frear

Για το «Έλα να παίξουμε» του Δημήτρη Χριστόπουλου – γράφει η Γιούλη Χρονοπούλου

Δημήτρης Χριστόπουλος, Έλα να παίξουμε, εκδ. Ροδακιό, Αθήνα 2023.

Τη σιωπή παντού τη βρίσκεις· μέσα στις τσέπες του παντελονιού σου κουρνιασμένη, στα σεντόνια σου κουλουριασμένη, στις φλέβες σου χυμένη, ανάμεσα στα δάχτυλα φυλακισμένη, στα μάτια σου μπηγμένη. Δεν είναι βολετό να μάθεις, λέει. Δεν είναι βολετό να μ’ αφήσεις. Άλλη πιο ισοβίως πιστή και σιωπηλή από μένα δεν πρόκειται να βρεις. Σου ανήκω και μου ανήκεις. Κι όποιος από φίλους ξεμένει βρίσκει παρηγοριά στην αγκαλιά της πιο πηχτής σιωπής, αλλά χάνει για πάντα τη φωνή του.

Το νέο μυθιστόρημα του Δημήτρη Χριστόπουλου Έλα να παίξουμε (μετά το συγκλονιστικό Τζίντιλι και δύο συλλογές διηγημάτων) έχει τη μυρωδιά της σιωπής. Οι σιωπές σε αλλεπάλληλα στρώματα καλύπτουν η μία την άλλη, κατακλύζουν το βιβλίο, κατακλύζουν τους ήρωες, καταπίνουν τα γεγονότα, άρρητα καθίστανται και πώς να τα μιλήσεις – ιδίως όταν πρόκειται για ζητήματα ταμπού, όπως το οδυνηρό θέμα της παιδικής κακοποίησης, που βρίσκεται στον πυρήνα του πολυεπίπεδου αυτού βιβλίου.

Το παρόν του έργου τοποθετείται στη Σίφνο των αρχών της δεκαετίας του ’90, όπου φθάνει ένας νέος γιατρός, ο Στέργιος Σιδέρης, για να υπηρετήσει το αγροτικό του, μα προπάντων για να γιατρέψει τα προσωπικά του τραύματα. Είναι το νησί της καταγωγής του, η πατρίδα της μητέρας του, της Αννιώς, που πολύ νέα το εγκατέλειψε, για να παντρευτεί στην πρωτεύουσα.

Ο Στέργιος, αστέργιωτος ακόμα, σπαράζει εσωτερικά, κρύβει στα λαγούμια του νου, της ψυχής, του σώματος, των χρόνων, μυστικά ανίερα, ενοχικά, καταπίνει ντροπές και πληγές, δεν τολμά να μιλήσει -έμαθε να σωπαίνει υπομονετικά, σπαρακτικά-, εσωτερικεύει έναν αδιαπέραστο πόνο. Κακοποιημένο από τον πατέρα του παιδί έχει ανοιχτούς λογαριασμούς με το παρελθόν του και πλήθος απωθημένα να τον συνταράσσουν. Άνθρωπος ακριβού μεταλλεύματος, βαθιάς καλοσύνης, υπομονής, ανθρωπιάς, προσφοράς, πονεμένος και συναισθηματικός, παλεύει να λύσει τις σιωπές του, να τις ψελλίσει, να τις μιλήσει. Και τελικά, στο νησί, όπου ζει με τη γιαγιά του (τη λαλά του, κατά το ντόπιο ιδίωμα) στο πατρογονικό (μάλλον μητρογονικό) σπίτι, συναναστρέφεται τους κατοίκους, επικοινωνεί με τη φύση, ανασκαλεύει το παρελθόν, βρίσκει τον έρωτα, τις απαντήσεις και τον εαυτό του.

Η Αννιώ, το Αννιώ, η μάνα του, που όλη της τη ζωή την πέρασε στην πιο διαπεραστική σιωπή, υπογραμμισμένη από τον ήχο της ραπτομηχανής της, έραβε νυχθημερόν νυφικά και φουστάνια για την καλή κοινωνία, κατάπινε άφωνες κραυγές και πόνους, χωρίς να μιλά, χωρίς να διεκδικεί, χωρίς να παραπονιέται όχι μόνο για τα νυχτοπερπατήματα του άντρα της, μα και για την ανόσια συμπεριφορά του προς το παιδί τους.

