frear

Για το βιβλίο της Αυγής Λίλλη «Ρυζόχαρτο και άλλες μικρο-ιστορίες» – γράφει η Μαρία Α. Ιωάννου

Μεταξύ ποίησης και πεζογραφίας, στο φιλόξενο περιβάλλον του μικροδιηγήματος
Αυγή Λίλλη, Ρυζόχαρτο και άλλες μικρο-ιστορίες, Εκδόσεις Ποταμός, Αθήνα 2023.

Σε αντίθεση με την «πραγματική ζωή [όπου] υπάρχει μόνο η κίνηση» (από το μικροδιήγημα «Slave to love», σελ. 15), το νέο βιβλίο της Αυγής Λίλλη με προσκάλεσε να κάνω μια παύση και να αφουγκραστώ τις εκκωφαντικά σιωπηλές εκφάνσεις του ανεκπλήρωτου, της μνήμης και του χρόνου· να τις βιώσω σε μικρές, σχεδόν ισόποσα κατανεμημένες δόσεις, σαν ανάσες, ρόγχους, βήματα, ακόμη και παραπατήματα. Κείμενα σύντομα, ντελικάτα, άμεσα, κείμενα-ρυζόχαρτα που θα τα ονόμαζα και συγκοινωνούντα δοχεία ποίησης και πεζογραφίας.

Γνωρίζοντας τη Λίλλη και ως συγγραφέα και ως άνθρωπο –γιατί να το κρύψουμε, είμαστε της ίδιας γενιάς και ενεργά μέλη της λογοτεχνικής κοινότητας της Κύπρου– δεν μπορούσα να μη διαβάσω και το νέο της βιβλίο, βιβλίο πεζογραφίας αυτή τη φορά, μια καθόλου απότομη στροφή από τη Λίλλη την ποιήτρια στη Λίλλη την πεζογράφο (προηγήθηκαν τα βιβλία ποίησης Πρόχειρες σημειώσεις πάνω σ’ ένα σωσίβιο, Αρμίδα 2011, Η Σφαγή του Αιώνα, Θράκα 2018 και Στην άκρη μια ουρά, Θράκα 2021). Άλλωστε, το σύγχρονο μικροδιήγημα (η ερευνήτρια της ελληνικής περίπτωσης του είδους Δήμητρα Ι. Χριστοδούλου προτείνει και τον όρο «μικρομυθοπλασία») ταλαντεύεται ανάμεσα στην ποίηση και το πεζό. Και σύμφωνα με την Αμερικανίδα συγγραφέα Grace Paley «διαβάζεται σαν ποίημα. Δηλαδή αργά».

Αν και έχει χιλιοειπωθεί, ένα καλό μικροδιήγημα δεν είναι απλά μια σύντομη ιστορία. Και μάλλον γι’ αυτό γράφω αυτό το κείμενο, για να υπογραμμίσω κάτι που μάλλον δεν είναι τόσο αυτονόητο. Μια γρήγορη ή επιδερμική ανάγνωση τέτοιων σύντομων σε έκταση ελλειπτικών κειμένων ενδέχεται να σαμποτάρει την ενεργή συμμετοχή του αναγνώστη στην τόσο αναγκαία σύνθεση νοημάτων. Σε μια τέτοια περίπτωση, ο αναγνώστης μοιάζει να αδυνατεί να αισθανθεί τους λιγότερο έντονους χτύπους των λέξεων, που συνήθως είναι και οι πιο βαθιά υπαρξιακοί. Δυστυχώς, η φράση «διαβάζεται απνευστί» άρχισε να πολιορκεί επικίνδυνα και το μικροδιήγημα, καθρεφτίζοντας τη συνήθεια ανάγνωσης εκτενέστερων αφηγήσεων και, φυσικά, τους ρυθμούς της σύγχρονης ζωής. Δεν πρέπει όμως να διαβάζεται απνευστί το μικροδιήγημα. Ούτε να είναι προϊόν ταχείας καύσης ή κατανάλωσης. Σε ένα πυκνό μικροδιήγημα «η κάθε πρόταση, η κάθε φράση, η κάθε λέξη πολεμά για τη ζωή της», όπως δηλώνει κι ο Καναδός συγγραφέας Crawford Kilian.

