frear

Η Διαλεκτική της Ποίησης: Η «Φωνή» της Πίτσας Γαλάζη – γράφει η Καίτη Χρίστη

I. Εισαγωγή

Ο πιο ευάρμοστος τίτλος για μια ποιητική σύνθεση είναι αναντίρρητα η λέξη Φωνή, ο Λόγος, το ύψιστο δώρημα του όντος, φορτισμένη με όλα τα σπέρματα και τις βαθειές ρίζες της κουλτούρας. Η φωνή της ποιήτριας η πληθωρική, πολυσήμαντη φωνή της Πίτσας Γαλάζη, είναι η συνείδηση, ο ψυχισμός, ένα ηχείο από τα έγκατα της υποστάσεως για να αποτυπώσει σε λέξεις, στίχους, στροφές, καημούς, πάθη και νοσταλγίες, την πολυκύμαντη πορεία του βίου.

Η ιστορία της φωνής, του λόγου, βυθίζεται και αναδύεται από τα βάθη των αιώνων. Η πρώτη ελληνίδα φωνή του αρχηγέτη των ποιητών, τα έπη του Ομήρου, εγχάρακτα σε παπύρους ή περγαμηνές, μια αρχέγονη φωνή που σφράγισε μια για πάντα τη Μεγάλη Ποίηση και από τα πλούσια δείπνα της ψυχία ενστάλαξε στους τραγικούς ποιητές. Η φωνή της ποίησης υψώνεται ως θανάσιμη κραυγή του Αίαντα, ως κομμός της ανύμφευτης Αντιγόνης, ως οιμωγή των Τρωάδων στον τραγικό λόγο. Κι ο Πλάτων, αν και μετεωρίζεται ανάμεσα στον γραπτό και προφορικό λόγο, η φωνή που έμεινε εις τον αιώνα είναι ο λόγος του που μνημειώθηκε στους διαλόγους του, ως πεμπτουσία της φιλοσοφίας. Οι αλλεπάλληλες φωνές ακούονται ως ικετήριοι ύμνοι στους ψαλμούς «φωνή προς Κύριον εκέκραξα» «σύνες της κραυγής μου, πρόσχες της φωνής της δεήσεώς μου». Το πιο ωραίο Ευαγγέλιο, του Ιωάννη, αρχίζει με τη φωνή «Εν αρχή ην ο Λόγος» με όλο το θεολογικό βάθος που κομίζει. Συναφές είναι και το ποιητικότατο παράθεμα από το έργο του Παπαδιαμάντη ως προμετωπίδα της ποιητικής συλλογής.

Στη διαδρομή των αιώνων κάθε αυθεντικός ποιητής, ακολουθώντας την πανάρχαια εντολή στους ηγήτορες του πνεύματος, υψώνει διαπρύσια τη φωνή του, ως εξάγγελος του φωτός, ως προσδοκία, ως διαμαρτυρία, ως καταγγελία, ενίοτε ως φωνή βοώντος εν τη ερήμω.

(Η ποιήτρια, όπως η ίδια δηλώνει, είχε ήδη γράψει 10-12 ποιήματα της συλλογής όταν πληροφορήθηκε την καταγεγραμμένη από Τουρκοκύπριο λοχία των Βρετανών συνομιλία του Κυριάκου Μάτση με τους διώκτες του. Εκεί οι απαντήσεις του Μάτση μέσα από το κρησφύγετό του αποδίδονται με τη λέξη «φωνή», η οποία μετατρέπεται στη συνείδηση της ποιήτριας σε «φωνή πατρίδας», όπως ακούγεται μέσα από τις διαδοχικές εμπειρίες κατοχής και βασανισμού αυτού του τόπου καθώς διεκδικεί την ελευθερία του: «Μολών λαβέ. Αν τολμάτε, ελάτε να με πάρετε. Ζωντανός δεν πέφτω στα χέρια σας. Αν θα βγω, θα βγω πυροβολώντας.» σημ. σ.157)

Τα ποιήματα της συλλογής διακρίνονται με τα γράμματα του λατινικού αλφαβήτου Ι – LXXII. Το τελευταίο δεν αριθμείται. Μερικά ποιήματα είναι έντιτλα, άλλα άτιτλα. Ακολουθούν ερμηνευτικές σημειώσεις.