Ο πατέρας, ο πρώην ειρηνοδίκης και αργότερα καταστηματάρχης στην Ελευσίνα, Μένιος Σιδέρης, με πάθη νοσηρά και αγάπη στα μικρά αγόρια, που την τροφοδοτούσε ως προπονητής ποδοσφαίρου στις νεανικές ομάδες, ούτε σύζυγος ούτε πατέρας υπήρξε, προστατευμένος από τις σιωπές, που κάποτε εξαγόραζε, προστατευμένος από τα αισθήματα ντροπής και φόβου των θυμάτων του.

Η γιαγιά Μαργαρώ, που καλοδέχεται τον εγγονό της στο νησί, δεν σταματά ν’ αναζητά τον χαμένο, από τα Χριστούγεννα του ’42 γιο της, το Σπυριδωνάκι, το Σπυ, συχνά εγκλωβισμένη σ’ εκείνον τον χρόνο, ψάχνει κι αναρωτιέται, αγωνιά και περιμένει, παίζει μαζί του και του μιλά. Βαθιά, ανεπούλωτη πληγή, ανοιχτή, αιμάσσουσα. Κι αν η Μαργαρώ μοιάζει να μη σωπαίνει, παρά να κραυγάζει τον πόνο της, έχει ωστόσο κι αυτή τις σιωπηλές, τις μυστικές γωνιές της.

Η από χρόνια πεθαμένη προγιαγιά Στεργιανή, χαροκαμένη υπήρξε κι αυτή, αφού φρεσκοπαντρεμένη έχασε τον άντρα της, τον Σπυρίδωνα, στη Μικρασιατική Καταστροφή. Μαθαίνουμε για την παροιμιώδη ομορφιά της, για τον άδικα σύντομο έρωτα και γάμο της, με καρπό τον Αγγελέ, για τον σφοδρό και αγιάτρευτο έρωτα που ένιωθε για εκείνην ο Πατριαρχέας, ο πλούσιος άρχοντας του νησιού, που τη ζήτησε δύο φορές επίσημα και χίλιες ακόμη μέσα του, για να εισπράξει την αποφασιστική -και ίσως σκληρή- άρνησή της.

Ο Φραγκίσκος Πατριαρχέας (με όνομα που παραπέμπει στην πατριαρχία), ο επονομαζόμενος Κανάγιας, ο συνεργάτης των Ιταλών, απομονωμένος στο αρχοντόσπιτό του, με συντροφιά τις μόνες τρυφερές αναμνήσεις του, τον αιώνιο, ανεκπλήρωτο έρωτά του για τη Στεργιανή. Τη φωτογραφία της έχει πάντα απέναντί του, το ποτήρι που κάποτε άγγιξε με το ελαφρύ κοκκινάδι των χειλιών της το κρατά ακόμα και το αγγίζει τρυφερά με τα χείλια του. Ο κακός γίνεται καλός, έχει αισθήματα, τον συμπονούμε γι’ αυτά, για τις στερήσεις της σάρκας και της ψυχής, ανελέητα φτωχός σ’ αυτά τα πεδία.

Η Αγγελική, εξηντάρα πια, από παιδί στη δούλεψή του, σαν ψυχοκόρη του, κρατά το σπίτι και τα μυστικά του.

Το Σπυριδωνάκι, εφτάχρονο, αθώο παιδί, χαμένο απρόσμενα την ώρα που πήγαινε να καλαντίσει, καταδικασμένο σε αιώνια σιωπή. Όλο το νησί τον έψαξε, στοιχειώθηκε από το μυστήριο της απουσίας του και πώς να απαντήσει.

Το Λεωνί, ο παιδικός του φίλος, ο καλλιτέχνης κεραμοποιός, αυτός που τον συνόδευε τη μέρα που χάθηκε στα κάλαντα, μιλά μαζί του σιωπηλά, με τα πήλινα πουλιά, που του φτιάχνει για να του κρατούν παρέα.

