Γιώργος Βέης, Για την ποιητική γραφή: Δοκιμίων σύνοψις, εκδόσεις ύψιλον/βιβλία, Αθήνα 2021.
…Γράφουμε, διότι βλέπουμε τι υπάρχει πάνω και πίσω από τα πράγματα αγεωγράφητο, αφωτογράφητο, αγεωμέτρητο. Όσα διεκδικεί το φως, αυτά ακριβώς μας ανήκουν. Και πολλά περισσότερα. Γράφουμε για να αναβαθμίσουμε εκτάσεις, για να κατανοήσουμε διαστάσεις του φαντασιακού. Οι λέξεις μας, αναδεικνύονται ως τα κεκτημένα συνθηκολογήσεων μεταξύ αρρήτων και μη ποιοτήτων… Η γραφή διερευνά την αδυναμία ενδελεχούς επικοινωνίας, τις παραμέτρους της θλιβερής ξενότητας, τη δυστοπία του όντος. Τότε συστρέφεται, αναφέρεται εις εαυτήν, αλλά, κατά τα άλλα, δεν περισπάται. Πρόκειται, ασφαλώς, για τη γραφή των επαρκέστερων δημιουργών. Είναι όσοι σέβονται πρωτίστως την αξιακή ιδιοσυγκρασία της κάθε λέξης ξεχωριστά.
[«Η ποιητική μαρτυρία της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ (από το κενό στην καινή ύπαρξη», σελ. 79]
Η δοκιμιακή γραφή του Γιώργου Βέη για την ποιητική και για την ποίηση ξετυλίγεται πάντοτε σε δύο παράλληλες περιοχές. Η πρώτη είναι αυτή όπου οργανώνεται ένας παρατακτικός συλλογισμός. Παρατακτικός, επειδή αναπτύσσεται μέσω ανεξάρτητων, σε μεγάλο βαθμό, προσθηκών. Η κάθε νέα προσθήκη συχνά πατά επάνω στο απόσπασμα από κάποιον άλλο συγγραφέα. Ο συλλογισμός προχωρά, δηλαδή, βάσει μίας διακειμενικής γραμμικότητας. Η δεύτερη περιοχή είναι εκείνη μίας ρητορικής προερχόμενης από το είδος της ενορατικής ποίησης και θεμελιωμένης στην ονοματική φράση ή στην πρόταση η οποία βρίσκεται σε μία σχέση pars pro toto με ένα απροσπέλαστο, ανερμήνευτο πεδίο αναφοράς. Ενώ στην πρώτη περιοχή η κίνηση γίνεται προς τα εμπρός και καταλήγει στην ακεραίωση ενός επιχειρήματος, στη δεύτερη σημειώνονται πολυάριθμες εκκινήσεις από κάθε φράση ή πρόταση προς οποιαδήποτε κατεύθυνση. Βέβαια, το οπουδήποτε ταυτίζεται, εν προκειμένω, με το ανερμήνευτο, το διαρκώς διαφεύγον πεδίο αναφοράς. Αυτή η δοκιμιακή ρητορική αποτελεί λοιπόν ένα προστάδιο πριν την ετερότητα αλλά και μία προαπεικόνιση της τελευταίας. Διαρρηγνύει σημαντικούς δεσμούς με τα σημαινόμενα, ώστε να αναδείξει την ίδια τη γραφή ως άγνωστο αντικείμενο. Η αυτοαναφορικότητα έγκειται τώρα στην παρατήρηση αυτού του αντικειμένου. Στην επικέντρωση στον συνδυασμό των φωνημάτων του, των μορφολογικών και των συντακτικών δομών του. Στην παρακολούθηση των ρυθμών του. Μία τέτοια γραφή ξεδιπλώνεται ως σειρά αποκρύψεων και καταυγασμών, τυφλών και υπερφωτισμένων σημείων. Είναι ένα παιχνίδι το οποίο παίζεται στην επιφάνεια, ταυτόχρονα όμως δρομολογεί το άνοιγμα καινοφανών βαθών.
Όσον αφορά στην πρώτη από τις δύο παράλληλες περιοχές, για παράδειγμα στο δοκίμιο με τον τίτλο «Το αποτύπωμα της ποίησης: όρια, ανατροπές, εμπεδώσεις» οργανώνεται το παρακάτω επιχείρημα: Κατ’ αρχάς, υπενθυμίζεται το παλαιό αίτημα για την εύρεση μίας μεθόδου προσέγγισης της λογοτεχνίας η οποία θα χαρακτηρίζεται από την ακρίβεια των φυσικών επιστημών. Στη συνέχεια, επισημαίνεται η εξάρτηση της θεωρίας της λογοτεχνίας από το κοινωνικό γίγνεσθαι, άρα από την Ιστορία και την ιδεολογία. Υπογραμμίζονται επίσης η ώσμωση της λογοτεχνικής θεωρίας με τη λογοτεχνία και ο συνακόλουθος κλυδωνισμός και η υποχώρηση της πρώτης εξαιτίας της ιδεολογικής και της ψυχολογικής σχετικότητας της δεύτερης. Προκύπτει λοιπόν το συμπέρασμα ότι δεν γίνεται να ικανοποιηθεί το αίτημα της ακριβούς προσέγγισης της λογοτεχνικής γραφής. Συμπέρασμα το οποίο ενισχύεται από την υστερονεωτερική απάλειψη του εποπτικού υποκειμένου. Επιπλέον, ως προέκταση του συμπεράσματος ακολουθεί η διαπίστωση ότι η προσέγγιση της λογοτεχνίας καθίσταται δυνατή μόνο μέσω ενός «ενδεχόμενου λόγου». Το προηγούμενο επιχείρημα αναπτύσσεται παρατακτικά πατώντας σε αποσπάσματα από κείμενα του Gustave Flaubert, του Herbert Marcuse, του Θάνου Λίποβατς και του Πλάτωνα.
