Δημήτρης Νόλλας, Οι απέθαντοι, Ίκαρος, Αθήνα 2023.
Σπάνια κανείς αναλογίζεται την απόσταση που χωρίζει δυο νεότητες μακρινές εκ των πραγμάτων απ’ τα χρόνια κι έτη φωτός μακριά εξαιτίας των συνθηκών. Ακόμα πιο σπάνια μπαίνει κανείς στη διαδικασία να βάλει σε τάξη τα δεδομένα και τα ζητούμενα του τότε και του τώρα και να συγκρουστεί γενναία και δίκαια με το φως και το σκοτάδι του δυσνόητου σήμερα. Κι όσο κι αν οι ανησυχίες, οι φιλοδοξίες, οι απογοητεύσεις, οι συγκινήσεις, οι έρωτες, οι χαρές και οι λύπες δεν αλλάζουν ριζικά μέσα στα χρόνια, τα θεμέλια κάθε ενηλικίωσης δεν είναι ποτέ τα ίδια.
Ο Δημήτρης Νόλλας στη νέα του νουβέλα με τίτλο Οι απέθαντοι (εκδ. Ίκαρος), επιχειρεί να πιάσει κι απ’ τις δυο μεριές το νήμα που ενώνει δυο γενιές, τις οποίες δεν χωρίζουν μόνο τα χρόνια και οι εποχές, αλλά και η τεχνολογική, η πολεοδομική, η συναισθηματική, η οικονομική και τελικά η κοινωνική μετάλλαξη του ανθρώπου στο πέρασμα των ετών.
Ο Ηλίας και ο Ματθαίος, είναι δυο άνθρωποι που έμαθαν αλλιώς να επικοινωνούν, αλλιώς να φλερτάρουν, αλλιώς να τα βγάζουν πέρα, σε ένα τελείως διαφορετικό περιβάλλον. Γνώρισαν την ελπίδα, τη μάχη για ελευθερία και δίκαιο, την απογοήτευση έπειτα. Βλέπουν όσα βιώσαν κι αγάπησαν στο παρελθόν, όσες «φωλιές» τους ανέθρεψαν και τους ζέσταναν σε ψυχρούς καιρούς, να έχουν πια αλλάξει και κάποια από αυτά να έχουν γκρεμιστεί. «Είμαστε μια κοινωνία η οποία από την πρώτη μέρα που ξεκίνησε να δημιουργήσει ένα ανεξάρτητο κράτος δεν έπαψε να αλληλοσπαράσσεται…», διαπιστώνουν με λύπη.
Η ιστορία τους εξελίσσεται υπό τη σκιά της Μαργαρίτας, που ο δειλός κι αδέξιος έρωτάς τους για εκείνη τους έστειλε χωριστά στα δύο άκρα της γης σαν τιμωρία απέναντι στην ίδια τη ζωή που δεν σηκώνει δεύτερες σκέψεις για τους πόθους και το πάθος μας. Το ίδιο κόστισε και στη ζωή της ίδιας περνώντας ένα μεγάλο μέρος της με τον Νεόφυτο Ρασκόλη και την προβληματική, εγκληματική και αναπάντεχα έξυπνη κι οξυδερκή ιδιοσυγκρασία του. Η πορεία του υπήρξε ένα απότομο κατρακύλισμα από τον θρόνο της μικρής επαρχιακής δόξας, των επαίνων και της αφθονίας, στον βούρκο του εγκλήματος και της τρομοκρατίας, με την εξυπνάδα που τον διακατείχε να χρησιμοποιείται ως μοχλός αυτοκαταστροφής. Στο βιβλίο ξετυλίγεται παράλληλα σαν ένας μύθος που δεν χωρούσε σε κανενός την πραγματικότητα και σε καμία περίπτωση στην «αληθινή ιστορία που έγινε πραγματική».
Οι δύο φίλοι επισκέπτονται την από κοινού πρώτη τους αγάπη στο σπίτι της, σε μια γειτονιά που ζει γεμάτη «από την εγκατάλειψη και τη φθορά των μισοφωτισμένων κτηρίων ένα γύρο». Εκεί θα γνωρίσουν μια παρέα ονειροπόλων και φιλόδοξων νεαρών ηθοποιών που κινδυνεύουν να χάσουν το ένα και μοναδικό κατάλυμά τους και θεατρικό απάγκιό τους κάτω από τις σκληρές και αδυσώπητες μπουλντόζες του ελληνικού κράτους.
Όλοι αυτοί οι διαφορετικοί κόσμοι που καταφέρνουν να συμπλεύσουν σε μια σύντομη, μα και τόσο περιεκτική ιστορία, είναι μερικές μόνο από τις άπειρες εκφάνσεις και τους εξίσου άπειρους συνδυασμούς που ενυπάρχουν όχι μονάχα σε διαφορετικούς ανθρώπους της ίδιας κλειστής ή ανοιχτής κοινωνίας, αλλά και στον ίδιο μας τον εαυτό πολλές φορές, σ’ ένα αλλοπρόσαλλο και συγκινητικό μείγμα επιρροών και αναφορών, που μας κρατούν όρθιους κι ευθυτενείς σ’ αυτό το πρόσκαιρο ταξίδι μας στην ολοκλήρωση.
Οι απέθαντοι είναι σίγουρα μια αληθινή ιστορία που γίνεται καθημερινά πραγματική και ως εκ τούτου μια μελαγχολική συνειδητοποίηση της παραζάλης που μας κυβερνά, παραδομένους στο έλεός της, αλλά και της μικρής εκτυφλωτικής λάμψης που αγκομαχά να επιζήσει υποδόρια και αθόρυβα στις πιο κομβικές αρτηρίες της ψυχής, του σώματος και της κοινωνίας μας.
⸙⸙⸙
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Ζωγραφική: ©Eyvind Earle. Δείτε τα περιεχόμενα του δέκατου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]