Ο Φάνης Γκίκας, ο αγαπημένος καθηγητής του Στέργιου, μοναχικός, σιωπηλός κι αυτός, ωστόσο προστάτης του, οδηγός του, με τα δικά του πάθη και βάσανα, αλλά με αξίες και αρχές, του άφησε παρακαταθήκη ένα ημιτελές, ακατάστατο μυθιστόρημα, σαν ιερό χρησμό, το οποίο εντέλει λειτούργησε πάνω του λυτρωτικά, παρακινητικά για να «γράψει» το πραγματικό «μυθιστόρημα» της δικής του ζωής.

Τη Μυρτώ, την κοπέλα που ερωτεύεται ο Στέργιος στο νησί, περισσότερο τη νιώθουμε από την ευεργετική επίδραση που ασκεί πάνω του η σχέση τους, την απελευθερωτική, τη λυτρωτική, την ανατρεπτική στη ζωή του, που του ανοίγει δρόμους και μονοπάτια, που του δίνει ανάσες, αναπνοές, που του ποτίζει με βάλσαμο τις πληγές του.

Χαρακτήρας του βιβλίου είναι και η Σίφνος με τα όλα της: το κάτασπρο αυτό μαργαριτάρι καταμεσής του αρχιπελάγους, η ιστορία της, η φύση της, οι άνθρωποί της, με τα ωραία τους, παράξενα ονόματα, τα κομμένα, τα ουδέτερα, το Σπυ, το Λεωνί, το Αντώ, το Μανώ, οι ασχολίες τους, τα καφενεία και τα τσικαλαριά, τα έθιμα, τα παιχνίδια, η γλώσσα της, οι λέξεις της, οι εκκλησιές της, οι τρούλοι της, τα χωριά της, τα τοπωνύμιά της, οι θημωνιές της, οι ξερολιθιές της, οι πεζούλες της, τα ξερικά κηπευτικά της, οι φλάροι και τα τσουκάλια της, ο πηλός της, τα εγκαταλειμμένα μεταλλεία της, τα ασβεστωμένα σπίτια της, η λευκότητά της, το νησιώτικο χρώμα της, οι απάτητες κορφές της, η θάλασσά της, οι ήχοι της, τα κοτσύφια της, οι γεύσεις της, τα μελωμένα φοινίκια της με σουσάμι, κανέλλα και μυστικά. Σιωπηλή κι αυτή, τόσα χρόνια κρύβει στον κόρφο της απορίες και απαντήσεις αμίλητες.

Τους περισσότερους χαρακτήρες τους γνωρίζουμε έμμεσα, δεν τους συναντούμε απευθείας, βρίσκονται στο παρασκήνιο, ξεπηδούν από το παρελθόν του Στέργιου, μέσα από τα μάτια του οποίου βλέπουμε την ιστορία ως επί το πολύ.

Διαρκές το πηγαινέλα από το παρόν στο παρελθόν, μόνο που το παρελθόν είναι εδώ, μέσα στους ήρωες, το κουβαλούν στο σαρκίο τους, στα βάθη του είναι τους, δεν μπορούν ν’ απαλλαγούν από αυτό, όσο κι αν ίσως το θέλουν. Ο Στέργιος δεν ξεχνά τις εφιαλτικές νύχτες της παιδικής ηλικίας, η Μαργαρώ δεν μπορεί να ξεφύγει από τη βασανιστική παρουσία του εξαφανισμένου Σπυ, η Αννιώ δεν μπορεί να λησμονήσει τη χαραμισμένη ζωή της, τη διπλανή ανίερη κάμαρα, ο Πατριαρχέας αδυνατεί να ησυχάσει από την ασίγαστη νοσταλγία του για τη Στεργιανή. Ολέθρια παρούσες απουσίες.