ΙΙ. Η Πίτσα Γαλάζη διαλέγεται, αναμετριέται με πάθος και έρωτα με τη ζωή, την ομορφιά, την ψυχή του τόπου, την ιστορία. Άραγε μπορεί κανείς να γράψει χωρίς βαθιά βιωμένη γνώση της ιστορίας;

Η ποιήτρια μεταμορφώνει τον ιστορικό χρόνο σε μια συναρπαστική διελκυστίνδα από την επανάσταση εναντίον των Περσών το 500 π.Χ., τη Βυζαντινή Κύπρο, τη Μεσαιωνική με την Παναγιά της Κανακαριάς, με τους 13 μάρτυρες της Καντάρας το 1231, τη Μαρία τη Συγκλητική το 1571 ως την εποχή μας.

Ως πρώτος θεματικός άξονας της συλλογής αναδεικνύεται, κατά τη γνώμη μου, μεταξύ άλλων, η παλιότερη Ιστορία της Κύπρου, Αρχαία και Μεσαιωνική. Μνήμων της Ιστορίας και των θρύλων, η ποιήτρια διασπείρει στην καρδιά των στίχων με ποικίλες αναφορές την αγάπη της για κείνον, τον Ονήσιλο που ως μάρτυρας της Ελληνικότητας καθαγιάστηκε με τον χρησμό του Μαντείου ως μελισσουργός.

Τον τόπο τίκτει από την αρχή
καπνός ιερομόναχος
σε καύκαλα και κρανία
μελισσουργός. (σ.21)

Το εναρκτήριο ποίημα Ι(α) και το β που ακολουθεί μετουσιώνει τον μεσαιωνικό θρύλο της Ρήγαινας με τα εκατό σπίτια στην κορυφή του κατεχόμενου Ιλαρίωνα, ενώ η ποιήτρια προσδίδει σ’ αυτό το παλίμψηστο των περιόδων της Ιστορίας της Κύπρου που εγκαταβιώνει στη μνήμη και στο παρόν του τόπου.

Ανέβαιναν οι φωνές των εκατό σπιτιών μου
από τα έγκατα ακροβάτισσες,
ηχούσαν στρώματα και πετρώματα μετάλλων. (σ.11)

Ως δεύτερος θεματικός άξονας, καίρια θέση στη Φωνή ενέχει ο Αγώνας του 1955-’59. Όταν άρχισε ο Αγώνας του ’55, εκείνη η μεγάλη Χίμαιρα, η απροσδόκητη ουτοπία που μεταρσίωσε την ψυχή της Κύπρου και χάραξε τη χάλκινη εποχή, όπου πρωτόθετοι οι νέοι, οι Αρχάγγελοι της λευτεριάς αναδύθηκαν θεοειδείς σαν τα πανέμορφα χάλκινα αγάλματα του Ροντέν, η ποιήτρια ήταν έφηβη. Με τον ιδανισμό της νιότης συγκλονίστηκε από τον σεισμό της 1ης τ’ Απρίλη κι ο Αγώνας έγινε η πρώτη και μεγάλη της αγάπη. Κι οι συναγωνιστές της που έφτασαν στην αγχόνη ή κάηκαν ζωντανοί φάνταζαν ημίθεοι· σ’ αυτούς επανέρχεται, μνημονεύει Γρηγόρη, Μιχάλη, Κυριάκο, Ευαγόρα, μορφές χαραγμένες στην καρδιά της με μοιρογνωμόνιο.

Δεν είναι τυχαίο ότι το ΙΙ ποίημα είναι αφιερωμένο στον Κυριάκο Μάτση, τον αγωνιστή που τόλμησε να πει στον Άγγλο αξιωματικό το περιλάλητο «ου περί χρημάτων ποιούμεθα τον αγώνα, αλλά περί αρετής».

