Αλέξανδρος Μηλιάς, Κλαγγή των όπλων, Εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 2023.
Φτάνει να με αγαπάς, είπε. Πέθανα. Όλες οι πομπές χαιρέτισαν το πέρασμά μου. (9)
Θα εγκαταλείπεις την κάθε μέρα στης Πρέβεζας τον κρότο; (10)
Να με αγαπάς. Εμένα κι οτιδήποτε έχει πεθάνει. (11)
(«Κλαγγή των όπλων»)
Κλαγγή των όπλων. Μια συνεχής συνομιλία του ποιητή, με τον εαυτό του, τον αναγνώστη του, την ποίηση. Στη νέα ποιητική συλλογή τού Αλέξανδρου Μηλιά, ο θάνατος και η ποίηση συναντιούνται από το πρώτο ποίημα, που φέρει τον τίτλο του βιβλίου. Αρχίζει με τη θεματική του έρωτα και του θανάτου, με φανφάρες για τη χαρά της ζωής και συνάμα την υπενθύμιση της βραχύτητάς της. Όσο λίγο ζούμε (54), θα είναι το μότο του ποιήματος προς το τέλος «Περιμένοντάς με να σωθείτε ίσως», που παραπέμπει σε γνωστά τραγούδια. Αντιθέτως, η μνήμη, ενθρονισμένη, αποκτά μια παράδοξη οντότητα: ανάγεται σε θεά Μνημοσύνη, ενώ λοιδορεί τους θνητούς, τους απαγορεύει την επιδιωκόμενη πρόσβαση στους ουράνιους θόλους (9). Και ξανά αργότερα η ίδια σκέψη μοιάζει να στοιχειώνει το ποιητικό Εγώ: «η αγάπη τ’ ουρανού θολώνει και με κατεβάζει / από τον θρόνο της μνήμης» (21).
Για πολλούς, μόνη διέξοδος θα ήταν η δύναμη ή και η αδυναμία της ποίησης, θεματική που διασχίζει το βιβλίο. Αλλά ένας γνήσιος ποιητής ψάχνει πρώτα να βρει «Συγκίνηση μες στη ζωή, όχι γράφοντας» (11), καθώς η ποίηση πηγάζει από το ειλικρινές βίωμα και αναδύεται στη συνέχεια μέσα από όλη την παιδεία που συσσωρεύει. Μας προκαλεί να μην ξεχνάμε την αυτοδυναμία μας: «Στη σιωπή των βιβλίων υποταγμένος, / προσπαθείς να εισχωρήσεις στη γραφή των άλλων» (38), λέει, με πρώτο αποδέκτη του μηνύματος τη δική του ποιητική υπόσταση. Και τότε δημιουργεί την «ποιητική φαντασμαγορία» (38) που αναγγέλλει. Αρνείται να σκύψει το κεφάλι μπροστά σε οποιοδήποτε εφήμερο νεωτερισμό του καιρού του:
αφομοιώνοντας των ομοίων σου την ποιητική,
θ’ ανακηρυχθείς: Γκρουμ της ποίησης. Ο ήλιος του γκρουμ πίνει το φως των σκιών. (39)
Η σκοτεινή λάμψη (34) μεταμορφώνεται σε λαμπρό ήλιο (33), με αποτέλεσμα τη φωτεινή ύλη (46). Και όντως οι λέξεις βαφτίζονται μέσα στο φως του ήλιου όσο και αν μιλούν για θάνατο. «Το φως των σκιών» εξαφανίζεται, αλλά και αυτό μετατρέπεται σε φως της ημέρας. Πρόκειται για εκδικητική στάση της ποίησης, δύναμη/αδυναμία, αγάπη/μίσος, που χρήζει ανταπόδοσης. Το ποιητικό Εγώ επιστρέφει στο ποίημα τη «φιλοφρόνηση»:
ένας, δύο, τρεις
λόγοι να εκδικηθείς την ποίηση. (24)
δαγκώνω
στο λαιμό το νέο μου ποίημα
σημάδι πάθους (54)
Ωστόσο, δεν διστάζει να τονίσει την υπέρμετρη αδυνατότητα της ποιητικής γραφής, με τον πεπαλαιωμένο, συναισθηματικά φορτισμένο, τρόπο – με μολύβι και χαρτί: «το χέρι κομμένο που γράφει» (18 & 20). Το χέρι παραμένει μοναδικό σύμβολο της γραφής και αυτοτιμωρείται για την αλαζονεία του σε συνθήκες που δεν δίνουν τέτοια ευκαιρία – στο απόγειο της τεχνολογίας. Όχι όμως για πολύ, καθώς «τα ποιήματα θ’ αναδυθούν, πεταλούδες του σκοτεινού αιώνα, / απ’ τα χέρια σου» (20). Ο στίχος «Το χέρι αναζητώντας βρίσκει τη σκιά του» (21) δίνει μια λύση, και στη συνέχεια, ανικανοποίητος, κάνει νέες εμφανίσεις (22, 51).
