «brother_sisterhood», μακρινή συνομιλία με το ποίημα της Κατερίνας Γώγου «Εμένα οι φίλοι μου είναι μαύρα πουλιά», που προβλήθηκε και ως videopoem. Διακρίνεται για το παιχνιδιάρικο και σκανδαλιάρικο ύφος του, αν και η ποιήτρια αφενός, δεν καταλαβαίνει τους φίλους της –και δεν χρειάζεται άλλωστε να τους καταλάβει– και αφετέρου, δεν της ανήκουν οι φίλες της –και δεν χρειάζεται άλλωστε να της ανήκουν. Και καταλήγει: «Οι φίλοι μου είναι/ καθόλα ξεχωριστές/ ένας προς μία/ ξεδιάνθρωπα επινοημένοι». Πριν σοβαρέψουν αρκετά πιο κάτω τα πράγματα (ήτοι, τα ποιήματα, τα θέματά τους κι οι στίχοι), ας κεραστούμε απλώς το «γλύκισμα δεύτερο» από τα «τρία γλυκίσματα η ζωή» που μας προσφέρει η Αναστασία Γκίτση:

«οι δικοί μου φίλοι/ ξέρουν να τα/ κάνουν/ όλα/ καλύτερα

οι δικοί μου φίλοι/ είναι φίλοι πολλών

οι δικοί μου φίλοι/ ξέρουν/ και/ ξέρουν/ πως η ζωή/ τους ξέρει/ καλύτερα».

Από το ποίημα «η τάδε του τάδε και της τάδε γένους τάδε» (που αποτελεί μια στερεότυπη έκφραση παλαιότερων εποχών, με όλα τα έμφυλα και πατριαρχικά φορτία που μεταφέρει) θα παρατεθούν, εν προκειμένω, το πρώτο μέρος: «ο πατέρας/ ο πατέρας αλλάζει πλευρό στον ουρανό/ η μητέρα ξεκλειδώνει το άδειο σπίτι/ εμείς/ κουμπώνουμε τα χέρια/ γινόμαστε η λεπτομέρεια που κλαίει», καθώς και τμήμα από το τρίτο μέρος: «ο πατέρας ξανά/ ήταν αλλιώτικος ο πατέρας/ εκεί που βλέπαμε λύκους/ τα βράδια/ μου έδειχνε το/ ενδιάμεσο/ και τη λεπτομέρεια/ του παραμυθιού». Πρόκειται, φυσικά, για την απώλεια του πατέρα, τον σχετικό πόνο και το πένθος, τη συνεπακόλουθη ωρίμανση του παιδιού, που μεταμορφώνει τον κάθε πενθούντα άνθρωπο, δίχως να εξαιρείται και η Γκίτση, η οποία αμέσως μετά σημειώνει, προσπαθώντας να εκλογικεύσει κάπως το γεγονός: «τρία χρόνια που δεν είσαι/ τρία χρόνια που δεν είμαι ό,τι ήμουν/ πατέρα ο θάνατος είναι πράξη μαθηματική/ είναι αφαίρεση». Εκεί, όμως, που η ποιήτρια αγωνίζεται να συμβιβαστεί και να επιβιώσει συναισθηματικά είναι στο απίστευτης ποιητικής ομορφιάς, τέχνης και εφευρετικότητας ποίημα «ο πατέρας δεν θα φύγει ποτέ»:

«εδώ και τρεις ώρες/ γρατζουνάει τον τοίχο

του λέω αίμα να γίνεις/ δεν μπορείς

βγάζει τα δόντια/ μασάει το καρφί του κάδρου

ούτε μνήμη/ του λέω

έχεις πεθάνει/ άλλο μη σπαρταράς».

Τελευταίο ποίημα της συλλογής αποτελεί το «λίγο από Σεφέρη λίγο από Καββαδία», το οποίο παρατίθεται εδώ, λόγω της αγάπης προς αμφότερους τους ποιητές, καθώς και του παιγνιώδους ύφους του, ολόκληρο:

«–το γιασεμί της γειτονιάς σου/ με βασανίζει/ μου θυμίζει τ’ αμπάρια/ των ματιών σου–

αν_αποφασισμένη/ –μια μέρα/ καλύτερα θα ʼρθω/ θα ʼρθω/ ή/ θα φύγω μια μέρα/ καλύτερα να φύγω/ μια μέρα–».

Βέβαια, την όλη συλλογή κατακλείουν οι παρακάτω άτιτλοι στίχοι, που επεξηγούν τον υπότιτλο «τοπιο_ραφίες»: «μέσα στο ράγισμα/ ανακάλυψα το ατέλειωτο της διαδρομής/ μέχρι να βγω στο φως/ πολλά τοπία έραψα/ χρόνος πολύς το ρήμαγμα».