Το παρελθόν και το παρόν είναι αδιάσπαστα. Ο χρόνος δρα ενοποιητικά στο βιβλίο, ανάγεται σε ένα διαρκές παρόν, σε ένα διεσταλμένο τώρα, που χωρά το παρελθόν και το μέλλον, που καθορίζεται από αρχετυπικές γραμμές, από μοίρες ανάγωγες. Διαλεκτικά δεμένα μοιάζουν να είναι και τα ψέματα με τις αλήθειες, όπως υπογραμμίζεται και στην επανερχόμενη φράση «Ψέματα κι αλήθεια, έτσι είν’ τα παραμύθια». Αξεχώριστα επίσης αναμειγνύονται ζωντανοί και πεθαμένοι, γίνονται ένα, αυτό προπάντων. Ήρωες και γεγονότα περασμένα διεισδύουν ανάμεσα στους ζωντανούς, οι ζωντανοί κυκλοφορούν ανάμεσα στους νεκρούς και στα φαντάσματα. Αξεδιάλυτες οι γραμμές που χωρίζουν τους δύο κόσμους, αφού οι νεκροί είναι εδώ, προπάντων τα χαμένα παιδιά: Τα παιδιά που έμειναν παιδιά έρχονται και μας βρίσκουν τις πιο ανύποπτες ώρες. Κάτι παράφορα βράδια της άνοιξης τρυπώνουν απ’ τις χαραμάδες, ανάβουν ένα κερί, ανοίγουν το παλιό μπαούλο και κάθονται στο πάτωμα να παίξουν με τα παροπλισμένα τους παιχνίδια. Όχι· δε φεύγουν μακριά, μέσα μας κρύβονται και κουρνιάζουν.

Ο συγγραφέας καταδύεται με αξιοθαύμαστη ευστοχία στις ψυχές των χαρακτήρων του, στα ανεξερεύνητα βάθη τους, φωτίζει με ποικίλους και ευκρινείς φωτισμούς τα σκοτάδια των ψυχών τους, ώστε να αναδύεται ο καημός του καθενός, ο πόνος του, οι σκέψεις, τα συναισθήματα, οι πληγές του, αναδεικνύοντας τις αθέατες ή και αντίρροπες πλευρές τους, τη συνύπαρξη κάποιες φορές του καλού με το κακό.

Η αφήγηση, τριτοπρόσωπη, με πολλές πρωτοπρόσωπες ενσωματώσεις μονολόγων ή περίπου μονολόγων. Ο αφηγητής δίνει τον λόγο σε όλα σχεδόν τα πρόσωπα, που τα ακούμε σε μονολόγους αποκαλυπτικούς, συγκλονιστικούς, στη Μαργαρώ (που απευθύνεται στον χαμένο της σύζυγο ή στο χαμένο παιδί της), στον Πατριαρχέα (που μέσα από τον πλαγιασμένο λόγο του δίνει το πρώτο πρόσωπο στη Στεργιανή, ώστε να ακούσουμε και τη δική της φωνή -μια εξαιρετική αφηγηματική τεχνική του συγγραφέα, που εισάγει διπλή διαμεσολάβηση), στον Στέργιο (που απευθύνεται στον πατέρα, ο οποίος παίρνει εντός του μονολόγου το λόγο, όπως ανάλογα και η μάνα του), στο Σπυριδωνάκι, στο Λεωνί, στην Αγγελική, ακόμα και στη σιωπή, τη Σιωπή, που γίνεται κι αυτή ένας χαρακτήρας του έργου, η ισχυρότερη, τραγικής διάστασης, μορφή.

Πολλές, λοιπόν, οι φωνές στο έργο, πολλές οι αναψηλαφήσεις των ψυχών, η καταβύθιση σε μύχιες σκέψεις, οι οποίες, ωστόσο, με την αφηγηματική ευρηματικότητα του συγγραφέα, συνενώνονται κατά κάποιο τρόπο σε μια λογοτεχνική φωνή, που λειτουργεί ενοποιητικά για το όλο έργο, όχι μόνο γιατί λειτουργεί η πηγαία, αστείρευτη λογοτεχνικότητα του συγγραφέα, η τόσο ισχυρή, η τόσο ατιθάσευτη που εισχωρεί παντού, αλλά και γιατί αυτή η ενοποιητική φωνή δεν είναι παρά οι για χρόνια αποκλεισμένες λέξεις, είναι όσα δεν ειπώθηκαν ποτέ είτε επειδή αυτό ήταν απαγορευμένο ή υπαγορευμένο είτε επειδή ήταν οδυνηρά δύσκολο. Είναι αυτά τα μύχια, τα βασανιστικά, τα ανομολόγητα, που γρατζουνούν τις ψυχές και το νου, οι συλλαβές που καταπίνονται μία – μία και σχηματίζουν λέξεις που μένουν τραυλές στον μέσα κόσμο τον σκοτεινό. Είναι οι λέξεις που ξεχύνονται ορμητικά με δύναμη κραυγής, με την ισχύ της απόγνωσης, είναι τα βουλιαγμένα λόγια που αναδύονται και λειτουργούν καταλυτικά και τελικά καθαρτικά.

