Στάθης Κουτσούνης, Ρόδο σε καθρέφτη, Μεταίχμιο, Αθήνα 2024.
Ο Στάθης Κουτσούνης με την όγδοη ποιητική συλλογή του, με τίτλο Ρόδο σε καθρέφτη, συνεχίζει να «στεγάζεται» δημιουργικά κάτω από την Ποίηση για περισσότερο από τρεις δεκαετίες και να προκαλεί πνευματικά τους αναγνώστες. Συνήθως, ο αναγνώστης δεν μπορεί να είναι σίγουρος για τις προθέσεις του ποιητή, αλλά ούτε κι ο ποιητής μπορεί να ταυτίσει οπωσδήποτε τις δικές του προθέσεις με το τελικό αποτέλεσμα, οπότε κάπου εκεί επιτρέπεται στον αναγνώστη να επιχειρήσει την αποκρυπτογράφηση του ποιητικού αποτελέσματος με αρκετή δόση υποκειμενικότητας. Όσο, όμως, και να προσπαθεί ο αναγνώστης να δαμάσει το ποιητικό έργο πάντα θα του διαφεύγει το υπόρρητο και καλά κρυμμένο. Με αυτές τις σκέψεις επιχειρείται η προσέγγιση της παρούσας συλλογής.
Ξεκινώντας από τον τίτλο, παρατηρούμε ότι ο ποιητής μάς κατευθύνει στην πρόσληψή του, όταν χρησιμοποιεί ως μότο το του Ελύτη «Ρόδο μου Αμάραντο» και τους στίχους του Πάουλ Τσέλαν από τη συλλογή του Του κανενός το ρόδο (Die Niemandsrose, 1963) σε συνδυασμό με το κόσμημα του εξωφύλλου από τον πίνακα του ζωγράφου και ποιητή Αλέξανδρου Ίσαρη «Μαγική εικόνα». Ο καθρέφτης του τίτλου, σε αυτό το περιβάλλον, φαίνεται να είναι το πεδίο των εκφάνσεων, των αποτυπωμάτων, ο χώρος των απεικασμάτων του ρόδου, το οποίο, κατά τη δική μου αντίληψη, υποστασιοποιεί ελλειπτικά και μεταφορικά την Ποίηση, άλλωστε πλήρης ο ελυτικός στίχος είναι «Μακρινή Μητέρα Ρόδο μου Αμάραντο». Συμπληρωματικά, στο πρώτο ποίημα της συλλογής η επίκληση της βασικής αρχής της ομοιοπαθητικής, «ὅμοια ὁμοίοις εἰσίν ἰάματα», οδηγεί ίσως προς αυτή την κατεύθυνση.
Η Ποίηση για τον Σ.Κ. γίνεται η «Καλλονή» (σ. 10) που δύσκολα κατακτάται, παραμένει υπερβατική, μεταστοιχειώνεται προκειμένου «να κομματιάσει την τριχιά στα χέρια του δήμιου» και να αποικίσει την ελευθερία, ενώ τελικά αφορά μόνο ορισμένους, όχι όλους, εφόσον «μερικοί μεταλαβαίνουν». Ο ποιητής υποκύπτει στη δύναμή της λαβωμένος στο μέρος της καρδιάς, αφού γνώρισε τον ιδιότυπο πόλεμο που διεξάγεται με φθόγγους, συλλαβές και λέξεις, και με πεδίο επιχειρήσεων εκτεινόμενο εντός του. Όσο προχωρεί η εθελούσια υποταγή στην Ποίηση τόσο και μεγαλώνει για τον ποιητή η δυσκολία να δαμάσει το «θηρίο», γιατί ο ίδιος γίνεται πιο απαιτητικός, δύσκολα ικανοποιείται από τη γραφή του και πάντα διακινδυνεύει. Τι διακινδυνεύει ακριβώς δεν ξέρουμε, αλλά μας επιτρέπει να υποθέτουμε («Κίνδυνος», σ. 13), να διακινδυνεύουμε μαζί του στα περάσματα μεταξύ του εφικτού και του ανέφικτου, του ορατού και του αόρατου, να μετεωριζόμαστε στον «λαβύρινθο των λέξεων», κατακτώντας ιδιόμορφη ελευθερία και εκτιμώντας την ισχύ του φαινομενικά περιττού.
Στο «Ιντερμέδιο i» ο Στάθης Κουτσούνης, έχοντας βιωμένη την εμπειρία, περιγράφει το πέρασμα από την έμπνευση στο αγώνισμα της γραφής, στη θήρα του μηνύματος που «κυκλοφορεί», παραμένει όμως αδύνατος ο έλεγχος της ανταπόκρισης σε ό,τι κατακτήθηκε και μορφοποιήθηκε σε ποίημα. Κρύβει γενναιοδωρία το ποιεῖν, αφού είναι επαναλαμβανόμενη διαδικασία που αγνοεί το αποτύπωμά της, γιατί αυτονομείται ως αποτέλεσμα και «επιβιώνει» εντός του κάθε αναγνώστη ανεξάρτητο από τον δημιουργό του.