Χωρίς να είναι απλά σύντομες ιστορίες, λοιπόν, και με γλώσσα που σε αρκετά σημεία φαίνεται να έχει πολεμήσει σκληρά για να εναποθέσει τις λέξεις της στο κείμενο, τα μικροδιηγήματα στο Ρυζόχαρτο της Λίλλη γαντζώνονται σε μετέωρες στιγμές που συχνά θυμίζουν freeze frame ή tableau vivant. Μέσα από τη συστολή τους, κατορθώνουν να διαστέλλονται, εκπέμποντας μια γλυκόπικρη νοσταλγία και, ευρύτερα, ένα πένθος ταυτότητας (τόσο σε προσωπικό όσο και σε πολιτικοκοινωνικό επίπεδο): «Η ζωή μου κινείται, σκέφτομαι, όπως ένα αθηναϊκό ταξί με Κύπριο επιβάτη· δεν έχω ιδέα από ποια διαδρομή θα με πάρει στον προορισμό μου. Και ποιος είναι ο προορισμός μου; Home is where the heart is, ανασύρω ένα κλισέ – μα τα κλισέ λένε πάντα την αλήθεια, απαντώ στον εαυτό μου, κι η καρδιά μου είναι ήδη κομμάτια» («Αθηναϊκή ρουλέτα», σελ. 21). Υπάρχει ακρίβεια (γλωσσική, συντακτική, σε σημεία στίξης), ακόμη κι εκεί που δίδεται η εντύπωση πως επικρατεί μια πιο χαλαρή δομή, ακόμη κι εκεί που δεν είναι ξεκάθαρα διακριτή η ιστορία μέσα στην ιστορία. Στο Ρυζόχαρτο, λοιπόν, υπάρχει η οικονομία και το ακαριαίο της ποίησης. Κι υπάρχει και μια ομοιογένεια και καθολικότητα στην αφηγηματική φωνή, κάτι που μπορεί να μην είναι πάντα το ζητούμενο σε μια συλλογή μικροδιηγημάτων με διαφορετικούς αφηγητές αλλά που μάλλον εξυπηρετεί, εκούσια ή ακούσια, τη γενικότερη αίσθηση που αφήνει το βιβλίο (ο κριτικός Αλέξανδρος Ζωγραφάκης δίνει μια ενδιαφέρουσα ερμηνεία σε αυτό, χαρακτηρίζοντας το βιβλίο, ανάμεσα σε άλλα, ως «μια ακούσια απόπειρα αυτομυθοπλασίας» [1]). Πάντως, η προμετωπίδα του μικροδιηγήματος «Πινέλο σε τροχιά» εκφράζει απόλυτα την επίγευση που αφήνει η ανάγνωση του βιβλίου: Η ζωή μου ήταν μια μεγάλη σειρά από πράγματα / για τα οποία δεν ήμουν έτοιμος (Ashleigh Brilliant).

Οι χαρακτήρες-ρυζόχαρτα της Λίλλη, αρκετές φορές ως εκδοχές του ίδιου αφηγηματικού προσώπου, δεν μοιάζουν να είναι έτοιμοι ή έτοιμες να δεχτούν τη μεγάλη σειρά πραγμάτων της ζωής τους. Στάσιμοι, ενίοτε επιτηδευμένα αφελείς, κάποτε αστείοι, μοιάζουν να αρνούνται τη σύγκρουση με τους εαυτούς τους και τους άλλους, καταγράφοντας τη ζωή σαν ταινία, τραγουδώντας την σαν τραγούδι, καπνίζοντάς την σε «αυτά τα μπαρ [που] αν δεν καπνίζεις, καλύτερα να πας στο δωμάτιό σου να κοιμηθείς» («Slave to love», σελ. 14). Λογοτεχνικές οντότητες αναγνωρίσιμες μα ταυτόχρονα μυστηριώδεις που αντί να πάρουν τη ζωή στα χέρια τους, ή να πατήσουν επί πτωμάτων (τι πιο φυσιολογικό σε μια εποχή που αποσυντίθεται διαρκώς), δείχνουν απλά να κοιτάζουν μουδιασμένοι τη ζωή σαν γάτα ακίνητη: «μια ζωή ολόκληρη μέσα στα χέρια της, πριν από την επόμενη» («Η γάτα», σελ. 7). Ζωές ημιτελείς που μας κάνουν τη χάρη να εμφανιστούν στο χαρτί αμυδρά, αποσπασματικά, σαν μορφές πίσω από ρυζόχαρτο που γίνονται για λίγο πιο διακριτές υπό το φως μιας προσεχτικής ανάγνωσης, λες και αποκαλύπτονται για πρώτη φορά στο «φιλόξενο περιβάλλον» του μικροδιηγήματος ή ενός ενδομητρίου «που ενθουσιάζει» («Μια εισπνοή του κόσμου όλου», σελ. 28).