Η γραφή του Δημήτρη Χριστόπουλου είναι μαγική, συναρπαστική. Έχει βαθύ συναισθηματισμό, ποιητικό ρυθμό, αλλά και ποιητικότητα εν γένει. Ο συγγραφέας βυθομετρά τη γλώσσα, εξορύσσει πλούσιο μετάλλευμα και σμιλεύει λόγο ζηλευτό.

Η αφήγηση είναι δεξιοτεχνική, λεπτοβελονιά, κέντημα πολύχρωμο, με τις αναδρομές, με τους υπαινιγμούς (που τόσο αγαπά ο συγγραφέας), με τη σταδιακή ανέλιξη της εξιστόρησης, με την κλιμακωτή αποκάλυψη των μυστικών και την παράταση της αγωνίας μέχρι το τέλος, αφού η ιστορία έχει και μια τρόπον τινά αστυνομική πλοκή, κυρίως σχετιζόμενη με την εξαφάνιση του αγοριού, αλλά και με την τύχη του αμαρτωλού πατέρα. Ο Στέργιος προσπαθεί να βρει απάντηση στο μυστήριο της εξαφάνισης και το καταφέρνει. Σε όλο το φάσμα της εξιστόρησης τα κομμάτια μπαίνουν σταδιακά στη θέση τους και συγκροτούν αποκρίσεις. Οι διαρκείς σιωπές, οι με κόπο μαθημένες, οι σιωπές που είχαν μεταβληθεί σε τρόπο επικοινωνίας, τελικά ξεσκεπάζουν τα πέπλα τους.

Την ίδια ώρα, η αφήγηση εκτυλίσσεται και με τον τρόπο της αρχαίας τραγωδίας, με τα πάθη, τις συγκρούσεις, κυρίως εσωτερικές, την αλγεινή πορεία προς την αυτογνωσία και την αναγκαία κάθαρση. Οι ανομολόγητοι φόβοι, οι θαμμένες εκμυστηρεύσεις, οι άτολμες ελπίδες συνιστούν τις εσωτερικές συγκρούσεις των ηρώων, που καθαίρονται με την εξομολόγηση, με την αποκάλυψη. Το τραύμα είναι βασικό καθοδηγητικό μοτίβο της ιστορίας, όπως γενικά η παιδική ηλικία και τα ανεξίτηλα σημάδια της.

Και ίσως το νησί, ηλιόλουστο αλλά και κάποτε βροχερό, να είναι ακριβώς εκείνο το αναγκαίο στοιχείο που δρα ως καταλύτης για να οδηγηθούν τα πράγματα στη λύτρωση, στην όποια λύτρωση, στη λύση, στο ξεκαθάρισμα με το παρελθόν, με τους μύθους, με τα ψέματα, στη νέα αρχή. Εκεί, στον τόπο απ’ όπου ξεκίνησαν όλα, εκεί στο χρόνο κοντά στην Ανάσταση (από τον Φλεβάρη μέχρι το Πάσχα του ’92 ξετυλίγεται η παροντική δράση) συμβαίνουν θάνατοι και αναστάσεις, εκεί δίπλα στη θάλασσα, όπου ο θαλασσινός αέρας που φύσηξε δυνατά πήρε τη σιωπή και τη σκόρπισε μακριά, οδηγούνται στο φως όχι μόνο τα μυστικά αλλά και οι άνθρωποι. Ο Στέργιος ξαναβρίσκει τη χαμένη αθωότητα της παιδικής ηλικίας και μπορεί να κοιτάζει μπροστά («Μες στον αέρα κοίτα ένα αγόρι – να το χαρώ! Δευτέρα ξεπετιέται, Τρίτη μεγαλώνει, Τετάρτη τραγουδά, Πέμπτη σταυρώνεται, Παρασκευή ξεψυχά, Σαββάτο ανασταίνεται»).