Η γλώσσα παραμένει πρωταγωνιστής σε όλο το βιβλίο. Η κλαγγή, ο διαπεραστικός ήχος σπαθιών σε θέση ξιφασκίας, προέρχεται από τον ανθρώπινο παλμό, τους χτύπους του ρολογιού, το καλοκαιρινό τραγούδι του τζίτζικα. Επιπλέον, τονίζεται η χωρική διάσταση των λέξεων, ο τόπος που καλλιεργούνται, ο τόπος που κρύβονται:
προσπαθείς
ν’ απαλλαγείς απ’ τις άσχημες σκέψεις, προφέροντας λέξεις
που εξαντλούν την επιθυμία – άλλη
δεν έχεις έκταση απ’ τις πεδιάδες των λέξεων. (42)
δωμάτιο λέξεις αδειάζει στο νόημα του κόσμου (45)
και μαζί η ανατρεπτική ιδιότητα της γλώσσας: το χάδι θυμίζει στο χέρι το λόγο ύπαρξής του (23), τα ουράνια ρόδα αλλάζουν θέση με το ομιλούν υποκείμενο και το ανασαίνουν (21 & 23).
Ο νοηματικός διασκελισμός επικουρεί τον ήδη μακροσκελή στίχο, απονέμοντάς του επικές διαστάσεις, με διάρκεια και οντότητα αφήγησης. Δεν συνεχίζεται απλώς στην αράδα που ακολουθεί, παραμένει ημιτελής, διατηρεί το ρυθμό του και κυλάει μέχρι να συναντήσει την επόμενη στροφή. Σε στίχους όπως «όταν μονάχα τα τζιτζίκια / μιλούσαν» (9), ο διασκελισμός ανάγεται σε εξαιρετικά εκφραστικό μέσο και αφαιρεί για μια στιγμή από τα τζιτζίκια τη συμβολική ικανότητα να χρησιμοποιούν ανθρώπινο λόγο, με στόχο να γράφουν ποίηση. Και όταν γράφει «σαν συμφωνία / θανάτου» (10), νιώθουμε το δισταγμό του πριν πει μαζί τις δύο λέξεις, την επιθυμία του να χρησιμοποιήσει, αντί για «συμφωνία», τη λέξη «κακοφωνία» ή και «σύγκρουση». Θάνατος και ποίηση, δύο σημαντικές έννοιες στο βιβλίο, ταυτίζονται με τον τίτλο και γίνονται σπαθιά που συγκρούονται ευθύς εξαρχής. Η γραφή του ποιητή οδηγεί σε μια πλούσια εσωτερικότητα που αγκαλιάζει όλες τις ανθρώπινες διαστάσεις. Η παγκοσμιοποίηση αποκτά μια πολύ διευρυμένη έννοια, γίνεται συντελεστής της ποίησης, εστία της ανθρωπότητας.
Όντως, η διαχρονική ελληνική γλώσσα του Αλέξανδρου Μηλιά πρωταγωνιστεί στο ποιητικό σύμπαν και παίρνει κάτω από τις φτερούγες της ξένες λέξεις μεγάλων ποιητών, δίνοντάς μας την έντονη εντύπωση ότι τις γέννησε, ή έστω τις υιοθέτησε η ίδια. Στη Γαλλική Αναγέννηση η αίσθηση ήταν ιδιαίτερα έντονη. Η αρχαία ελληνική ήταν η μητέρα όλων των ειδών λογοτεχνίας. Ο Ronsard, που είχε δημιουργήσει νέες λέξεις στην ποίησή του, με βάση κυρίως την ελληνική ως πιο πυκνή, τον επόμενο αιώνα θα κατηγορηθεί από τον Boileau στην Ποιητική τέχνη ότι η μούσα του, αντί για γαλλικά, μιλούσε ελληνικά και λατινικά.
Και αυτή η ιδιότητα της αρχαίας ελληνικής –και της λατινικής– ως γλώσσας που βρίσκει κατευθείαν το στόχο της, είναι ακριβώς που παραμένει ανάγλυφη και εντυπωσιάζει στην ποίηση του Αλέξανδρου Μηλιά. Οι λέξεις του έχουν νόημα και ιστορία σε βάθος χρόνου, ενώ εκτείνονται σε διεθνές επίπεδο, για να τονίσουν τον ανθρωποκεντρισμό της ποίησης.
Ένα εμπνευσμένο βιβλίο πλούσιο σε γνώσεις και γνώση από τις εκδόσεις Πατάκη.
⸙⸙⸙
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Ζωγραφική: Rufino Tamayo, Σκυλί του φεγγαριού (λιθογραφία). Δείτε τα περιεχόμενα του ενδέκατου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]