Ιστορίες που καταγράφονται, χωρίς να καταγράφονται, όσο παράδοξο κι αν ακούγεται αυτό. Τα πιο βαθιά σημεία του βιβλίου είναι εκείνες οι διάσπαρτες, κρυπτικές στιγμές που αποκτούν υπόσταση μέσα από πράξεις κι όχι λόγια, όταν δηλαδή οι χαρακτήρες-ρυζόχαρτα σταματούν απλά να αφηγούνται ένα συμβάν, για να μας αποκαλύψουν μια ειλικρινή όψη τους, μέσα από μια κίνηση ή ένα αντικείμενο: «μα εγώ είμαι πια μεγάλη, ξέρω ότι πρέπει να φυσήξω τη μύτη μου και όχι να τη ρουφάω, γιατί θα αποκτήσω ιγμορίτιδα· ψάχνω επίμονα στην τσάντα μου, αλλά δεν βρίσκω ούτε ένα χαρτομάντηλο, έστω χρησιμοποιημένο» («Στο τζάμι», σελ. 23). Δεν έχει άδικο η συγγραφέας Ούρσουλα Φωσκόλου όταν γράφει –με έναυσμα τις μικρές ιστορίες της Λίλλη– πως μικροδιήγημα «δεν σημαίνει εύκολος διαμοιρασμός στα social media», σημαίνει «να στριμώχνεις το κεφάλι σου σ’ εκείνη την τρύπα που έτυχε ν’ ανοίξει στον αδιαπέραστο τσιμεντένιο φράχτη» [2]. Και στο Ρυζόχαρτο φωτίζονται συχνά τέτοιες ασυνήθιστες λεπτομέρειες, τέτοιες τρύπες. Νιώθουμε πως παρατηρούμε τη ζωή μέσα από την κλειδαρότρυπα, μέσα από έναν κιαρόσκουρο φακό και, ενίοτε, μέσα από συγκεκριμένη οπτική γωνία.

Υπαινιγμός, λοιπόν, συμπύκνωση, καθαρός ρεαλισμός, δόσεις χιούμορ (πιο έντονο αυτό το στοιχείο στη Λίλλη την πεζογράφο παρά την ποιήτρια, βλ. μικροδιήγημα «Παγκόσμια Ημέρα Ναυτιλίας»), διακειμενικότητα, έμφαση στη μεγέθυνση του αμελητέου, καθώς και χρήση της κυπριακής διαλέκτου σε κείμενα που εκφράζουν εντοπιότητα και που συνδέονται, κυρίως, με την πολιτική ταυτότητα του τόπου: «Έν ήμουν σίουρος αν έθελα να πάω. Μάλλον, ήμουν σίουρος ότι έν έθελα να πάω. Γιατί ήμασταν μαθημένοι που την εποχήν που έν είχαμεν επιλογήν τζ̌αι ήταν πιο εύκολον, ήταν πιο εύκολον να λαλούμεν έν πάμεν!» («Το λαούτον», σελ. 47).

Αξίζει να σημειωθεί εδώ πως η Λίλλη δεν ακολουθεί την οδό του μορφικού πειραματισμού που αρκετές φορές χαρακτηρίζει το σύγχρονο μικροδιήγημα (πιο συχνά στον ισπανόφωνο και αγγλοσαξονικό χώρο). Σύμφωνα με την Κλάρα Ομπλιγάδο «[τα μικροδιηγήματα] διατρέχουν όλα τα είδη, όλες τις τεχνικές, στηρίζονται σε άλλα κείμενα, υφαίνουν δεσμούς με άλλες μορφές κειμένων: είναι παιχνίδι, ποίημα, απόφθεγμα, παραμύθι με ζώα, ανέκδοτο, μυθιστόρημα, μύθος, μέχρι και μικρή αγγελία. Όλα παίζουν όταν θέλεις να κερδίσεις χρόνο» [3]. Όμως, η Λίλλη, με πιθανές επιρροές από Γονατά, Παπαδημητρακόπουλο κ.ά., βουτά στην πεζογραφία λες κι έχει αφήσει τη δίψα για αίμα ή την όρεξη για πειραματισμό στο ακρογιάλι κάποιου παλιού ποιήματος. Και μια τέτοια συνειδητή επιλογή φαίνεται να εξυπηρετεί την απλότητα που ρέει –με υπαρξιακό βάθος– από σελίδα σε σελίδα.

