Εύα Μπέη, Με τον Νίκο Καρούζο. Ημερολόγιο, εκδόσεις Loggia, Αθήνα 2021.
Η Εύα Μπέη είναι ζωγράφος με τη δική της αξιόλογη πορεία στα εικαστικά δρώμενα του τόπου. Ήταν ωστόσο και η σύντροφος του ποιητή Νίκου Καρούζου την τελευταία δεκαετία της ζωής του. Το βιβλίο που εκδόθηκε με αξιέπαινη καλαισθησία από τις Εκδόσεις LOGGIA, έχει ως κυρίως τίτλο το έντονα προθετικό Με τον Νίκο Καρούζο, μία άμεση δηλαδή δήλωση συνύπαρξης και φέρει τον υπότιτλο Ημερολόγιο. Μην αναμένει ωστόσο ο αναγνώστης, γνωρίζοντας από πριν τον σχεσιακό κύκλο των δύο καλλιτεχνών, μία χρονική ανεκδοτολογική καταγραφή των κοινών τους στιγμών. Το πνευματικό μέγεθος και των δύο, δεν επιτρέπει τέτοιες προσδοκίες. Και πράγματι η Εύα Μπέη δεν καταγράφει, δεν παραδίδει ένα ντοκουμέντο. Συνδιαλέγεται με ένα πνεύμα που ήθελε να στέκεται αυτόνομο, αύταρκες και αΐδιο, την ίδια στιγμή που το ζωικό πάθος του παράσερνε τα πάντα.
Η συγγραφέας γράφει λοιπόν ότι κάτι την απωθεί στη γραμμική αφήγηση, την εμποδίζει να αφηγηθεί στρωτά, με χρονολογική σειρά τα γεγονότα, την σπρώχνει στη δουλειά του δύτη, να βουτάει και να ανασύρει μες στο σκοτάδι. Τούτου δοθέντος οι αναφορές στα γεγονότα δεν γίνονται με αυστηρή χρονολογική σειρά. Άλλωστε προέχει να αναδειχθεί η σχεσιακή κατάσταση, να έρθουν στο φως οι εκτιμήσεις της συγγραφέως για τον άνθρωπο και δημιουργό με τον τρόπο της «ηθικής των λέξεων», όπως έλεγε ο ίδιος ο Καρούζος. Δηλαδή το αποτύπωμα αυτής της σχέσης στην ίδια.
Το βιβλίο της Μπέη είναι ένα αφήγημα, μία λογοτεχνική κατάθεση ψυχής που αφορά τη γνωριμία και τη σύνδεση δύο καλλιτεχνών, την πορεία του Νίκου Καρούζου από την ασθένεια στον θάνατο και την πορεία της συγγραφέως μετά τον θάνατο του ποιητή και το δικό της βίωμα με την ασθένεια. Σ’ αυτές τις τρεις περιόδους βιογραφείται ο ποιητής και αυτοβιογραφείται εν μέρει η ζωγράφος Εύα Μπέη.
Το βιβλίο εκδόθηκε 32 χρόνια μετά τον θάνατο του Νίκου Καρούζου αφού μορφοποιήθηκαν οι πολλές σελίδες και τα χαρτάκια με τις εκατοντάδες σημειώσεις. Η Μπέη, κοντά στα εβδομήντα πέντε τότε, αφηγείται πώς ξεκίνησαν όλα: «ξαφνικά με μία αδέξια κίνηση, το ασφυκτικά γεμάτο χαρτιά βαθύ, σιδερένιο συρτάρι βρέθηκε αναποδογυρισμένο στο πάτωμα. Μονόφυλλα, βιαστικά, δυσανάγνωστα, με πολλές μουντζούρες και διαγραφές, λίγα προσεκτικά καθαρογραμμένα, (..) σχολικά τετράδια, μπλοκάκια, ημερολόγια, σημειώσεις σε μικρά χαρτάκια ή στα περιθώρια των εφημερίδων, όλα σκόρπια και εγώ στη μέση του δωματίου να μην ξέρω τι να κάνω».
