frear

Για το «Μετά από μένα» του Γιάννη Τζανετάκη – γράφει η Κλεοπάτρα Λυμπέρη

Γιάννης Τζανετάκης, Μετά από μένα, Πόλις, Αθήνα 2023.

Time to plant tears, says the almanac
Εlizabeth Bissop

Διαβάζοντας τη νέα ποιητική συλλογή του Γιάννη Τζανετάκη Μετά από μένα με διαπέρασε μια παρηγορητική σκέψη: ότι η ποίηση μπορεί ακόμη να γίνεται τσεκούρι που σπάζει τον πάγο της αμεριμνησίας μας. Σπανίως πλέον βρίσκουμε σε βιβλία το βαθύ σκίρτημα της ψυχής, εκείνον τον αυθεντικό ήχο που δεν αναμασάει διάφορα διαβάσματα, δεν υπηρετεί τον εγωκεντρισμό του καλλιτέχνη, δεν καταγίνεται να υποδυθεί ή να εντυπωσιάσει, μόνο γνέφει για ουσιαστική συνομιλία.

Ο Γιάννης Τζανετάκης έχει επιτυχημένη θητεία στην ποιητική τέχνη. Όπως αναφέρω και σε άλλα σημειώματα, η συλλογή του Τα ζώα της Κυριακής (Το Δέντρο, 1988 – β’ έκδοση Καστανιώτης 1986) τον καθιέρωσε στην οικογένεια των ποιητών, ξεχωρίζοντας για τη φρέσκια ματιά της. Έκτοτε, παραμένει συνεπής στη διαδρομή του με συνολική παραγωγή 10 ποιητικών έργων.

Η νεοεκδοθείσα συλλογή Μετά από μένα αποτελεί μια ακόμη γνήσια κατάθεση από κάποιον που έχει επιλέξει να μην ακολουθήσει τις ευκολίες της μεταμοντέρνας συνθήκης –π.χ. τον «σχολιασμό» άλλων έργων ή την καταφυγή στην αλληλοδιάδραση των κειμένων–, αλλά να παραμείνει πιστός στην επίμονη ανίχνευση της εσωτερικότητας.

Πλανιόμαστε όταν λέμε ότι καιρός περνάει· ο καιρός στέκεται, εμείς περνάμε, διαβάζουμε στο Ταλμούδ. Ο Τζανετάκης αφήνεται στη νοσταλγία, για να αδράξει ξανά το παρελθόν –στιγμές, πρόσωπα, αισθήματα, όνειρα–, σε μια απόπειρα επανεφεύρεσης των πιο ευγενών μετάλλων. Γιατί εκεί πίσω, με τη μορφή της αιωνιότητας, βρίσκονται ανέπαφα τα ράκη της ομορφιάς και της ευαισθησίας. Και είναι η κατάβαση του αυτή, αναβάπτιση στο «αληθινό».

Ως γνωστόν, το ξόδεμα του χρόνου για τον άνθρωπο, δεν συνάδει μόνο με το πλησίασμα του φυσικού θανάτου· αποτελεί και μια θητεία σε όλα τα είδη των ψυχικών θανάτων (κλείσιμο κύκλων), που διαμορφώνουν την περιπέτεια του βίου. Έτσι, με την επιστροφή σε παλιές εμπειρίες, ο ποιητής μπορεί να επαναφέρει στο παρόν όλα αυτά, για να εκφράσει συμπυκνωμένη την ιστορία της απώλειας.

Η απώλεια είναι προσφιλές μοτίβο του Τζανετάκη. Με το παρόν βιβλίο, ο ίδιος φτάνει στην πλήρη ποιητική αρτίωση του –στην πλήρη γυμνότητα–, εκθέτοντας υπαρξιακά πορτραίτα, ποιότητες και αποχρώσεις που ξεπηδούν άλλοτε από την αναπόληση χαμένων αισθημάτων και άλλοτε από τον ζοφερή προοπτική της οριστικής εξαφάνισης. Κι αυτά, χωρίς ούτε μια στιγμή να κλίνει προς το μελό. Σε σημεία, μάς θυμίζει τη λεπτεπίλεπτη εκφορά του Σολωμού και το δροσερό αεράκι της Παράδοσης:

«Τα νάζια/ τα κρυφόγελα/ τα μάτια τα δειλά/ …. τα ρούχα όπως έπεφταν/ νιφάδες στα χαλιά»…

Η γλώσσα του Τζανετάκη είναι τόσο απλή και διαυγής, ώστε σε αρπάζει αμέσως από τον λαιμό με τον ανεπιτήδευτο ήχο της, μ’ εκείνο το βάρος της «ελαφρότητας» που διαθέτει κάθε αυθεντική ζωή. Γιατί ρέει σαν από πηγή χωρίς να υπονοεί κάποια επεξεργασία (η οποία, φυσικά, δεν μπορεί παρά να υπήρξε), αφού πουθενά δεν φαίνονται οι ραφές, το μοντάρισμα, οι τυχόν παρεμβάσεις. Ο αναγνώστης δεν θα βρει εδώ περιττά λόγια, σκηνοθεσίες και λεκτικά παιχνίδια· θα βρει ομιλία εκ βαθέων, στηριγμένη αποκλειστικά σε ένα αίσθημα που δεν ψεύδεται. (Έχω ξαναγράψει για τη γλώσσα του Τζανετάκη, η οποία υποστηρίζει την οντολογική ισχύ των λέξεων.)