Η γραφή της Λίλλη –είτε ως ποιήτριας είτε ως πεζογράφου– δίνει την εντύπωση πως επιχειρεί να αποτυπώσει μια ζωή που μας έχει προσπεράσει. Βλέπουμε τα κομμάτια αυτής της ζωής, χωρίς να έχουμε όλα τα εργαλεία να τη συναρμολογήσουμε. Δίνει την αίσθηση μιας συνειδητοποιημένης ήττας, της αποδοχής ενός υπόγειου πόνου που, κατακερματισμένος, φαίνεται να βρίσκει ανακούφιση μόνο μέσα από τη λογοτεχνία, είτε είναι ποίηση, είτε πεζογραφία, ή και τα δυο μαζί. Και η ποίηση, κατά τη γνώμη μου, βρίσκει τις ρωγμές να φανεί και σε αυτό το βιβλίο, συχνά στο τέλος της αφήγησης (μακριά από τη μανιέρα ενός ανατρεπτικού τέλους που βασίζεται στην πλοκή), σπρώχνοντας τις λέξεις σε αιώρηση, λίγο πάνω από τη σελίδα: «ο σκύλος σιωπά και ο άντρας αποκοιμιέται, το δεξί του χέρι πέφτει, η παλάμη του κρέμεται από το στρώμα, ολόκληρο το βράδυ τα δάχτυλά του αγγίζουν απαλά ένα αστέρι» («Canis lupus familiaris», σελ. 35).

Γραφή που καρδιοχτυπά σαν αιώνια εφηβεία, μικροί όγκοι που εμφανίζονται εκεί που δεν το περιμένεις, στιγμές που το φτυάρι της γραφής σταματά λίγο πριν χτυπήσει κόκαλο (κι ας θεωρηθεί αυτό μια μικρή ένσταση από μέρους μου). Η Λίλλη, όμως, μάλλον εσκεμμένα θέλει να φωτίσει και πιο επιφανειακά στρώματα. Είναι λες και μας λέει, αυτό είναι η ζωή, βαθιά αλλά και επίπεδη, take it or leave it, μόνο προσέξτε – λέμε τώρα – μην πεθάνετε στην πορεία. Δεν είναι τυχαίος, άλλωστε, ο τίτλος που δίνει ο Κώστας Καραβίδας στο κριτικό του κείμενο στην εφημερίδα Η εποχή: «Η ελαφρότητα και η αντοχή του μικρού»[4], εκφράζοντας με αυτόν τον τρόπο τη διπλή και οξύμωρα γοητευτική ταυτότητα του βιβλίου (και του μικροδιηγήματος γενικότερα).

Με αυτή την αίσθηση, λοιπόν, με αυτή ακριβώς την αίσθηση, θεωρώ πως με αποχαιρέτησε το Ρυζόχαρτο, αφήνοντας ελεύθερο το χέρι μου την ώρα που έκλεινα το βιβλίο, λες και – αιώνια έφηβη ή ακόμη παιδί – σήκωνα ξανά χέρι στο σχολείο. Βρέθηκα σε μια παραλυμένη πτώση, με ένα ελαφρύ βάρος στο στήθος, μια στιγμή που μου θύμισε το αποκαρδιωτικό μα ταυτόχρονα δυναμικό freeze frame στο τέλος της ταινίας Thelma & Louise (1991). Δεν είναι αυτό η ζωή και η συγγραφή, άλλωστε; Ένα κομμάτι ρυζόχαρτο, ένα εύθραυστο σώμα που αιωρείται λίγο πριν την πτώση; Και δεν είναι το μικροδιήγημα, δεν οφείλει τουλάχιστον να είναι, χρησιμοποιώντας τα λόγια του Δημήτρη Αγγελάτου εδώ, μια «εγκυμονούσα στιγμή στην ακαριαία […] ανάδυσή της [5]»;

Σημειώσεις

1. Ιστός, 19/8/2023.
2. The Books’ Journal, Οκτώβριος 2023.
3. Πηγή: Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, Μικροαφήγηση και άλλα είδη | Σελιδοδείκτες (greek-language.gr).
4. 8/10/2023.
5. Πλανόδιον, 5/9/2016.

⸙⸙⸙

[To κείμενο, με κάποιες μεταγενέστερες προσθήκες, διαβάστηκε κατά τη διάρκεια παρουσίασης του βιβλίου στο Παλιό Ξυδάδικο στη Λεμεσό και στο Μουσείο Χαρακτικής Χαμπή στη Λευκωσία, το καλοκαίρι του 2023. Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Εικαστικό: ©Kasuhiko Fukuöjil. Δείτε τα περιεχόμενα του ενδέκατου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]

 

Σε λίγο καιρό κοντά σας με νέο ηλεκτρονικό τεύχος στο mag.frear.gr

Mag.frear.gr – Τα ηλεκτρονικά μας τεύχη