Γεννώνται λοιπόν οι εξής εκδοχές: να τα ξαναστριμώξει όπως όπως, να γεμίσει δυο σακούλες για σκουπίδια ή να κάτσει και να τα ξεδιαλύνει, αναμοχλεύοντας το παρελθόν. Η τελευταία εκδοχή υπερίσχυσε και αποκαλύπτεται κάποιος φόβος να αντιμετωπίσει αυτό το «μαύρο κουτί» ενός μεγάλου σε διάρκεια και ένταση κομματιού της ζωής της.
Άλλωστε την αρχή του εγχειρήματος την είχε κάνει και στο παρελθόν χωρίς επιτυχία. «Θυμάμαι τους μήνες που έσβηνα κι έγραφα σε μαύρη απελπισία», γράφει, που σημαίνει πράγματι ότι το να έρθει αντιμέτωπη με αυτή την περίοδο της ζωής της δεν ήταν κάτι εύκολο. Το γιατί το καταθέτει η ίδια. «Ήταν πολλά αυτά που ήθελα, αλλά δεν ήξερα πώς. Θα μιλούσα για έναν ποιητή, έναν έρωτα, μια εποχή; Για μένα, για άλλους; Για όλα;»
Νομίζω ότι τελικά γράφει για όλα. Συνεχόμενα και διαλεκτικά. Η σύνδεση με τον Νίκο Καρούζο δεν μπορεί να μείνει εκτός εποχής και εκτός του ήθους της εποχής. Η ανάγκη της αποκάλυψης στιγμών της σχέσης τους, δεν θα είχε την πρέπουσα σοβαρότητα αν η Μπέη δεν αναφερόταν στον εαυτό της και τα πιστεύω της, αν με κάποιον τρόπο δεν έγραφε για τα προσωπικά της βιώματα. Έτσι αποκτά το δικαίωμα να εκθέσει την κρίση της. Εξάλλου είναι αδύνατο να μιλήσεις για την καθημερινότητα του Καρούζου αν δεν μιλήσεις και για τον ποιητή. Και τούτο διότι ήταν από τους λίγους δογματικούς της ποίησης επιστρατεύοντας τη ρήση ότι «ο καλλιτέχνης πρέπει να είναι πάντα διαθέσιμος», δηλαδή να ζει για την τέχνη, όπως έκανε ο ίδιος φτάνοντας σε καταστάσεις ανέχειας ή όπως αναφέρει η συγγραφέας «ήταν απολύτως αυτάρκης». Αυτό που έντονα την απασχολούσε ήταν να βρει τον τρόπο να μιλήσει, το «πώς», τη φόρμα. Αν λοιπόν κρίνω από το σύνολο των κριτικών που γράφηκαν για το βιβλίο από την κυκλοφορία του τον Δεκέμβριο του 21 μέχρι σήμερα, όλοι ομονοούν και παραδέχονται ότι η συγγραφέας έφτιαξε ένα πολύ ιδιαίτερο λογοτεχνικό αφήγημα. Ένα κομψό εργόχειρο, σεβόμενη τον άνθρωπο και τις καταστάσεις που αντιμετώπισε στη σχέση της. Κρίνει ήπια και προσεχτικά, στοχάζεται, εκθέτει τις σκέψεις της. Το κέντρο βέβαια είναι η σχέση της με τον ποιητή Νίκο Καρούζο αλλά με μια αδιόρατη τεχνική και ενώ υπάρχει παντού το πνεύμα του ποιητή, τελικώς το βιβλίο αποκεντρώνεται καθώς τα θέματά του περιλαμβάνουν αισθητικές απόψεις, εκτιμήσεις για τη σύγχρονη διδασκαλία και ιδίως αυτή των εικαστικών, κοινωνικές και πολιτικές εκτιμήσεις που απορρέουν από την εμπειρία της στο πρόγραμμα διδασκαλίας που συμμετείχε για μη προνομιούχα παιδιά σε σχολείο της Νίκαιας, ακόμη και ιατρικό ημερολόγιο καθώς περιγράφει το προσωπικό της βίωμα με τον καρκίνο.