Τον καθρέφτη του τίτλου επαναφέρει ο ποιητής σε αυτόνομο ποίημα (σ. 16). Είναι το λευκό χαρτί στο οποίο απεικονίζονται εικόνες της Ποίησης; Είναι ο χώρος των πλατωνικών απεικασμάτων; Ό,τι κι αν είναι ο ποιητής-παρατηρητής παραμένει «όμηρος» και η ομηρία του εξηγείται, καθώς διαμεσολαβεί «φλεγόμενος» διαρκώς από τον πόθο της κατάκτησης και την αγωνία της πραγμάτωσης.
Στον αέναο αγώνα του ποιητή είναι αφιερωμένο το «Ιντερμέδιο ii» (σ. 20). Πρόκειται για πάλη πολυδιάστατη που έχει μεν αρχή, «από τότε που σ’ αγάπησα», αλλά δεν έχει τέλος. Η επιλογή των ρηματικών τύπων είναι εύγλωττη: παλεύουμε… πασχίζοντας… βυθίζομαι… κι όμως «στον βυθό της δεν βρέθηκε ποτέ/ κανείς απ’ τους πνιγμένους». Κανείς δεν έφτασε στο βάθος της· πόσο, αλήθεια, γειτνιάζουν νοηματικά και μορφολογικά βυθός και βάθος!
Το αντικείμενο του πόθου του ποιητή μεταμορφώνεται διαρκώς. Γίνεται κόρη/Περσεφόνη; Γίνεται «τεράστιος μαστός-τροφοδότης»; Γίνεται πουλί ελεύθερο; Ποιος ξέρει την απάντηση; Το βέβαιο είναι ότι τρέφεται από εμπειρίες, στιγμές, ανάγκες και στεγάζει πόνο, πόθο, όνειρα.
Η ποίηση, κατά τον τρόπο του Σ.Κ., δρα και παραμυθητικά, γιατί αυτή αναλαμβάνει όσα ο ποιητής τής αναθέτει, όπως τόσο υποβλητικά τρυφερά δηλώνει στην τετραλογία «Το ταξίδι», «Σε μια γωνιά», «Νοσταλγία», «Στο δάσος» (σσ. 28-31). Δανείζει η Ποίηση τους πόρους κι ο ποιητής προσφέρει τους υποδοχείς για να συντελεστεί το θαύμα της ποιητικής έκφρασης.
Στο «Ιντερμέδιο iv» (σ. 32) η Ποίηση γίνεται παράγοντας αυτεπίγνωσης με αφορμή τον πόνο από την απώλεια της μητέρας· έρχονται στο φως ξεχασμένες απωθήσεις, δικαιώνονται «αδίστακτοι παρατατικοί», αναδύονται «πιασμένες χέρι χέρι/ η καλλονή κι η ματαιότητα». Η τόλμη που απαιτεί αυτή η καταβύθιση είναι συνήθης στο ποιητικό σύμπαν, το οποίο ο ποιητής οικοδομεί με ευαισθησία, οξυδέρκεια και μαστοριά.
Σε ολόκληρη αυτή τη συλλογή ο Στάθης Κουτσούνης πολιορκείται από την Ποίηση και την πολιορκεί· ανησυχεί, αναπολεί, εξαντλείται, «αποστεγνώνει», αλλά επιμένει να τρέφεται απ’ αυτή και την ομορφιά της, να την υπηρετεί αφοσιωμένα και να συνθέτει ποιήματα ποιητικής με αυτοαναφορικά αλλά και υπερρεαλιστικά στοιχεία («Ιντερμέδιο v», σ. 38).
Η ποίηση του Σ.Κ. είναι υπαινικτική, καταφεύγει στους συμβολισμούς, αξιοποιεί τη μεταφορά και την παρομοίωση, αλλά δεν αδιαφορεί για το «παραδοτέο» του μηνύματος· θέλει να βρει τον αναγνώστη και να «συνομιλήσει» μαζί του αυτή τη φορά και με θέμα το ίδιο το ποιητικό φαινόμενο, την Ποίηση. Κατάφερε ο ποιητής και σε αυτή τη συλλογή να δημιουργήσει το δικό του νοητό σύμπαν με ζωντανές αναλογίες στην πραγματικότητα. Εικόνες γνώριμες με κορυφώσεις αισθησιασμού ωθούν τον αναγνώστη να μπαινοβγαίνει σε δύο σύμπαντα, χωρίς όμως να μετεωρίζεται επικίνδυνα, γιατί φροντίζει ο δημιουργός να υπάρχουν σταθερά σημεία αναφοράς, όπως εκείνα τα του έρωτα και του ερωτισμού. Μας καλεί, ως αναγνώστες, να συναντηθούμε μαζί του πάνω στο ποιητικό σώμα, ο καθένας μας με τις δικές του προσλαμβάνουσες. Ας αποδεχτούμε την πρόσκλησή του με τη σκέψη ότι η ποίηση είναι η ρωγμή που λησμόνησαν οι θεοί στο σφαλισμένο παράθυρο της σιγουριάς και της άμυνας των ανθρώπων (Τάκης Σινόπουλος).
⸙⸙⸙
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Ζωγραφική: ©Alexander Volkov. Δείτε τα περιεχόμενα του δωδέκατου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]