Και το ΙΙΙ ποίημα για έναν άλλο μάρτυρα της ελευθερίας, τον Μιχαλάκη Καραολή, 22 χρόνων, που τον Μάη του 1956 απαγχονίστηκε από τους Άγγλους:

ο Μιχάλης αθώος οπλίζοντας
την φωνή
με τα χαίρε λευτεριά
και τη μια και τη μόνη π’ αγάπησε. (σσ.16-17)

Μακαρισμοί το ποίημα και κιβωτός των αναμνήσεων, καθώς διαμελίζεται η φωνή της ανάμεσα στον έφηβο ποιητή και αγωνιστή Ευαγόρα Παλληκαρίδη:

Μικρός μέσα στα ποιήματα
στις λέξεις οιακίζεις
Ηνίοχος. (σσ.73-74)

Και στον νεομάρτυρα της Κύπρου, που όπως οι μάρτυρες του Χριστιανισμού κάηκε ζωντανός από τους Άγγλους, τον σταυραετό του Μαχαιρά, στον οποίο αφιερώνει δύο ποιήματα, όπου αποδίδει ποιητικά όλη την τελετουργία του ολοκαυτώματος.

Τέλος, σε μια εκστατική ταύτιση με τον μάρτυρα, η ποιητική φωνή ενώνεται μαζί του.

Άνοιγε η φωνή μου το ράσο της
κι άχνιζαν οι καμένες σάρκες της

Αετός
στις σάρκες που καπνίζουνε

Χώματα του Γρηγόρη
Φώναξέ με ν’ αποκριθώ
Πυροβολώντας να εμφανιστώ
Λουσμένη στο αίμα μου
Στο ποίημα πατρίδα να κατοικήσω
Να γίνει η φωνή ελευθερία μου
Και τα πουλιά μόνο οι φίλοι μου. (σ.86)

Η πινακοθήκη του Αγώνα ολοκληρώνεται με μια γυναικεία τραγική μορφή, τη Λουκία Παπαγεωργίου, που πυροβολήθηκε και σκοτώθηκε στο χωριό Αυγόρου στην προσπάθειά της να εμποδίσει τη σύλληψη συναγωνιστών της. Ήταν μητέρα έξι παιδιών και έγκυος στο έβδομο παιδί της, όταν έπεσε:

Λουκία
Πουλιά στον ουρανό η Λουκία
Με τα εφτά παιδιά της σεργιανίζει
Παναγία. (σσ.31-32)

Έναν τρίτο θεματικό άξονα συνιστούν τα ποιήματα που αφορούν, σε συνάρτηση με την τραγωδία του 1974, γυναικείες μορφές, που αναδεικνύονται στη Φωνή με την εράσμια ευαισθησία τους, την τρίσβαθη ψυχή τους, ως ρίζα της ίδιας της ζωής, που ως αντίδωρο η φωνή τους κατακλύζει το σύμπαν:

Οι γυναίκες οι ριζιμιές
οι γυναίκες οι ουράνιες
κήρυκες του ατελεύτητου.

ως κοινωνοί του άρρητου μυστηρίου που συνέχει του αρμούς του κόσμου.

Το ποίημα οι «Κύπριες γυναίκες» (σ. 87), είναι μια ελεγεία που συμπυκνώνει και ιχνογραφεί τη διακεκαυμένη ζώνη της ακραίας ιστορικής εμπειρίας του 1974. Οι γυναίκες συγγενείς των αγνοουμένων με τις φωτογραφίες των αγαπημένων τους, κολλημένες πια στην καρδιά τους, να στέκονται ώρες ατέλειωτες στο οδόφραγμα και στις πρεσβείες των ξένων και να καταγγέλλουν το έγκλημα, το άγος της ύβρεως:

Φωνή Χαρίτα και χαρίεσσα

κι η τριτοπρόσωπη αφήγηση περνάει στη Φωνή στο πρώτο πρόσωπο ως διαμαρτυρία urbi et orbi.

Ως επεισόδιο αρχαίας τραγωδίας το ποίημα «Το καλοκαίρι των οστών» σε τέσσερις παραλλαγές ΧΧΧΙ, I, II, III,ΙV εξιστορεί μετά από τόσα χρόνια προσδοκίας, απελπισίας, ελπίδας, σπαραγμού, την επιστροφή των χαμένων, των αγνοουμένων. Κάθε τόσο μια ξύλινη κασέλα στη θέση των ονομάτων που φωνάξαμε χρόνια και τώρα ήρθαν οστά, τρυπημένα κρανία απ’ το φονικό.