Το πρώτο μέρος του βιβλίου αναφέρεται στα χρόνια της σχέσης τους από τον Σεπτέμβριο του 81 έως το 89. Γράφει: «Δεν ξέρω τι θα υπάρξει ανάμεσά μας, σίγουρα όμως δεν θα υπάρξει ανακρίβεια». Και πιο κάτω «Μέρα με τη μέρα ένιωθα πως το μόνο που με ενδιέφερε ήταν η τέχνη. Ήμουν τριάντα επτά χρονών, η σχέση μου με τον Καρούζο ήταν η τελευταία ευκαιρία να ξεφύγω οριστικά από την αστική συνθήκη». Μ’ ένα διαρκές χρονικό «πέρα δώθε», αφηγείται και εκτιμά καταστάσεις και γεγονότα, εκθέτει την άρνηση φίλων της να αποδεχθούν τον Νίκο Καρούζο. Τον βιογραφεί, μιλά για την παιδική του ηλικία και για τα δύσκολα χρόνια που υπηρετούσε τη στρατιωτική του θητεία στη Μακρόνησο, όπου έπαθε νευρική κατάρρευση και νοσηλεύτηκε σε στρατιωτικό νοσοκομείο. Δεν ξέρω κατά πόσο είναι γνωστό στους νεότερους μελετητές του ποιητή το παρακάτω περιστατικό, είναι όμως από τα πιο συγκινητικά μέρη του βιβλίου: ο ψυχίατρος του νοσοκομείου δεν είχε το περιθώριο να τον κρατήσει άλλο και δεν είχε παρά μόνο δύο επιλογές, ή θα έπρεπε να κάνει δήλωση μετάνοιας ή να επιστρέψει στη μονάδα του. Ο Καρούζος του απάντησε ότι δήλωση δεν πρόκειται να κάνει, αλλά και να γυρίσει στη μονάδα του, του ήταν ψυχικά αδύνατο. Το μόνο που μπορούσε να κάνει ο γιατρός ήταν να του δώσει ένα χαρτί το οποίο θα του έκλεινε όλες τις πόρτες για επαγγελματική και κοινωνική αποκατάσταση. Του απάντησε πως τον ενδιέφερε μόνο η ποίηση και δεν σκεφτόταν να διεκδικήσει κάποιο αξίωμα ή δημόσια θέση. Τελικώς βγήκε με ένα χαρτί «ως ψυχικά διαταραγμένος». Όλα αυτά η Εύα Μπέη τα έμαθε από τρίτους και, μετά από τέσσερα χρόνια, της τα επιβεβαίωσε ο ίδιος ο Καρούζος. Γράφει λοιπόν πως «Έτσι μπόρεσα να εξηγήσω τη συνεχή εγρήγορση, την ανασφάλεια, την αίσθηση του κυνηγημένου, τους συχνούς, ανεξέλεγκτους τρόμους. Κι ίσως στίχοι όπως «…εγώ ξεκρέμασα τη ζωή μου από κάθε προοπτική» να έχουν εκεί τις ρίζες τους».
Εντός των γεγονότων εισχωρούν μικρές παράγραφοι ανεκδοτολογικού περιεχομένου όπως «ο ύπνος του έμοιαζε με αναμμένη μηχανή. Ειδικά στην ημιεγρήγορση. Συνεχές μουρμουρητό, αναστεναγμοί, χασμουρητά, αληθινά και ψεύτικα, μικρές κραυγές. Ησύχασε, άσε με να κοιμηθώ τι είναι όλα αυτά; «Αυτοενθαρρυντικά όπα», είπε αφού σκέφτηκε λίγο».