ΜΑΚΡΙΝΟ ΛΙΜΑΝΙ

Τα «ω» τα «δες»
στης Αναλήψεως τα καΐκια

τα «αχ» τα «Γιάννη»
–αντίλαλοι από μακρινό λιμάνι

τα «μη»
τα «πιάσου»

τα «φτάνει πια του χρόνου πάλι»

Οι ατμόσφαιρες των ποιημάτων, διάφανες έως κρυστάλλινες, προέρχονται κυρίως από το τριβείο της μνήμης. Η ολιγόλογη λεκτική ανάπτυξη συμβάλλει καταλυτικά στην αρτιότητα της ροής. Πολύ δυνατός ο συγκινησιακός σπινθήρας, ο οποίος τροφοδοτεί από το κέντρο προς την περιφέρεια χωρίς ποτέ να χάνει το μέτρο. Γι’ αυτό, και όλα σε τούτη την ποίηση δείχνουν ενορχηστρωμένα με σοφία, χωρίς όμως την αίσθηση του πεποιημένου. Η μεγάλη αρετή του Τζανετάκη είναι η συμπύκνωση –γλωσσική, αισθητική, φαντασιακή. (Ο σημαντικός ποιητής μπορεί να εργάζεται με το ελάχιστο. Όμως, τι κύματα σηκώνει!)

Σημειώνω λίγους ακόμη στίχους που με έκαναν να σκεφτώ τους παλιούς Ιταλούς τροβαδούρους, ή τους δικούς μας λαϊκούς οργανοπαίχτες των πανηγυριών, οι οποίοι έπαιζαν συντονισμένοι με τις ρίζες των σπλάχνων:

«Φύγε/ τσακίσου άνεμε/ από το μπαλκονάκι της/πάρε τα φύλλα/ κι άστηνε.»

(Ακαριαία γλώσσα. Ακαριαίες εικόνες. Εδώ η ομορφιά ζει στην απλότητα.)

Επέστρεφε συχνά και παίρνε με/ αγαπημένη αίσθησις, επέστρεφε και παίρνε με, γράφει ο Καβάφης, αναπολώντας όσα «πέρασαν», για να ρουφήξει ξανά, μέσω μιας «σωματικής» μνήμης, κομματάκια της ξοδεμένης του ζωής. Ο ποιητής Γιάννης Τζανετάκης δεν αντλεί ακριβώς από το υλικό του σώμα, αλλά από μια επίστρωσή του: πρόκειται για το ελαφρύ δέρμα του ονείρου, το οποίο πλάθεται με την ηδύτητα του παιδικού ερωτισμού. Αυτός ακριβώς ο ερωτισμός, ο συνδεδεμένος με την αγγελική διάσταση, ίσως εξηγεί τη δύναμη του παρόντος έργου.

Ένα βιβλίο σπονδή στην παιδική ηλικία, τη μόνη αληθινή πατρίδα μας. Ένας πενθητικός ψαλμός για όλα τα βιωμένα –τα χαμένα, και κάποτε ξανακερδισμένα εντός του θαύματος. Ένας αποχαιρετισμός, που διατρέχει όλες τις γκάμες της ύπαρξης, από τον αφρό της αθωότητας έως τους σπασμούς της οδύνης. Μια σπαραχτική αφιέρωση προς τη μοιραία ανθρώπινη τροχιά, η οποία, αν και κινείται σταθερά προς τον τάφο, παραμένει πλήρης αρωμάτων, συγκινήσεων, αναστάσιμων εκπλήξεων.

Ο Γιάννης Τζανετάκης, στην πιο ώριμη στιγμή του, ξεριζώνει φυτά των απωλεσθέντων παραδείσων, για να ζωοποιήσει προς χάριν μας ίχνη της πιο κρυφής μας ζωής.

ΠΡΙΝ ΤΟ AMARCORD

Το χιόνι που άρχισε
να πέφτει

–σαν ψέμα σαν παραίσθηση–

πρώτη φορά
σε μία πόλη παραλιακή

να πέφτει στις αυλές
στους δρόμους
στις πλατείες

στην έρημη ακτή
–που επώαζε το θέρος–

στου Κάστρου το παγώνι

να πέφτει
όλο να πέφτει

σιωπηλά

ένα πρωί του ’68
προτού ακόμα

γυρίσει ο Φελίνι το Amarcord

Χολαργός 2023.

⸙⸙⸙

[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Zωγραφική: ©Mikiko Noji. Δείτε τα περιεχόμενα του ενδέκατου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]

Σε λίγο καιρό κοντά σας με νέο ηλεκτρονικό τεύχος στο mag.frear.gr

Mag.frear.gr – Τα ηλεκτρονικά μας τεύχη