Και λίγα λόγια για τον τίτλο Έλα να παίξουμε: Η εντύπωση που δημιουργεί η πρώτη επαφή με το βιβλίο είναι αυτή της παιδικής αθωότητας, ο τίτλος «έλα να παίξουμε», η όμορφη, νοσταλγική φωτογραφία (της Σοφίας Αρμελινιού) από την παλιά Σίφνο, με τα παιδιά που παίζουν στα στενά σκαλιά, δίπλα στα ασβεστωμένα σπίτια, η αμεριμνησία, η φυσικότητα, η ανεμελιά. Όμως, όχι. Δεν είναι αυτό, δεν είναι αθώο αυτό το παιχνίδι. Το παιχνίδι στο βιβλίο, ρητό, υπόρρητο ή άρρητο, είναι διαφορετικό, αγχωτικό, απειλητικό, ενήλικο, κακοποιητικό. Είναι αγωνία και άσκηση στη σιωπή. «Έλα να παίξουμε» λέει η μάνα στον μικρό Στέργιο, έλα να κρατήσουμε δύο, δέκα, εξήντα λεπτά σιωπή, έλα να μάθουμε, εμείς οι πονεμένοι, να μη μιλάμε, να καταπίνουμε τις πίκρες μας. Το παιχνίδι της σιωπής είναι τα μυστικά, οι ανόσιοι ήχοι, τα μισόλογα κι η δυστυχία. «Έλα να παίξουμε» ίσως έλεγε ο κακοποιητικός πατέρας στον μικρό Στέργιο, αλλά αυτό δεν ήταν παιχνίδι, αγκάθι ήταν, μελανιά στην ψυχή και στο σώμα. «Έλα να παίξουμε» έλεγαν και λένε ακόμα στο Σπυριδωνάκι, στο χαμένο παιδί, που δεν χόρτασε το παιχνίδι, που μάταια το καλούν να συνεχίσει ό,τι άφησε στη μέση. Δεν είναι παιχνίδι αυτό, είναι χαμός, οριστική σιωπή. Πώς να παίξεις με τόση σιωπή; Το παιχνίδι είναι φωνή και γέλιο, δεν είναι η σιγή του θανάτου, δεν είναι να εξετάζεις κάθε πρωί το σώμα σου για μελανιές και σημάδια ανόσια.

«Έλα να παίξουμε» είναι, λοιπόν, ένα από τα μοτίβα του βιβλίου, παραπλανητικό όπως και το άλλο, το «Πώς μπορεί ένας άνθρωπος να τραυματίζει τις νύχτες τον εαυτό του;», αφού κάποιος άλλος σε τραυματίζει τις νύχτες (ή μήπως ήσουν εσύ;) ή ακόμα και το «Ψέματα κι αλήθεια, έτσι είν’ τα παραμύθια», αφού εντέλει δεν πρόκειται για παραμύθια, παρά μόνο για τη σκληρή, δύσκολη, αγκαθωτή αλήθεια.

Το βιβλίο του Δημήτρη Χριστόπουλου διαβάζεται απνευστί και, παρά το δύσκολο θέμα του, αφήνει μέσα μας μια γλυκιά αίσθηση, όχι μόνο γιατί καταλήγει στο φως και την «Ανάσταση», όχι μόνο γιατί ποτίζεται από το χρώμα το βαθύ της αγάπης, αλλά και γιατί το διαπερνά η τρυφερότητα, η συγκίνηση και η -σαν πονετικό χάδι- υπέροχη γραφή του.

⸙⸙⸙

[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Φωτογραφία: Βούλα Παπαϊωάννου, Παιχνίδι στη Μύκονο (Φωτογραφικό Αρχείο Μουσείου Μπενάκη). Δείτε τα περιεχόμενα του ενδέκατου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]

Σε λίγο καιρό κοντά σας με νέο ηλεκτρονικό τεύχος στο mag.frear.gr

Mag.frear.gr – Τα ηλεκτρονικά μας τεύχη