Το ποίημα είναι πια οστεοφυλάκιο:

Γιατί πια ένας ένας γυρίζουν χωρίς πρόσωπο
να τους ξανακλάψουμε

κι αναρωτιέται η ποιήτρια:

Και τώρα τι θα κάνουμε μητέρα;
Θα τους αναπάψουμε
Θα τους διαβάσουμε
Οι αγαπημένοι να ’βρουν πρόσωπο
Για να μας χαιρετήσουν
Η φωνή μου μαζεύει οστά
Και για να χτίσει το ποίημα
Γιατί το ποίημα
Από τα κόκκαλα είναι βγαλμένο. (σ. 89,90,91)

Ένας τέταρτος θεματικός κύκλος αφορά τα ποιήματα ποιητικής που μιλούν για τη δυναμική του ποιητικού λόγου, για τη Φωνή που εισάγει στο μυστήριο του όντος, καταργεί τον θάνατο, η Φωνή που μπαίνει καίγοντας στο ποίημα για να δώσει το αληθινό νόημα στα πράγματα.

Το ποίημα:

παραβιάζει το μέλλον
αποκαλύπτει το παρελθόν
φέρνει φωνές από την άλλη πραγματικότητα
φόβος το ποίημα, μες την φωνή του
πόνος βαθύς
φόβος και αγάπη γιατί η αλήθεια
κατεδαφίζει και πάλι κτίζει
χτυπά την πύλη του Παραδείσου
κήρυκας μνήμης είναι το ποίημα
χώμα πατρίδας φέρνουν οι λέξεις. (σσ.68-69)

Ολοκληρώνοντας το μαγικό ταξίδι στην ποιητική ενδοχώρα της Πίτσας Γαλάζη, άφησα τελευταίο έναν πέμπτο θεματικό κύκλο που με καθήλωσε διαβάζοντας το τελευταίο της βιβλίο.

Γιατί πέρα από όσα υπαινικτικά κάποτε, άλλοτε χωρίς περιστροφές, τη σημάδεψαν στην ποιητική της διαδρομή, την ενδελεχή μαθητεία της, τη μετά πάθους διακονία της στον πνευματικό βίο της Κύπρου, η Φωνή μάς αποκαλύπτει τον άνθρωπο στην αυθεντικότητά του, το δισυπόστατο της υπάρξεως.

Αναδιφώντας στην ποιητική σύνθεση διαπιστώνουμε πως ψήγματα μεταφυσικής διανθίζουν τα ποιητικά σύμβολα άνθη των εξαίσιων κήπων ενός τόπου άλλου φράσεις από το Ευαγγέλιο, ή τη Βυζαντινή υμνογραφία σε άρρηκτη σχέση με το φθαρτό νυν, υψώνοντας κατακόρυφα την ποιητική έμπνευση, υπομιμνήσκοντας την άλλη διάσταση την πέραν του τάφου, την τελική αλήθεια του όντος:

Κι άλλη μας ζωή
η αιώνια

Σπαράγματα στίχων συνθέτουν ποιητική απόδοση του Ευαγγελίου της Ανάστασης.

Σε άμεση συνάρτηση με τη μεταφυσική διάσταση που διαπνέει υποδορίως τη Φωνή, ερμηνεύω τις ελάχιστες αναφορές στην προσωπική της μυθολογία, κάποιες νύξεις καίριες για τις περιπέτειες της ζωής της. Διότι κάθε βιβλίο συνιστά πρωτίστως μια απόπειρα αυτοβιογραφίας που εμφαίνει στοιχεία της πορείας του συγγραφέα:

Επέζησα λοιπόν
λιμών σεισμών κατακλυσμών.
Επέζησα λοιπόν
κι όταν τραβιόταν η θηλιά
Από το στόμα του θανάτου τράβηξα
κλωστή πριν το τετέλεσται. ΧΙΙ, σσ.45-46.

Επέζησε χάρη στην ποιητική δωρεά, Επέζησα με τη Φωνή για τη Φωνή.