Το ʼ89 είχαν πλέον χωρίσει. Η Μπέη αναφέρει ότι αυτό ήταν οριστικό. «Αγαπούσα τον Νίκο, τις λάμψεις του, το αστραφτερό μυαλό, την τρυφερή παιδικότητα, την ερωτική εγκατάλειψη, τις απέραντες γνώσεις, όμως δεν άντεχα τις εκρήξεις οργής προς όλες τις κατευθύνσεις, που πλέον είχαν γίνει σχεδόν καθημερινές, αλλά τόσο αδέξια διεκδικούσε το δίκιο του, ώστε σχεδόν πάντα στο τέλος βρισκόταν εν αδίκω». Κι όμως όντας χωρισμένοι ο Καρούζος την αναζήτησε στο δύσκολο ταξίδι που άρχιζε με τη διάγνωση του μη εγχειρήσιμου καρκίνου του πνεύμονα. Η Μπέη ήταν εκεί. Με φως, με αξιοπρέπεια, με κουράγιο, με ενάργεια και συγκίνηση, αλλά και με τους φόβους της, με την ανάγκη να πάρει επιτέλους τη ζωή στα χέρια της. Το δεύτερο μέρος του βιβλίου αναφέρεται στο διάστημα από τη διάγνωση τον Μάρτιο του ʼ89 μέχρι τον θάνατό του στις 28 Σεπτεμβρίου του 1990. Λίγο παραπάνω από χρόνος που έζησαν μαζί την περιπέτεια των νοσηλειών, των ακτινοβολιών και του ταξιδιού τους στο Λονδίνο για περαιτέρω θεραπεία. Και οι δύο ταγμένοι στην τέχνη ακόμη και κάτω από τη σκιά του θανάτου έβρισκαν τον τρόπο να την κοινωνούν περιδιαβαίνοντας στα μουσεία του Λονδίνου ή στην πλατεία του Κόβεντ Γκάρντεν. Άλλωστε ο Καρούζος ακόμη και ασθενής έγραφε ποιήματα που κυκλοφόρησαν αργότερα με τον τίτλο Ευρέσεις από κυανό κοβάλτιο, τίτλος που τον εμπνεύστηκε την ώρα των ακτινοβολιών. Από την άλλη, το διάστημα αυτό ήταν γεμάτο από την αγωνία της Μπέη να προσφέρει στον ποιητή τη λεπτή φροντίδα που χρειαζόταν και ν’ αντέξει η ίδια σ’ αυτή τη μάχη.
Το ημερολόγιο δεν σταματά με τον θάνατο του Καρούζου. Η απώλεια επηρεάζει πολλαπλώς σαν εξακολουθητική παρουσία. Γράφει «ποτέ δεν ένιωσα την ύπαρξή μου ν’ αμφισβητείται τόσο έντονα, από παντού, όσο εκείνη την εποχή αμέσως μετά τον θάνατο του Νίκου». Σ’ αυτό το μέρος του βιβλίου η Εύα Μπέη μιλά ξεκάθαρα σε πρώτο πρόσωπο. Σχεδόν εξομολογείται. «Έτσι κι εγώ, παρατηρητής του ίδιου μου του εαυτού, προσπαθώντας να έχω κάπως την εποπτεία της ύπαρξής μου, κατέληξα τον τελευταίο καιρό να μην περνάω καθόλου άσχημα». Επιθυμεί ν’ αλλάξει κάτι στη ζωή της, να σπάσει η αλυσίδα της τελευταίας δεκαετίας. Αποκαλύπτει λοιπόν, «οι εντάσεις που έζησα πλάι στον Νίκο Καρούζο ήταν εξουθενωτικές, για κείνον ήταν τρόπος ζωής, δεν θυμόταν, δεν ήξερε πώς μπορούσε να είναι η ζωή χωρίς αυτές, όταν δεν υπήρχαν, τις δημιουργούσε από το τίποτα». Ο τόνος της είναι χρωματικά έντονος. Το εγώ της περνάει μπροστά. Δεν δικαιολογείται ούτε φυσικά ζητά μία εκ των υστέρων δικαίωση, καθώς δεν είχε και την καλύτερη αντιμετώπιση από τον πνευματικό περίγυρο της εποχής. Έχει την αξίωση όμως να εκθέσει ότι το μέγεθος του Καρούζου, το ζωτικό ογκώδες παρόν του, πολλές φορές την έκανε να υποφέρει. Ξεφεύγει με τη νέα της δουλειά. Χαίρεται που διδάσκει σε σχολείο για μη προνομιούχα παιδιά και καταγράφει με λεπτομέρειες μικρές ιστορίες. Από κοντά και οι απόψεις της περί τέχνης. Επίσης μικρά ψηφιδωτά με αφορμή τη σκέψη του Νίκου, όπως «Κυνηγώντας την ουσία θα τα χάσεις όλα».
