frear

Θα γιατρευτεί κάποιος μόνον αφού πονέσει – γράφει η Κούλα Αδαλόγλου

Ελευθερία Θάνογλου, Ο θάνατος των πτηνών, εκδ. ΑΩ, 2021.

Αφετηρία το μότο του Γιώργου Σεφέρη, στην αρχή της συλλογής: «Ο θάνατος ενός ανθρώπου/ δεν είναι πολύ διαφορετικός/ από το θάνατο ενός πουλιού.» (Γ. Σεφέρης). Εκεί θα ακουμπήσει όλο το ποιητικό οικοδόμημα που ακολουθεί. Αρχίζοντας με το πρώτο ποίημα που βάζει το πλαίσιο:

Σαν άλλη πόλη/ με φώτα λαμπερά/ και γυάλινες δομές/ η ποίηση/ ενίοτε/ κρίνεται ένοχη/ για τον θάνατο/ δεκάδων ποιητών/ που μπέρδεψαν στους ουρανοξύστες της/ την αντανάκλαση της νύχτας. (σ. 9)

Σαν τα πουλιά οι ποιητές, καθώς πετούν με τον δικό τους τρόπο, πέφτουν τυφλά πάνω σε τοίχους, με πρόσκρουση θανατηφόρα. Είναι που μπέρδεψαν την αντανάκλαση με την πραγματικότητα, την υποθετική τους δύναμη με την πράξη. Ο θάνατος, των ανθρώπων γενικά, των ποιητών και των ποιημάτων ειδικότερα.

Τα πτηνά λειτουργούν σχεδόν μετωνυμικά προς τον άνθρωπο/ποιητή. Μέσα από μια παρομοίωση διαβάζω όλο το χτίσιμο της ποιητικής πολυσημίας. Όπως το πουλί σπαρταράει και χάνεται σχεδόν αθόρυβα, κι ούτε αφήνει ίχνη, παρά μόνο κάποια φτεράκια να θυμίζουν την παρουσία του, έτσι κι ο άνθρωπος φεύγει και βυθίζεται στη σιωπή. Και το ποίημα πεθαίνει πάνω στο μουτζουρωμένο χαρτί, καθώς ψυχορραγεί η έμπνευση. Μετά το πέταγμα, τα ύψη και την ελευθερία της κίνησης, η πτώση, η ακινησία, η ανυπαρξία.

Να επισημανθεί ότι τα μότο είναι σύντομα ποιήματα της ίδια της ποιήτριας. Με τον τρόπο αυτό η δεδομένη ισχυρή συνοχή της συλλογής γίνεται ακόμη μεγαλύτερη. Όλα περικλείονται μέσα σε ένα κέλυφος ποιητικής σύλληψης και καλούνται να το υπηρετήσουν και να το εκφράσουν.

Η συλλογή διακρίνεται σε τέσσερις ενότητες, οι οποίες χωρίζονται μεταξύ τους με ένα ολιγόστιχο ποίημα, το οποίο, εν πολλοίς, δίνει το στίγμα της ενότητας.

Η άνθιση της πρώτης ενότητας λέγεται παραπλανητικά, αφού δεν είναι παρά η άνθιση των νεκρών, ανθρώπων και ποιημάτων. Νεκροταφεία και τυπογραφία σε κίνηση, χωρίς ζωή. Το σχήμα του θανάτου στο ανθρώπινο σώμα, η ποίηση τάφος ανοιχτός για το ανεκπλήρωτο. Μόνο που με το τελευταίο ποίημα της ενότητας αλλάζει κάπως η ατμόσφαιρα, αφού αινιγματικά τα πουλιά με τον κελαηδισμό τους μοιάζουν να υπερασπίζονται τη ζωή, με μια προσπάθεια μετάγγισής της στους ανθρώπους.

Πίσω από τη μακριά/ σειρά των τάφων/ ένα σμήνος πουλιών/ αφαιρούσε/ με αυτοσχέδιους κελαηδισμούς/ τη λεπτή του θανάτου κρούστα/ από τα μάτια μας. («Αφαιρέσεις», σ. 15)

Στις επόμενες δύο ενότητες το ποιητικό υποκείμενο, ανατρέποντας την πραγματικότητα, εισχωρεί στην οπτική των απόντων και δανείζεται τη φωνή τους που σχολιάζει τη βασανιστική ακινησία τους, την επιθυμία τους για μνήμη, τον κίνδυνο να οδηγήσει η θύμηση τον νεκρό σε δρόμους έξω από την αιώνια φθορά και ανυπαρξία. Πρόκειται για ένα παιχνίδι με τις σκέψεις των ζωντανών για τους νεκρούς, για τη σχέση τους μαζί τους και με την αβάσταχτη απουσία, για προβολή των επιθυμιών τους και της μνήμης τους. Έτσι βρίσκουν τρόπο οι νεκροί να μπουν μέσα στο ποίημα. Και ο νεκρός πατέρας πιάνει δουλειά να φτιάξει τη φλογέρα της μικρής εγγονής, που την άφησε μισοτελειωμένη.