ΙΙΙ. Αναζητώντας τις αισθητικές αρχές που διέπουν την ποιητική συλλογή, παρατηρούμε ότι στη Φωνή η Γαλάζη αξιοποιεί τις άπειρες δυνατότητες της υπερρεαλιστικής γραφής, η οποία αποδεσμεύει τις άγνωρες πτυχές του υποσυνειδήτου και εισβάλλει στα σπηλαιώδη βάθη της υπάρξεως. Ανιχνεύουμε, εξάλλου, ονειρικές εικόνες, δημιουργική φαντασία και συνειρμική σύνδεση νοημάτων. Πολλά τα παραδείγματα συνειρμικής συνάφειας τόπων προσώπων, γεγονότων, όπου ακυρώνεται ο ιστορικός χρόνος.

Τολμηρή και αυτόνομη η χρήση των λέξεων· τις λέξεις εμβαπτίζει στο καταναλίσκον πυρ της αλήθειας, ώστε αρχέγονες, ζωντανές να λάμψουν στο φως, όπως την πρώτη μέρα της δημιουργίας στον Κήπο της Εδέμ ο Αδάμ ονόμασε τα όντα για να υπάρξουν.

Εκπλήσσει η πολυφωνική συνύπαρξη, η φωνή του ποιητικού υποκειμένου με τις φωνές του τόπου, που πάντα είναι παρών,

από παλιά προζύμια τρέφεται η φωνή.

Προς τούτοις επισημαίνεται ότι η ποιήτρια αναπτύσσει διαλεκτική επικοινωνία με άλλους ποιητές, αρχαίους και νέους, με φιλοσόφους, με λογοτεχνικά κείμενα, με τον μύθο. Αναφέρεται στη διαχρονία της γλώσσας, υπαινισσόμενη το Καβαφικό ποίημα «Στα 200 π.Χ.» για τη διαδρομή της ελληνικής γλώσσας από τη Μεγάλη Ελλάδα – Σικελία την εποχή του Μ. Αλεξάνδρου, τις παραδουνάβιες ηγεμονίες και την πανταχού παρουσία της Φυλής.

Καθ’ υπέρβαση του εαυτού της και της υποστάσεώς της χαμηλώνει το εγώ κι αφήνει να φανεί πίσω της όλος ο αρίφνητος πλούτος, υλικός, πνευματικός και αιώνιος της φυλής, καθώς όλη η ποιητική αφήγηση συντελεί στον ενοφθαλμισμό της ατομικής συνείδησης στη μοίρα του Ελληνισμού:

Φυλή, λύπη μου άχρονη

ΙV. Επίλογος

Η Πίτσα Γαλάζη, στην ποιητική αυτή συλλογή με υπέρτατο αίσθημα ευθύνης ως ηγέτειρα του πνεύματος, μας εισάγει στον θαλερό λειμώνα της ποίησης και μας καλεί να ενωτισθούμε τις μύριες όσες φωνές που αναδύονται από τα έγκατα της πολυαγαπημένης πατρίδας που επί αιώνες οδυνάται και σέρνει τον σταυρό του μαρτυρίου, αλλά και κάθε εγκόσμια φωνή, μα προπάντων εκείνες τις άλλες φωνές από τους μυστικούς λαβύρινθους της υπάρξεως, τις μεταφυσικές ενοράσεις μιας άλλης ζωής, που μας περιμένει, γιατί όπως μας λέει ο μακρινός μας πρόγονος, ο Ηράκλειτος από την τραγική Ιωνία:

Ανθρώπους μένει αποθανόντας άσσα
ουκ έλπονται ουδέ δοκέουσι.    (απόσπ. 26.21.98.27)

δηλ. τους ανθρώπους μετά θανάτον
τους περιμένουν πράγματα
που δεν ελπίζουν
ούτε φαντάζονται.

κι όπως σημειώνει ο Απόστολος των Εθνών:

α οφθαλμός ουκ είδε
και ους ουκ ήκουσεν
και επί καρδίαν ανθρώπου ουκ ανέβη,
α ητοίμασεν ο Θεός τοις αγαπώσιν αυτόν. (Α΄ Κορ. 2,9)

⸙⸙⸙

[Εκφωνήθηκε στις 7/11/2018, στο Δημαρχείο Λεμεσού. Ζωγραφική: ©Ron Bolt. Δείτε τα περιεχόμενα του δέκατου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]

Πίτσα Γαλάζη (1940-2023)

 

 

Σε λίγο καιρό κοντά σας με νέο ηλεκτρονικό τεύχος στο mag.frear.gr

Mag.frear.gr – Τα ηλεκτρονικά μας τεύχη