Στο τέλος του βιβλίου πλέον η Μπέη εκθέτει τη δική της περιπέτεια υγείας. Έχει το δικαίωμα να το κάνει. Κοντά στα κεφάλαια για τις δικές της εξετάσεις και πάλι οι ψηφίδες με τη σκέψη του Νίκου, κοντά στη δική της αγωνία, η ανάμνηση της εποχής της αρρώστιας του ποιητή.
Παρά το γεγονός ότι η συγγραφέας συχνά μέσα στο κείμενο αναρωτιέται πώς θα μπορούσε να γράψει, πώς θα μεταδώσει μορφικά τη σχέση της με τον Νίκο Καρούζο, καταφέρνει να δώσει ένα κείμενο συνειδητά ισορροπημένο. Η συναισθηματικότητα δεν φαίνεται να διαλύει την αντικειμενικότητα. Ο χαρακτήρας του Νίκου Καρούζου, η ιδιοσυγκρασία του δεν λαμβάνεται με αρνητικό ή θετικό πρόσημο. Ο προβληματισμός της Μπέη για το «πώς», την οδηγεί σε ένα έργο πραγματικά εμπνευσμένο. Η αρμονία της γραφής είναι παροιμιώδης. Και μέσα από τη φόρμα εκδηλώνονται σε μη επιβαρυντικές ποσότητες για τον αναγνώστη, από τη μία η ποιητική διάσταση του Καρούζου, το εργώδες και διανοητικά ανυπέρβλητο παρόν του, και από την άλλη η αμφιθυμική προσέγγιση της ζωγράφου, η επιθυμία της να τον φροντίσει, να τον κατανοήσει ακόμη περισσότερο αλλά ταυτόχρονα και η ανάγκη της να φύγει απ’ αυτόν.
Στο ημερολόγιο δεν γνωρίζουμε μόνο τις ανθρώπινες πλευρές του Καρούζου, γοητευόμαστε κυρίως από την ήπια πνευματικότητα της Μπέη. Ο Καρούζος σε όλη του τη ζωή προσπαθούσε να βρίσκεται σ’ ένα διαρκές «σάλτο πνευματικότητας», όπως έλεγε ο ίδιος. Η Μπέη γράφει στο τέλος του βιβλίου «…και κάποιες φορές τολμώ να πω πως ένιωσα πλάι του αντάξια σχοινοβάτης, φοβισμένη, αλλά χωρίς δίχτυ προστασίας, έκθαμβη, θέλοντας να δοκιμάσω να ζήσω ένα άλλο είδος ζωής…Όμως, δεν ξέρω πάλι. Συχνά αναρωτιέμαι: Μήπως το «γράφοντας εκδικούμαστε τα πράγματα είναι μονάχα μία εκδοχή;»
⸙⸙⸙
[Μέρος του κειμένου διαβάστηκε στην εκδήλωση για το βιβλίο στις 15.11.2023 στο Καφέ Βιβλιοπωλείο «Κάφκα» στην Αλεξανδρούπολη. Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Δείτε τα περιεχόμενα του δέκατου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]