Ελλοχεύει ο κίνδυνος/ ξανά όλος θύμηση/ απ’ το πέρασμα να ξεστρατίσει/ σπάζοντας τη χωματένια ακινησία.// με χέρια πήλινα/ μια τελευταία τρύπα/ στη φλογέρα που σκάλιζε/ για την εγγόνα του ν’ ανοίξει. («Το πέρασμα», σ. 21)

Και βέβαια, το ποιητικό υποκείμενο, τραβώντας για λίγο τη μάσκα, αφήνοντας κατά μέρος μεταφορές, προβολές και αναλογίες, αποφαίνεται:

Ο πρώτος μας θάνατος επέρχεται/ με την απουσία/ του πρώτου αγαπημένου μας προσώπου.// Ζωντανοί ακόμη θρηνούμε/ τον πρώτο μας θάνατο. («Παρενθέσεις ΙV, σ. 27)

Στην τελευταία ενότητα η εστίαση γίνεται στο ποιητικό υποκείμενο και στον τρόπο που αντιμετωπίζει την απουσία-θάνατο. Ετοιμόρροπη η ισορροπία του ποιητικού υποκειμένου, χωρίς τη φωνή αγαπημένου προσώπου. Και ούτε οι λέξεις ούτε η ποίηση μπορούν να συνδράμουν.

Το θαύμα των λέξεων/ άδειο ρούχο στο πάτωμα/ μια πένθιμη κορδέλα η γραφή.// Ποιήματα πηγάδια/ δέχονται/ κουβάδες τρυπημένους. («Ετοιμόρροπα θαύματα», σ. 33)

Θα ήθελα να αναφερθώ στην πολύ φροντισμένη έκδοση. Εσωτερικά οι μαύρες σελίδες χωρίζουν τις ενότητες, στους χρωματικούς τόνους του εξωφύλλου. Ο τίτλος συνομιλεί με τον πίνακα του εξωφύλλου. Κορίτσι με ποδήλατο και αντιασφυξιογόνα μάσκα, και δίπλα ένα κοράκι που μοιάζει απειλητικό. Το κοράκι του εξωφύλλου παραπέμπει στο Κοράκι του Έντγκαρ Άλαν Πόε, συνειρμικά. Αλλά και στο υβριδικό μυθιστόρημα Η θλίψη είναι ένα πράγμα με φτερά, του Μαξ Πόρτερ (μετάφρ. Ιωάννα Αβραμίδου, εκδ. Πόλις, 2018). Θεωρώ ότι με το μυθιστόρημα υπάρχει και σχέση περιεχομένου: το κοράκι φροντίζει τα δυο αγόρια που έχασαν τη μητέρα τους. Και ταυτόχρονα γίνεται η συνειδητοποίηση της θλίψης, της απώλειας, του πένθους. Στη συλλογή της Θάνογλου τα πουλιά είναι ίσως αυτό ακριβώς, η ίδια η απώλεια, ο πόνος και το πένθος της. Ίσως εντέλει η θλίψη να είναι ένα πράγμα με φτερά.

Σε ένα από τα λίγα εκτεταμένα, σχεδόν πεζόμορφα ποιήματα, τα πουλιά φαίνεται να είναι και οι αίτιοι του θανάτου ή τουλάχιστον να σχετίζονται με μυστηριώδη τρόπο με αυτόν:

«Τα άτιμα πουλιά, τα άτιμα πουλιά», ψιθύριζε σε κάθε πήγαιν’ έλα.// Ξημερώματα κάποιου Σαββάτου, τον βρήκαν νεκρό, άμορφο αγγείο στο πάτωμα χυμένο./ – Γύρω του αίματα και πούπουλα όλα ένα μείγμα. («Τα πουλιά», σ. 19)

Το τελευταίο ποίημα της συλλογής, «Το αντίδοτο», είναι η μοναδική χαραμάδα φωτός, χαμόγελου, μαζί με έντονο πικρό σαρκασμό. Αφού για να βρεθεί το αντίδοτο, πρέπει πρώτα να υπάρξει η αφορμή, είτε αυτή είναι ο έρωτας είτε ο θάνατος. Το συγκεκριμένο ποίημα να συνδεθεί με το ποίημα «Παρενθέσεις ΙΙΙ», της προηγούμενης ενότητας:

Και τι θα ήταν εξάλλου η ζωή/ χωρίς τον θάνατο;// Μια παρατεταμένη/ και γι’ αυτό/ τόσο γεμάτη πλήξη/ άνοιξη. (σ. 27)

Το ποιητικό υποκείμενο συνειδητοποιεί τη βαριά μοίρα, το αναπόφευκτο. Θα γιατρευτεί κάποιος μόνον αφού πονέσει, από έρωτα ή απουσία-χαμό αγαπημένου.

Αφού η ανάσταση προϋποθέτει τον θάνατο/ κι ο έρωτας τον άλλον/ γιατί λοιπόν τόσος οδυρμός;// Βρέθηκε ποτέ αντίδοτο χωρίς αρρώστια; («Το αντίδοτο», σ. 36)

Με τη συλλογή της αυτή η Ελευθερία Θάνογλου επιχειρεί μια κατάδυση στο σκοτάδι της απώλειας και της απουσίας. Συλλέγει φτεράκια-μνήμες, ζωντανεύει ποιήματα-θύμησες. Κι επειδή ο ποιητής νιώθει να συντρίβεται από τον πόνο του θανάτου, ψάχνει απεγνωσμένα να βρει το αντίδοτο που, μέσα από τη συνειδητοποίηση της θλίψης, θα οδηγήσει σε μια διέξοδο σε χώρους πέρα από τη νεκρική σιωπή. Στη γαλήνη της δημιουργίας.

⸙⸙⸙

[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Η φωτογραφία από τα Πουλιά του Ά. Χίτσκοκ. Δείτε τα περιεχόμενα του πέμπτου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]

Σε λίγο καιρό κοντά σας με νέο ηλεκτρονικό τεύχος στο mag.frear.gr

Mag.frear.gr – Τα ηλεκτρονικά μας τεύχη