Η ποιητική συλλογή Ό,τι ΛύΠει ΣΥΝΑΡΜΟΛΟΓείΤΑΙ. τοπιο_ραφίες αποτελείται από 43 συνολικά ποιήματα, εκ των οποίων ορισμένα συγκροτούνται από δύο ή περισσότερα ποιήματα, όπως το «Amsterdam» που περιλαμβάνει τρία «σοκάκια». Αν προστεθούν δε και οι στίχοι που παρεμβάλλονται στα μεσοδιαστήματα-χωρίσματα των 4 ενοτήτων της συλλογής, (σε ανοιχτό γαλάζιο φύλλο), καθώς και οι αυτοτελείς στίχοι στην αρχή και στο τέλος της συλλογής, τότε ο συνολικός αριθμός των ποιημάτων ανέρχεται σε περίπου 61 ποιήματα. Πρόκειται δηλαδή, για μια εκτενή συλλογή 88 σελίδων, ένα μεγάλο ποιητικό corpus. Τα ποιήματα, όπως πληροφορούμαστε και από τις «Υπενθυμίσεις/Αναφορές», αλλά και τα «Special thanks», κυκλοφορούσαν «αδέσποτα» σε λογοτεχνικά περιοδικά και καλλιτεχνικά φεστιβάλ της Ελλάδας και του εξωτερικού. Χρονικά, καλύπτουν περίπου μια οκταετία, καθώς το παλαιότερο ίσως είναι το «Ich bin I» που πρωτοδημοσιεύτηκε το 2015 και ακολουθεί το «|pause|»που πρωτοεμφανίστηκε το 2016.

Η συλλογή Ό,τι ΛύΠε ιΣΥΝΑΡΜΟΛΟΓείΤΑΙ. τοπιο_ραφίες αποτελεί την τρίτη ατομική ποιητική εμφάνιση της Αναστασίας Γκίτση. Προηγήθηκαν οι ποιητικές συλλογές Ξέρω! Είναι κάπως αργά…, το 2000, (από τις εκδόσεις Παρατηρητή) και Κορίτσι των σκοτεινών δασών, το 2010, (από τις εκδόσεις Μπαρμπουνάκη). Όλες πάντως οι εκδόσεις προέρχονται από τη Θεσσαλονίκη, τον γενέθλιο τόπο της. Το πιο αξιοσημείωτο, όμως, με τη Γκίτση είναι ότι, παρά το εύρος της δημιουργικότητάς της και τη συμμετοχή της σε πλήθος ανθολογιών και ομαδικών ποιητικών εργασιών, ατομικά, ακολουθεί τη βρετανική συνήθεια της ολιγόγραφης, αλλά σημαντικής εκδοτικής παρουσίας, καθόσον τρία μόλις βιβλία μέσα σε 23 χρόνια είναι λίγο σπάνιο φαινόμενο για σύγχρονο Έλληνα ποιητή.

Τελειώνοντας, σημειωτέα είναι και η χρήση της γλώσσας από μέρους της ποιήτριας. Αποκλειστική είναι η χρήση της μικρογράμματης γραφής, τόσο εντός των ποιημάτων όσο και των τίτλων τους –πλην εννοείται κυρίων ονομάτων– η παντελής έλλειψη των σημείων στίξης (εκτός από τις μεσαίες και κάτω παύλες), η χρήση αρκετών εκφράσεων ή λέξεων στην αγγλική κατ’ αρχήν, αλλά και στη γερμανική ή γαλλική γλώσσα. Ως προς τη συνολική τοπογραφία της συλλογής, αυτή εκτείνεται από το μεσογειακό τοπίο (κυρίως την Ελλάδα, αν και σπανίως και έμμεσα κατονομάζονται ελληνικοί τόποι) μέχρι την κεντρική Ευρώπη (κυρίως Γερμανία), όπου εδώ και κάποια χρόνια ζει και δημιουργεί η Γκίτση. Συνεπώς, τόσο από τον μεταμοντέρνο τρόπο χρήσης της γλώσσας όσο και από την ανοιχτότητα της θεματολογίας, συνεπάγεται ότι πρόκειται για μια τολμηρά κοσμοπολίτικη και ανανεωτική ποίηση, ποίηση, δηλαδή, που εκπροσωπεί γνησίως τον σύγχρονο μετανεωτερικό –συνεχώς σε μετακίνηση– άνθρωπο και κάτοικο της Ευρώπης, ένα μεγάλο πάντως, και σε κάθε περίπτωση βάθεμα και προχώρημα της ίδιας της ποιήτριας. Πλέον, το κορίτσι των σκοτεινών δασών έχει μεταμορφωθεί σε αστικό θηρίο, δρέπει στιγμές, τοπία, αισθήματα, αφορμές, και γράφει, «επειδή πρέπει να γραφτεί ό,τι με λόγια να περιγράψεις δεν περιγράφεται». Εν κατακλείδι, Ό,τι λείπει, ακριβώς επειδή προκαλεί λύπη, συναρμολογείται, υφαίνεται και ιστορείται σε ποίημα, σε τοπιο_ραφ_ιστορία της ζωής, που μας ξαφνιάζει.

⸙⸙⸙

[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Ζωγραφική: ©Sergej Pisarenko. Δείτε τα περιεχόμενα του δωδέκατου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]

Σε λίγο καιρό κοντά σας με νέο ηλεκτρονικό τεύχος στο mag.frear.gr

Mag.frear.gr – Τα ηλεκτρονικά μας τεύχη