Ο «ενδεχόμενος λόγος» δεσπόζει στη δεύτερη από τις περιοχές όπου εκτείνεται η δοκιμιακή διαδικασία. Η ρητορική διάταξή του εγείρει προσκόμματα στη συμβατική ανάγνωση. Γιατί αυτή η ρητορική αντιπροσωπεύει το αντίθετο του αποφθέγματος. Το τελευταίο συνιστά τη συμπύκνωση και την απόληξη μίας κατακτημένης σοφίας. Από την άλλη, η δοκιμιακή ρητορική του Γιώργου Βέη ισοδυναμεί, όπως σημειώθηκε, με σειρά εκκινήσεων προς ένα ανοιχτό πεδίο το οποίο δεν μπορεί να κατακτηθεί, οπότε πριμοδοτούνται η ενορατική εμπειρία και η ψαύση του αόρατου. Αυτός άρα ο λόγος αντιστοιχεί στη χρησμοδότηση, στην οραματική σοφία, στον έμπλεο νοήματος υπαινιγμό και στην εναυσματική φαντασία. Θεμελιώνεται επάνω στο σημείο του Άλλου διαλύοντας την ψευδαίσθηση της οικειότητας της γλώσσας. Αποκαλύπτει την απόστασή του όχι μόνο από τον δέκτη αλλά και από τον ίδιο τον πομπό. Η ετερότητά του όμως δεν συνδέεται με τις αδυναμίες της επικοινωνίας ή την αδυναμία της σύλληψης της εξωγλωσσικής πραγματικότητας. Αφορά κυρίως στην αυτονόμηση της γλώσσας ακόμη και από τον χρήστη της. Επομένως, με τον «ενδεχόμενο λόγο» εφαρμόζεται μία εξαιρετική πρακτική έκφρασης η οποία αντίκειται στην κυριολεξία, εφόσον ως κυριολεξία εννοείται η γλώσσα που εξαιτίας της πολυχρησίας έχασε τη δύναμή της.
Τα κείμενα του Γιώργου Βέη για την ποιητική και για την ποίηση καθίστανται τόποι συνάντησης κειμένων. Το καθένα σχηματίζει ένα πλαίσιο εντός του οποίου η προσωπική γραφή συναντάται με τις ξένες γραφές συναγωνιζόμενη, ανταγωνιζόμενη, αφομοιώνοντας. Βάσει των όσων προηγήθηκαν πιο πάνω, αυτή η γραφή θέτει ως προαπαιτούμενο τη μελέτη της. Προκειμένου δηλαδή να έχει κάποιος πρόσβαση στη θεματολογία των δοκιμίων οφείλει πρώτα να εξετάσει τη ρητορική ιδιομορφία της γλώσσας με την οποία αναλύονται τα θέματα. Το αντικείμενο της προσέγγισης συμπλέκεται αδιαχώριστα με το προσεγγιστικό όργανο. Και επειδή αυτή η ρητορική αποδεικνύεται βαθιά οντολογική, η προσέγγιση οποιουδήποτε θέματος συνδυάζεται με το εγχείρημα για την καθολική ερμηνεία του κόσμου. Μάλιστα, η εποπτική εικόνα της πραγματικότητας η οποία προκύπτει αποτελεί έναν ηθικό αντίποδα στη σύγχρονη χαοτική αταξία. Η σκέψη του Γιώργου Βέη αναδεικνύεται, μέσα από την ιδιόλεκτό του, ως διορθωτικός παράγοντας, ως ανάχωμα στην επιθετική καθημερινότητα. Στο συγκεκριμένο βιβλίο περιέχονται λοιπόν δείγματα μίας συστηματικότατης αγωγής ύφους, οι αρχές της οποίας δεν συμβιβάζονται με την τρέχουσα συνθήκη. Με την αλλοτριωτική δηλαδή και μονοδιάστατη κανονικότητα, η οποία δεν είναι παρά ένα προπέτασμα για την κάλυψη της εξακολουθητικής αποδιάρθρωσης των σχέσεων ανάμεσα στα πράγματα, στα πρόσωπα και στις λέξεις.
⸙⸙⸙
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Φωτογραφία: Toni Schneiders. Δείτε τα περιεχόμενα του πέμπτου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]